Επί Ανδρέα Παπανδρέου οι ανασχηματισμοί είχαν μια κάποια αίγλη. Καινούρια κοστούμια, καινούριοι σύντροφοι, συνέχεια στη νομή της εξουσίας.
Αυτή η “κάποια αίγλη” συνεχίστηκε -αν και ξεθωριασμένη- μέχρι το τέλος της εποχής της “αθωότητας” και της ασυδοσίας. Μετά ήρθαν τα μνημόνια. Και μαζί με αυτά η εκχώρηση βασικών πτυχών της εθνικής διάστασης της διακυβέρνησης. Συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη, εδώ συμβαίνει ακόμα περισσότερο.
Ο πρώτος ανασχηματισμός (μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015) δεν έχει καμία απολύτως αίγλη. Δεν θα μπορούσε άλλωστε. Ποια αίγλη μπορεί να έχει, άλλωστε, μια κυβέρνηση που σε μια εβδομάδα περιμένει (ξανά) το κουαρτέτο για να (συν)αποφασίσει πόσο πιστά εφαρμόζονται τα μέτρα λιτότητας και ενδεχομένως να συζητήσει εάν χρειάζονται και κάποια περισσότερα.
Το να είναι κανείς υπουργός σήμερα, είναι περίπου σαν να είναι ιδιοκτήτης ετοιμόρροπου νεοκλασικού, στολίδι μιας άλλης εποχής, που χρωστάει τον ΕΝΦΙΑ και έχει και “κόκκινο” στεγαστικό στην τράπεζα από την τελευταία ανακαίνιση.
Οι ανασχηματισμοί, από την άλλη, ήταν σχεδόν πάντοτε επικοινωνιακά εργαλεία. Οι Πασόκοι τους αποκαλούσαν και αναδομήσεις ή ακόμα και “φυγή προς τα μπρος”. Σπανίως, όμως, λειτουργούσαν ως τέτοιοι. Τις περισσότερες φορές ήταν ένα θαύμα που διαρκούσε τρεις μέρες (με τα Σαββατοκύριακα μέσα) και τα προβλήματα που άφηνε το προηγούμενο κυβερνητικό σχήμα τα έπιανε από το ίδιο σημείο, απαράλλαχτα, το επόμενο.
Ο Τσίπρας δημοσκοπικά βρίσκεται σε δεινή θέση και το γνωρίζει. Γνωρίζει επίσης πως έχει εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος από τα αποθέματα ανοχής των πολιτών και πως έχει εισέλθει στο δεύτερο σκέλος της διακυβέρνησής του. Άλλοι πρωθυπουργοί, κατά το παρελθόν, όταν έφταναν σε αυτό το σημείο συνήθως παρέδιδαν τα όπλα, σκέπτονταν τις εκλογές ή, απλώς, “κουράζονταν”. Τον κίνδυνο αυτό τον διατρέχει και ο Τσίπρας.
Όμως, δεν έχει την πολυτέλεια ούτε να “κουραστεί”, ούτε να παραδώσει τα όπλα. Εάν κάνει κάτι τέτοιο δεν υπονομεύει απλώς τον εαυτό του, το κόμμα του και την Αριστερά, υπονομεύει το μέλλον της ίδιας της χώρας.
Ο ανασχηματισμός που έκανε δείχνει πως μάλλον το έχει καταλάβει. Και πως έχει ακόμα περισσότερο κατανοήσει πως καλή ή κακή η “δουλειά” που πρέπει να κάνει πρέπει να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα και να κριθεί, τελικά, από το λαό επί αυτού του αποτελέσματος.
Η αλήθεια είναι πως με τις αλλαγές στην κυβέρνηση “έσπασε αβγά”. Όχι πολλά, αλλά “έσπασε”.
Μπορεί κάποιοι να λένε, και ορθώς, πως το ότι έμεινε εκτός σχήματος ο Νίκος Φίλης ήταν “θεία βούληση”, από την άλλη, όμως, είναι βέβαιο πως ήταν μία απόφαση που θα την “πληρώσει” εσωκομματικά καθώς τον φέρνει σε αντίθεση με τον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα μιας σημαντικής μερίδας του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται πως προτίμησε να κρατήσει ανοικτό αυτό το μέτωπο και να κλείσει το άλλο, το σαφώς μεγαλύτερο. Εκείνο, δηλαδή, το κομμάτι του ελληνικού λαού που δεν θέλει “ιερούς πολέμους”, έχει αναφορά, έστω και χαλαρή, στην Εκκλησία, και σε κάθε περίπτωση προτιμά τις διακυβερνήσεις που ενώνουν και όχι εκείνες που χωρίζουν.
Ο διαχωρισμός Κράτους- Εκκλησίας, για παράδειγμα, είναι μία μείζονα αλλαγή κουλτούρας που είναι χρήσιμη και μπορεί να αποδώσει όταν έχεις τον χρόνο με το μέρος σου και, κυρίως, όταν οι πολίτες μπορούν να ακούσουν τα υπέρ και τα κατά και να συμμετάσχουν σε μια δημόσια διαβούλευση. Υπό συνθήκες οικογενειακής και προσωπικής οικονομικής ανασφάλειας, σε μια χώρα που βρίσκεται σε κατάθλιψη, οποιαδήποτε τέτοια μάχη (εντός υπουργού ή ενός κόμματος) είναι μια μάχη άχρηστη και εκ προοιμίου χαμένη.
Ως εκ τούτου, όσοι από τους συντρόφους του Τσίπρα ήθελαν τον ιδεολογικά συνεπή Φίλη σε μόνιμη διάσταση με την Εκκλησία μπορεί αυτό να γοήτευε το ιδεολογικό τους DNA, δεν αφορά όμως τους περισσότερους και εν τέλει θα δρούσε αρνητικά ως προς τα μείζονα.
Αβγά “σπάει” ο πρωθυπουργός και σε άλλα μέτωπα. Ο Σταθάκης στο Ενέργειας, ο εκ Νέας Υόρκης τεχνοκράτης Παπαδημητρίου μαζί με τον Πιτσιόρλα στο Ανάπτυξης είναι δείγματα βούλησης για επιτάχυνση στον τομέα των επενδύσεων και των ιδιωτικοποιήσεων. Είναι αυτές που “δεν μας αρέσει αλλά πρέπει να τις κάνουμε”. Κι αν πρέπει να τις κάνουμε, τουλάχιστον ας τις κάνουν εκείνοι που και πως πρέπει θεωρούν και πιθανότατα μπορούν.
Εν κατακλείδι, ο ανασχηματισμός του Τσίπρα είναι ένας ανασχηματισμός ρεαλισμού. Ίσως λίγο κυνικό για τον παλαιό ΣΥΡΙΖΑ, απολύτως αναγκαίο, όμως, για μια κυβέρνηση που πρέπει να έχει, πλέον, ένα και μοναδικό στόχο: να κλείσει γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση, να αρχίσουν να υλοποιούνται τα βραχυπρόθεσμα (ως εκεί που είναι εφικτό) μέτρα για το χρέος, να ανοίξει ει δυνατόν η πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης και να καλλιεργηθεί μία νέα ψυχολογία στην πραγματική οικονομία.
Δεν ξέρω κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό εάν δεν βάλουν νερό στο κρασί τους και οι δανειστές. Όλοι αντιλαμβάνονται πως αυτός ο λογαριασμός “δεν βγαίνει” αλλά προτιμούν να ασχολούνται με το αν θα κερδίσει το CDU και αν ο Σόϊμπλε θα επιβεβαιώσει το “υπερεγώ” του.
Όμως, ακόμα κι αν η Ευρώπη πυροβολεί τα πόδια της, εμείς οφείλουμε να κάνουμε όσα πρέπει να κάνουμε. Και, επαναλαμβάνω, αυτά θα τα κάνουν εκείνοι που αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα. Εκείνοι που δεν την αναγνωρίζουν, ας δώσουν μάχες οπισθοφυλακών. Τουλάχιστον, θα διατηρήσουν ατσαλάκωτο το ιδεολογικό τους σακάκι…