Σύγχυση επικρατεί στο κυβερνητικό επιτελείο σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του ΔΝΤ να μείνει ή να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα. Η πλευρά του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε διακινεί μετ’ επιτάσεως μετά τη συνάντησή του στο Νταβός με την Κριστίν Λαγκάρντ ότι “το Ταμείο παραμένει πλήρως ενεργό στο πρόγραμμα”, ήτοι θα συναινέσει ακόμα και στην χρηματοδότησή του. Ευρωπαϊκές πηγές, μάλιστα, περιέγραφαν την παραμονή του Ταμείου ως ένα πλαίσιο συνεργασίας εντός του οποίου θα υπάρξει και υπογραφή ειδικής συμφωνίας (στη Ν.Δ το αποκαλούν 4ο μνημόνιο) με την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και κορυφαίοι υπουργοί κάνουν λόγο για αμφισημία του Ταμείου και του ζητούν να αποσαφηνίσει τη θέση του, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, προ ημερών, στο Eurogroup μιλούσαν με βεβαιότητα για την παραμονή του Ταμείου, ωστόσο η ίδια η Κριστίν Λαγκάρντ δεν έχει δημοσίως τοποθετηθεί και απ΄ ότι φαίνεται δεν θα το πράξει πριν τη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ στις 6 Φεβρουαρίου και αφού έχουν αποσαφηνιστεί, πλήρως, οι προθέσεις και της νέας κυβέρνησης Τραμπ.
Επ΄ αυτού υπάρχει μία σοβαρή αντίφαση. Ή καλύτερα μπορεί να προκύψει. Εάν η θέση- πρόβλεψη του επιτελείου του νέου Αμερικανού προέδρου είναι (όπως τη διατύπωσε ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στις Βρυξέλλες Τεντ Μάλοκ) ότι το ευρώ θα καταρρεύσει εντός 18 μηνών και πως η Ευρωζώνη είναι, απλώς, ένα “όχημα” της Γερμανίας, πως μπορεί οι ΗΠΑ, ως μεγαλομέτοχος του Ταμείου, να συναινέσουν στην παραμονή του σε ευρωπαϊκά προγράμματα διάσωσης;
Ακόμα, δε, περισσότερο όταν, όπως στην περίπτωση του ελληνικού χρέους, δεν τηρούνται βασικοί κανόνες του καταστατικού του Ταμείου για τη βιωσιμότητα.
Εκεί, φαίνεται, πως διαμορφώνεται ένα “παραθυράκι” που προκαλεί ανησυχία στην κυβέρνηση. Κι αυτό υπό την “ανάγνωση” πως η σύγκρουση προθέσεων μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου δεν είναι, τελικά, πραγματική αλλά πρόκειται για μια σκηνοθετημένη κόντρα που υποκρύπτει, τελικά, μία παρασκηνιακή συμφωνία να πιεσθεί η ελληνική κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα μέτρα και μάλιστα να τα νομοθετήσει εκ των προτέρων…
Τι λέει το Ταμείο
Η ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ ναι μεν ξεκαθαρίζει πως το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο», ωστόσο την ίδια στιγμή αναφέρει πως το χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο εάν η Ελλάδα καταγράψει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% για όλη την περίοδο 2018 – 2040.
Αυτή η αναφορά του ΔΝΤ έχει προκαλέσει σύγχυση στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς ερμηνεύεται ως σύμπραξη του Ταμείου με τους Γερμανούς, ώστε να πιεστεί πρόσθετα η Ελλάδα να πάρει μέτρα που θα οδηγήσουν σε μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο. Η προσέγγιση αυτή -που την ενστερνίζονται αρκετοί και εκτός Ελλάδος – δεν συνάδει με τις δημόσιες δηλώσεις του ΔΝΤ πως δεν εισηγείται περισσότερη λιτότητα για την Ελλάδα.
Οι προθέσεις του ΔΝΤ θα καταδειχτούν στο προσεχές εκτελεστικό συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου. Εάν σε αυτό η ηγεσία του Ταμείου επιμείνει στη σκληρή θέση για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% του ΑΕΠ και μεγάλη ελάφρυνση του χρέους τότε αυτό θα σημαίνει πως το ΔΝΤ αναζητά την πόρτα της εξόδου από το ελληνικό πρόγραμμα.
Εάν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο παραμονής με την προϋπόθεση λήψης πρόσθετων μέτρων, τότε θα είναι ξεκάθαρο πως το Ταμείο έχει συμπράξει με την Γερμανία. Το μόνον σίγουρο είναι πως αν και ανήμερα του Eurogroup διέρρευσε η ανάλυση βιωσιμότητα τους ελληνικού χρέους του ΔΝΤ οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης όχι μόνον δεν ενοχλήθηκαν, αλλά κάλεσαν την Ελλάδα να πάρει τα μέτρα τώρα, έτσι ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Ταμείου και να επιστρέψει αυτό στο πρόγραμμα.
Ο εφιάλτης του Μαξίμου
Να σημειωθεί πως το γεγονός ότι το ΔΝΤ θεωρεί μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος, καθιστά απαγορευτικό για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να το χαρακτηρίσει εκείνη βιώσιμο και να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), το οποίο να σημειωθεί είναι το βασικό συστατικό στο success story της κυβέρνησης. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι από το Μέγαρο Μαξίμου αναζητείται συμβιβαστική φόρμουλα που θα επιτρέψει μείωση αφορολογήτου, μείωση συντάξεων, μέτρα για τις αγορές προϊόντων και στην αγορά εργασίας χωρίς να εκθέτει την κυβέρνηση.
Στη βάση αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο η εισήγηση της «ρήτρας αυτόματης ακύρωσης» ή του « αντίστροφου κόφτη», που προβλέπει πως η ελληνική κυβέρνηση θα ψηφίσει μεν τα μέτρα, αλλά θα μπορεί να τα ανακαλέσει αν πετύχει το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Η έκθεση για την Ελλάδα θα συζητηθεί στο Δ.Σ. του ΔΝΤ στις 6 Φεβρουαρίου Για κάποια κυβερνητικά στελέχη, αυτός ο επώδυνος συμβιβασμός -που είναι πιθανόν να της στοιχίσει και σε κοινοβουλευτική δύναμη- θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο «αντίδωρο», ήτοι την παραμετροποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Αν και η Γερμανία εξακολουθεί να το απορρίπτει αυτό, ωστόσο η πίεση του ΔΝΤ θα είναι καθοριστική για να υποχωρήσει.
Μπορεί το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου να έχει οριστεί ως το καταληκτικό ορόσημο για τις αποφάσεις, ωστόσο δεδομένου ότι οι θεσμοί δεν θα επιτρέψουν άμεσα στην Αθήνα, στο καλό σενάριο που οι δύο πλευρές τα βρουν θα απαιτηθεί πρόσθετος χρόνος για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και φαίνεται πως θα εισέλθουμε και μέσα στον Μάρτιο.
Ακόμα, δε, περισσότερο όταν ο Σόϊμπλε έχει δηλώσει πρόσφατα πως δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε. Κι αυτό, λένε κάποιοι, ίσως υποκρύπτει την πρόθεσή του να κρατήσει “on hold” την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ακόμα και μέχρι το καλοκαίρι, αφενός για να εκβιάσει την Αθήνα, αφετέρου για να κάνει επίδειξη δύναμης στο εσωτερικό προεκλογικό πολιτικό παιχνίδι της Γερμανίας ενόψει του Σεπτεμβρίου.