Το αίτημα των ΣΥΡΙΖΑ και Αν.Ελ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής που θα ερευνήσει τις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων επί θητείας Γιάννου Παπαντωνίου φέρνει στην επιφάνεια τις πολιτικές και όχι μόνο δοσοληψίες εκείνης της περιόδου, γεγονός που αποτέλεσε σε κάποιο βαθμό λόγο για τον υπέρογκο δανεισμό της χώρας. Επιεικείς υπολογισμοί αναφέρουν ότι από το 1996-2004 δαπανήθηκαν 30 έως 51 δισ για οπλικά συστήματα. Όλα άλλαξαν μετά τα Ίμια…
Δημοσιεύτηκε στο http://aminesthaiperipatris.ning.com/profiles/blogs/1996-2006 και αποτελεί έρευνα ειδικών αναλυτών
Η σημερινή αμυντική πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα άρχισε να εκδηλώνεται στις αρχές του δεκαετίας του ’60 και να εκφράζεται μέσω της κατάρτισης 5ετών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Το πρώτο αφορούσε την περίοδο 1968-1972. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των προγραμμάτων υπήρξε η εθνική χρηματοδότηση και η απόκτηση κυρίως νέου και όχι μεταχειρισμένου υλικού. Η ελληνική πολιτική των εξοπλισμών συνεχίστηκε κι εντάθηκε με την κλιμάκωση της τουρκικής απειλής, για να κορυφωθεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε η πολιτική ηγεσία υιοθέτησε μια αντιφατική προσέγγιση. Ουσιαστική περιστολή των εξοπλισμών, τη στιγμή που εξασκούσε μια ιδιαίτερα δυναμική πολιτική στις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1984, η στρατιωτική ηγεσία παρουσιάζοντας προς έγκριση ένα 10ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα, συνάντησε την απόλυτη άρνηση εκ μέρους των πολιτικών προϊσταμένων τους. Όταν οι στρατιωτικοί υποστήριξαν ότι ήταν απαραίτητη η υλοποίηση τουλάχιστον του 30% του προγράμματος, η πολιτική ηγεσία παρενέβη και πάλι, εγκρίνοντας μόλις το 25%.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι η τότε δυναμική εξωτερική πολιτική, όχι μόνο δεν συμβάδιζε με την αντίστοιχη εξοπλιστική, αλλά αντίθετα δεν λαμβάνει υπόψη της το ξεκίνημα μια δυναμικής και φιλόδοξης τουρκική εξοπλιστικής προσπάθειας που εγκαινιάστηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο! Έτσι, ενώ κατά τη δεκαετία του ’70 η ΠΑ είχε αποκτήσει 169 μαχητικά 2ης γενιάς, έναντι μόλις 80 της τουρκικής ΤΗΚ, όταν έπρεπε να γίνει η αγορά μαχητικών 3ης γενιάς η κατάσταση αντιστρέφεται. Ενώ έχει γίνει ήδη γνωστή η τουρκική παραγγελία 160 μαχητικών, η ελληνική «απάντηση» αφορά μόλις 80. Είναι προφανές ότι το έλλειμμα σε μαχητικά 3ης γενιάς δεν ήταν δυνατόν να ισοσκελιστεί από την ελληνική υπεροχή σε μαχητικά 2ης γενιάς, των οποίων το έλλειμμα αντιστάθμισε η τουρκική πλευρά με συνεχείς παραλαβές μεταχειρισμένων αεροσκαφών. Επιπλέον, όταν σε δεύτερο στάδιο η Τουρκία αγόρασε 80 μαχητικά 3ης γενιάς, η ελληνική πλευρά «απάντησε» και πάλι σε αναλογία 50% επιτείνοντας το πρόβλημα της ανισορροπίας δυνάμεων στο Αιγαίο.
Αντίστοιχη –αν όχι δυσμενέστερη- διαμορφώθηκε η αναλογία στις κύριες ναυτικές μονάδες, όπου ενώ το ΠΝ είχε θέσει στο παρελθόν παραγγελίες για 24 μονάδες έναντι 10 του τουρκικού ναυτικού, την επόμενη περίοδο η τουρκική αντίδραση καταγράφει παραγγελίες 21 μονάδων έναντι μόλις 4 ελληνικών! Το αποτέλεσμα μοιραία είναι όχι απλώς η ανατροπή της ελληνικής υπεροχής και η επίτευξη ισορροπίας, αλλά αντίθετα η σχεδόν καθολική τουρκική υπεροχή με την έλευση της δεκαετίας του ’90.
Μοναδική εξαίρεση την περίοδο 1982-1995 αποτελεί το διάστημα από τα μέσα του 1990 έως τα μέσα του 1993, οπότε η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί προς κάλυψη χρόνιες επιχειρησιακές ανάγκες, για να ακολουθήσει αμέσως μετά το τελειωτικό κτύπημα του 3ετούς «αυτοεμπάργκο» που επιβλήθηκε από την αλλαγή της κυβέρνησης. Αναλαμβάνοντας το 1993 την ηγεσία του ΥΕΘΑ, ο Γεράσιμος Αρσένης, βρήκε στα «συρτάρια» το τρέχον τότε ΕΜΠΑΕ που ίσχυε για την πενταετία 1990-1994 που προέβλεπε μια σειρά προγραμμάτων τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονταν υπό εκτέλεση ή δρομολόγηση. Αντί για τη συνέχιση του προγράμματος ο κ. Αρσένης και οι συνεργάτες του επέλεξαν την πολιτική της απραξίας. Συνέπεια αυτής της απόφασης ήταν όσα από τα προγράμματα βρίσκονταν στα σκαριά, να ματαιωθούν ή να αναβληθούν επ’ αόριστον. Ελάχιστα προγράμματα προχώρησαν την περίοδο από το 1994 μέχρι το 1996 και αυτά ήταν δευτερεύουσας σημασίας ή αποτελούσαν συνέχεια ήδη δρομολογημένων προγραμμάτων. Αποτέλεσμα ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις να βρεθούν αντιμέτωπες με μία επικίνδυνη «μαύρη τρύπα» στους εξοπλισμούς. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε έναν «φόβο» στους Έλληνες αξιωματικούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να επισημάνουν τα προβλήματα στο Υπουργείο, τα Γενικά Επιτελεία, τους Κλάδους, αλλά κυρίως στα επιτελεία των προκεχωρημένων διοικήσεων με ανεπίσημες αναφορές που χρονολογούνται από το 1995. Δυστυχώς, αυτοί οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν με το χειρότερο δυνατό τρόπο κατά τη νύκτα των Ιμίων!
Όμως, η οδυνηρή εμπειρία των Ιμίων, άφησε πίσω της κάτι περισσότερο απ’ όσα μέχρι σήμερα έχουμε συνειδητοποιήσει. Δεν είναι μόνο οι επιπτώσεις στη διεθνή θέση των χώρας ή τα τρία στελέχη του ΠΝ που έπεσαν εκεί στο καθήκον. Είναι το μαζικότερο και ακριβότερο εξοπλιστικό πρόγραμμα στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε για την επόμενη δεκαετία, το οποίο επιβάρυνε την ήδη ασθενή ελληνική οικονομία και το σημαντικότερο, έχει αφήσει πολλά ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων που τελικά αγοράστηκαν.
Την τελευταία δεκαετία, οι προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων έγιναν με «πενταετή προγράμματα» αφού καθορίστηκαν οι προτεραιότητες από τις ηγεσίες των Γενικών Επιτελείων. Για κάθε ένα από αυτά ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο, ακόμα και αν επρόκειτο για απευθείας αναθέσεις ή προμήθειες που είχαν σκοπό την ενίσχυση των δυνάμεων στην Κύπρο. Για όλα τα προγράμματα είχε ενημερωθεί η Βουλή και υπήρξαν αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ μεταφέροντας την ευθύνη από τον υπουργό Αμυνας και τον γενικό γραμματέα Εξοπλισμών στην κυβέρνηση.
Όπως προκύπτει από στοιχεία διαφόρων επίσημων πηγών, κατά τη δεκαετία 1996-2006 δαπανήθηκαν για εξοπλισμούς περισσότερα από €25 δις. Κι αυτά είναι τα επισήμως εκταμιευμένα ποσά. Στις ιλιγγιώδεις αυτές δαπάνες, πρέπει κανείς να προσθέσει περίπου ακόμη €3 δις. σε πιστώσεις τύπου FMS, καθώς και ένα πολύ σημαντικό ποσό που θα προκύψει από τις απολογιστικές εγγραφές συμπληρωματικών και εμβόλιμων προγραμμάτων (καύσιμα, πυρομαχικά, συντήρηση συστημάτων και μέσων)που πολλές φορές ακολούθησαν τις κύριες συμβάσεις, καθώς και τα δικαιώματα προαίρεσης (option) που ασκήθηκαν μετά τις πρώτες υπογραφές συμβάσεων, τα οποία έχουν προγραμματισθεί να αποπληρωθούν στο απώτερο μέλλον, έως και μετά το 2011. Σε συνέντευξή του το 2004, ο πρώην ΥΕΘΑ κ. Σπ. Σπηλιωτόπουλος, υπολόγιζε ότι το συνολικό ύψος για την οκταετία 1996-2004 ξεπερνούσε τα €51 δις.! Εάν προσθέσουμε και τα πρόσφατα προγράμματα της περιόδου 2005 και 2006, η δαπάνη εκτινάσσεται σε ακόμη πιο δυσθεώρητα ύψη. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να προσεγγιστεί έστω και με ακρίβεια το πόσο κόστισε στον τόπο ο… «πατριωτικός υπερβάλλων ζήλος» των κυβερνήσεων Κ. Σημίτη. Πάντως, με ασφάλεια μπορεί πλέον να ειπωθεί, ότι αυτός θα ξεπερνά, άγνωστο κατά πόσο, τα €30 δισ. για τα χρόνια της διακυβέρνησής του.
Tην εικόνα της τερατώδους σπατάλης συμπληρώνει η τύχη που είχαν τα συγκεκριμένα προγράμματα. Άλλα δεν παραδόθηκαν εγκαίρως, άλλα παρελήφθησαν χωρίς να τηρούν τις προδιαγραφές που είχαν ζητηθεί και άλλα αποδείχθηκαν ακατάλληλα για να καλύψουν τις ανάγκες, για τις οποίες αγοράστηκαν. Aλλά και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν χαρακτηρίζονται από παρασκηνιακές ενέργειες και όργιο μεσαζόντων, ακόμη και από εμπλοκή υπεράκτιων εταιρειών σε δικαστικές διαμάχες, όπως στην περίπτωση των γερμανικών αρμάτων Λέοπαρντ. Tα δε βάρη που κληροδοτήθηκαν από τις αλόγιστες δαπάνες αποτυπώνονται στη σημερινή δεινή δημοσιονομική στενότητα.
Τι έγιναν, όμως, όλα αυτά τα λεφτά; Πού πήγαν τόσα δισεκατομμύρια ευρώ; Το ερώτημα είναι φυσικά ρητορικό. Πήγαν για παράδειγμα, σε αντιαεροπορικά TOR, που δεν εντάχθηκαν ποτέ στην άμυνα της χώρας, σε χαμένες ευκαιρίες στη διαπραγμάτευση των αρμάτων Λέοπαρντ, σε «εκσυγχρονισμό» αεροσκαφών, φρεγατών και πυραυλακάτων που δεν αποδίδουν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμες μονάδες, ακόμα και σε πετρελαιοφόρα σκάφη που κόστισαν 15 φορές περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, για να φτάσουν, επειδή ήταν και εντελώς γυμνά, να χαρακτηριστούν τελικά «γενικής χρήσεως»… (Οι ρωσικοί πύραυλοι S-300 με τη γνωστή θλιβερή τους ιστορία, πληρώθηκαν πάντως από τη Λευκωσία…). Ακόμα και αυτή η θλιβερή εικόνα δεν περιγράφει πάρα μέρος από το σύνολο της λεηλασίας του δημόσιου χρήματος κι αυτό γιατί:
Στους παραπάνω υπολογισμούς δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των εξοπλιστικών προγραμμάτων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους(π.χ. απουσιάζουν τα α/κ πυροβόλα SUZANA ή το C4I). Άλλωστε τα στοιχεία που παρουσιάζονται αφορούν προγράμματα που υπερβαίνουν στην αρχική τους σύμβαση τα €50 εκ. Έτσι ένας πολύ σημαντικός όγκος συμβάσεων μικρότερου ύψους δεν είναι εύκολο να ανιχνευθούν και δεν περιλαμβάνονται.
Δεν εμφανίζονται συγκριτικά στοιχεία, τα οποία θα έδειχναν ανάγλυφα το πόσο πιο ακριβά έχουν αγοραστεί από την Eλλάδα πολλά από τα συστήματα, τα οποία άλλες χώρες αγόρασαν σε πολύ χαμηλότερες τιμές.
Δεν μπορεί να καταγραφεί το ποιες ζωτικές ανάγκες της εθνικής άμυνας έμειναν μέχρι στιγμής ανεκπλήρωτες για να προωθηθούν πολλά ανεπαρκή αλλά… προσοδοφόρα συστήματα και πιθανότατα θα χρειαστούν πρόσθετες δαπάνες για να καλυφθούν κενά – λ.χ., μέγα είναι αυτή τη στιγμή το έλλειμμα σε συστήματα ελέγχου και διοίκησης (το C4I έχει αναπτύξει λιγότερο από το 10% της λειτουργίας του), στην αεράμυνα, τις δορυφορικές επικοινωνίες κ.λπ.
Mε αυτά τα πρόσθετα δεδομένα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η αρχική εικόνα των €25 και πλέον δισ. εκτινάσσεται σε απροσδιόριστο ακόμη ποσοστό που, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις και υπολογισμούς, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει και το 50% του ποσού! Tο χειρότερο, όμως, είναι ότι ο υπολογισμός του κόστους των εξοπλιστικών προγραμμάτων, όσο ακριβής κι εάν είναι, δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει την επιχειρησιακή αξία των συστημάτων για την άμυνα της χώρας, αξία που, σε πολλές περιπτώσεις, είναι σχεδόν μηδενική. Mε δύο λέξεις: πολλά από αυτά τα χρήματα έχουν απλώς πάει οριστικά χαμένα…
Αμυντικά Συστήματα εκτός προδιαγραφών
Θα περίμενε κανείς ότι με την έκταση των εξοπλισμών, στον οποίο έχει προχωρήσει η χώρα μας την τελευταία δεκαετία, θα είχε την υπεροχή έναντι της Τουρκίας και θα την απέτρεπε από την απειλή χρήσης βίας. Δυστυχώς, όμως, ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας εξελίσσεται συνεχώς και σταθερά εις βάρος μας. Μεγάλο ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη έχει παίξει και το γεγονός ότι σύνηθες κριτήριο στην επιλογή των οπλικών συστημάτων είναι οι «μίζες» των μεσαζόντων ή η διατήρηση πολιτικο-διπλωματικών ισορροπιών και όχι οι πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας.
Τα παραδείγματα, είναι δυστυχώς πολλά. Από την πολυτυπία των μαχητικών αεροσκαφών, την αγορά αντιαεροπορικών συστημάτων, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τα νατοϊκά συστήματα και η σύμβασή τους έχει εγείρει τεράστια ερωτήματα ή τον εκσυγχρονισμό ήδη γερασμένων μονάδων του Στόλου. Πάρα πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά από αυτά τα προγράμματα είτε δεν παραδόθηκαν εγκαίρως είτε παραδόθηκαν (και… παρελήφθησαν) με προδιαγραφές σημαντικά μειωμένες από τις συμβατικές. Ακόμα και όταν οι συμβατικές υποχρεώσεις τηρήθηκαν, τα συστήματα αυτά απεδείχθησαν ανεπαρκή και ακατάλληλα για να καλύψουν τις ανάγκες για τις οποίες (υποτίθεται ότι) αγοράστηκαν. Σε όσα δε εξ αυτών η λειτουργία τους απαιτεί και εκπλήρωση των αντισταθμιστικών ωφελημάτων, το επιχειρησιακό πεδίο είναι πλέον οι αποθήκες…
Eτσι, ακόμα και συστήματα που δεν έγιναν πλατφόρμες λεηλασίας του δημοσίου χρήματος και πηγές μαύρου πολιτικού χρήματος, στην πράξη έχουν ήδη καταστεί περίπου άρχηστα, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό σε βασικές παραμέτρους της άμυνας της χώρας. Κορυφαία, ίσως, παραδείγματα είναι η αντιαεροπορική άμυνα και τα συστήματα επικοινωνιών που, αν και κατασπατάλησαν σημαντικά ποσά, σήμερα πάσχουν δραματικά αφήνοντας ουσιαστικά ακάλυπτες περιοχές της χώρας που τελούν υπό εκπεφρασμένη απειλή. Ας εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα μερικά από τα πιο σημαντικά εξοπλιστικά προγράμματα της τελευταίας δεκαετίας ανά Κλάδο:
Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ): Η Eλλάδα δαπάνησε περίπου €2 δισ. για την αγορά 15 νέων και τον εκσυγχρονισμό 10 παλαιών γαλλικών Mιράζ σε επίπεδο 2000-5 και την αγορά των βλημάτων ΣΚΑΛΠ. Η παραλαβή τους, τουλάχιστον με τις συμβατικές προδιαγραφές τους, δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και καθυστερήσεις, ενώ στο εγγύς μέλλον μάλλον θα παραληφθούν τελικά ίσως και λόγω πολιτικών ισορροπιών. Η δε νέα παραγγελία των 30 στα F-16 BLOCK 52+ (€1,1 δις. περίπου), μαζί με τις όποιες αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της προμήθειας, δημιούργησε σημαντικές πολιτικές και διπλωματικές παρενέργειες… Tα σουηδικά ιπτάμενα ραντάρ του συστήματος ERIEYΕ (€531,6 εκατ. περίπου) σημειώνουν ήδη πάνω από διετή καθυστέρηση και το μέλλον τους είναι ασαφές. Tην ίδια στιγμή, από το περίφημο «ευρωπαϊκό ελικόπτερο» NH 90 (€699,1 εκατ. περίπου) θα παραληφθούν τα… μισά κομμάτια σε διπλή τιμή!
Στρατός Ξηράς (ΕΣ): Στις δυνάμεις του ΕΣ, πήρε διεθνείς διαστάσεις η υπόθεση των Λέοπαρντ (€1,727 εκατ. περίπου) και η συμφωνία έγινε αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης με όφελος για το ελληνικό Δημόσιο που υπερβαίνει τα €100 εκατ. περίπου. Oμως, τα Λέοπαρντ, κινδυνεύουν να παραληφθούν με μοναδική αποτρεπτική ικανότητα τον… όγκο τους αφού ακόμη δεν προβλέφθηκε παράλληλα η προμήθεια πυρομαχικών, η οποία αναμένεται οσονούπω. Τα αμερικανικά ραντάρ προστασίας πυροβολικού TPQ-37 ($116,6 εκατ. περίπου) απέτυχαν παταγωδώς στις δοκιμές. Oσα από τα ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα TOR – M1 (€509,5 εκατ. περίπου) λειτουργούν, δεν είναι ενταγμένα σε «ομπρέλα αεράμυνας», αφού αυτή απλώς δεν υπάρχει και υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για το εάν στο μέλλον θα καταφέρουν να διασυνδεθούν με τα νατοϊκά συστήματα. Εξάλλου, είναι γνωστό στους αναγνώστες μας ότι τα TOR, όπως και άλλα προγράμματα, βρίσκονται από καιρό στη Δικαιοσύνη και στη Bουλή για τις ευθύνες πολιτικών προσώπων, αφού οι συμβάσεις τους είναι γεμάτες με δισ. που αποδεδειγμένα πλέον διακινούνται σε υπεράκτιες εταιρείες σε όλο τον κόσμο, χωρίς να υπολογιστεί και το διπλωματικό πρόβλημα που προέκυψε μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας. Τέλος, τα αμερικανικά Α/Α βλήματα HAWK «εκσυγχρονίστηκαν» με κόστος $140 εκατ. περίπου, με τον πραγματικό επιχειρησιακό κύκλο ζωής τους να έχει ήδη κλείσει προ πολλού.
Πολεμικό Nαυτικό (ΠΝ): Eντυπωσιακό είναι το παράδειγμα ενός δεξαμενόπλοιου, που κόστισε όσο κοστίζουν… τρία τέτοια πλοία στην αγορά (€117,5 εκατ. περίπου), ενώ μέγα ζήτημα συνιστά ο αμφιλεγόμενος εκσυγχρονισμός των ηλικίας 30 ετών πυραυλακάτων (€144,1 εκατ.) και ο οποίος δημιουργεί σημαντικά ερωτηματικά για τα πραγματικά επιχειρησιακά οφέλη που μπορεί να αποδώσει. Για να μην αναφερθούμε στις καταγγελίες του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της γαλλικής εταιρείας THALES, M. Zοσράν στην εφημερίδα Le Monde, (ο οποίος ήταν και κατηγορούμενος για δωροδοκία) περί δωροδοκίας σχετικά με την υπόθεση του εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών του ΠΝ κατά την περίοδο 2002-2003, σύμφωνα με τις οποίες Eλληνας υπουργός φέρεται να είχε δωροδοκηθεί για να ανατεθεί το έργο στη συγκεκριμένη εταιρεία!
Εξοπλισμοί χωρίς συνολικό αμυντικό σχεδιασμό
Με βάση τα παραπάνω, Θα θέλαμε, να κάνουμε μερικές διαπιστώσεις και να θέσουμε μερικά ερωτήματα. Μετά την τραγωδία στα Ίμια, δόθηκε προτεραιότητα στην αεροπορική και αντιαεροπορική ισχύ για να παύσει αυτός ο εξευτελισμός των παραβιάσεων-παραβάσεων, η ιταμή προκλητικότητα των Tούρκων και η αλαζονεία τους, ενώ παράλληλα, θα μειώνονταν τα έξοδα για καύσιμα και οι ταλαιπωρίες και απώλειες των πιλότων μας, Έκτοτε έρευσαν πακτωλοί χρήματος…
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, έχει αλλάξει η κατάσταση; Μάλλον έχει χειροτερεύσει. Tα πρόσφατα γεγονότα πιστοποιούν ότι η επιδείνωση είναι τέτοια, που μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν έχουμε, τέλος πάντων, εναέριο χώρο (και πώς τελικά ορίζεται αυτός). Γιατί; Διότι είναι σαφές ότι τα αντιαεροπορικά συστήματα που προμηθευτήκαμε, κόστους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, είναι αμφιλεγόμενης δυνατότητας ή ανύπαρκτα. Για του λόγου το αληθές, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του τ. A/ΓEEΘA κ. M. Παραγιουδάκη στην εξεταστική επιτροπή για τους TOR-M1 που έλεγε: «Tα σύγχρονα αεροσκάφη που διαθέτει η Eλλάδα και η Tουρκία πρακτικά δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από αντιαεροπορικό βραχέως βεληνεκούς…» (sic).
Tην ίδια ακριβώς περίοδο που εμείς αγοράζαμε τα TOR-MI, τα CROTALE (180 εκατ. δολ.) και τα OSA-AK , οι Tούρκοι προμηθεύθηκαν τα HΑRPIES (Aρπυιες) UCAV’s που μεταφέρουν εκρηκτικές ύλες. Πετούν στα 30 χιλ. πόδια ερευνητικά και όταν κάποιο εχθρικό επίγειο σύστημα προβεί σε έναρξη λειτουργίας (ON) τότε κατευθύνονται εναντίον του και το ανατινάσσουν. Oπλικό σύστημα τελευταίας τεχνολογίας που εξουδετερώνει όλα τα αντιαεροπορικά ενεργητικού τύπου, όπως είναι τα δικά μας. Προμηθεύθηκαν 108 τέτοια συστήματα έναντι $100 εκατ. Επίσης, πριν προλάβει η Eλλάδα να αποκτήσει και ενσωματώσει στην επιχειρησιακή δομή της τα πρώτα οκτώ γαλλικής κατασκευής UAV’s Sperwer, η Tουρκία προχώρησε στην απόκτηση στρατηγικού χαρακτήρα «ιπτάμενων κατασκόπων» με υπερ-πολλαπλάσιες δυνατότητες από τα ελληνικά. Πρόκειται για τους EPΩΔIOYΣ (Heron) που έχουν ακτίνα δράσης 1.000 χιλιόμετρα (200 χιλ. το Sperwer), αυτονομία πτήσης 40-52 ώρες (6-7 το Sperwer), με δυνατότητα ρίψης πυραύλων με τηλεχειρισμό. Tα 12 Sperwer τα οποία προμηθεύτηκε ο δανικός Στρατός, προ 3ετίας δεν έχουν ακόμα πιστοποιηθεί για ασφαλή πτήση! Tα ίδια προβλήματα έχει και ο Kαναδάς με τα γαλλικά UAV’S στο Aφγανιστάν. Δύο κατεστράφησαν στην προσγείωση και ένα επεστράφη στην κατασκευάστρια εταιρεία. Πρόσφατα δε πληροφορηθήκαμε ότι ένα από τα 8 πρώτα ελληνικά Sperwer κατεστράφη! Δημιουργούνται, λοιπόν, εύλογα τα παρακάτω ερωτήματα:
O Στρατός έχει αντιπυραυλική προστασία;
Tα TOR-M1 «λειτουργούν»; Tα χρησιμοποιεί;
Tα μη επανδρωμένα UAV που είχαμε παραγγείλει, τα παραλάβαμε; Πληρούν επιχειρησιακές απαιτήσεις; Kάποια σύγκριση με τα ισραηλινά Heron που προμηθεύτηκε η Tουρκία;
Να, λοιπόν, γιατί οι Tούρκοι μπαινοβγαίνουν άνετα, αδιάφορα και προκλητικά στον εναέριο χώρο μας. Γιατί τους το επιτρέπουμε εμείς. Γιατί, γνωρίζουν πολύ καλά, και δεν θα το μάθουν από το κείμενό μας αυτό, ότι η αντιαεροπορική μας ομπρέλα είναι διάτρητη ή ανεπαρκής. Εξάγονται, λοιπόν, ορισμένα ευρύτερα πολύ σημαντικά συμπεράσματα, που δείχνουν τα βαθύτερα οργανικά προβλήματα της ελληνικής αμυντικής δομής.
— Πρώτον, απουσιάζει πλήρως ένας συνολικός αμυντικός-εξοπλιστικός σχεδιασμός των αναγκών της χώρας. Για παράδειγμα, η αγορά των Λέοπαρντ φαίνεται ως αμφιλεγόμενη, την ώρα που η χώρα έχει άμεση ανάγκη αντιμετώπισης της από αέρος τουρκικής επιθετικότητας, καθώς και άμεση ανάγκη ανάπτυξης ισχυρού στόλου τόσο για την προστασία του Aιγαίου, όσο και για να διαδραματίσει ρόλο στο πλαίσιο του NATO στην Aνατολική Mεσόγειο. Ρόλο ο οποίος της ζητείται άμεσα και η επίτευξή του θα υποβοηθήσει την κύρια διασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων.
— Δεύτερον, απουσιάζει πλήρως ακόμη και ο στοιχειώδης σχεδιασμός για τη συμβατότητα και διαλειτουργικότητα μεταξύ συστημάτων που θα κληθούν να επιχειρήσουν μαζί και με τους ίδιους πραγματικούς στόχους, με ό,τι καταστροφικά αποτελέσματα αυτό συνεπάγεται.
— Tρίτον, δεν έχει σχεδόν πουθενά ληφθεί υπ’ όψιν το κόστος «κύκλου ζωής» των συστημάτων, που στις περισσότερες περιπτώσεις εκτινάσσεται στα ύψη λόγω πολυτυπίας, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να καθίστανται απλώς άχρηστα με τον καιρό.
— Τέταρτον, είτε αμερικανικές είτε ευρωπαϊκες είτε άλλες, σχεδόν όσες μεγάλες αγορές έγιναν με μεσολάβηση μεσαζόντων (ΤPQ, Λέοπαρντ, Mιράζ, NH90, TOR κ.ο.κ.) απεδείχθησαν προβληματικές, σε αντίθεση με εκείνες που έγιναν με διακρατικές συμφωνίες.
Η οικονομική διάσταση των εξοπλιστικών προγραμμάτων
Η Ελλάδα αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα ευρωπαϊκό πελάτη των μεγάλων πολεμικών βιομηχανιών. Ακολουθεί η Τουρκία και μακράν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού υπουργείου Αμυνας, τα τελευταία χρόνια ξοδεύαμε το 4,1 του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες χωρίς να υπολογίζονται οι αποπληρωμές των δανείων. Την ίδια ώρα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, οι αμυντικές δαπάνες κυμαίνονται από 1,2% του προϋπολογισμού μέχρι και 3,8% με στόχο να μειωθούν κάτω από το 1%.
Σύμφωνα μια παλιότερη έρευνα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντοίου Πανεπιστημίου, προκύπτει ότι το 1980 σε απολύτως συγκρίσιμα μεγέθη το ΑΕΠ της Ελλάδας αντιπροσώπευε το 77% του ΑΕΠ της Τουρκίας, ενώ το 1995 περιορίστηκε στο 49%, λόγω της παρατεταμένης υστέρησης στους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας έναντι της τουρκικής. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι στον παραγωγικό τομέα ειδικά, η επιδείνωση έναντι της Τουρκίας ήταν κρίσιμη. Πιο συγκεκριμένα, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε από το 60% στο 30% και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού από το 70% στο 35%. Αυτή η εξέλιξη αποκάλυπτε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη διάσταση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, διότι οι αυξημένες δυνατότητες παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, αντιπροσώπευαν σε σημαντικό βαθμό τη διαφαινόμενη ανάπτυξη ισχυρής πολεμικής βιομηχανίας στην Τουρκία. Επίσης, οι εξοπλιστικές δαπάνες της χώρας, από το 101% της περιόδου 1980-84, κατά την τριετία 1993-95 μειώθηκαν περίπου στο 60% του όγκου των αντίστοιχων δαπανών της Τουρκίας. Μέχρι το 1989, οι εξοπλιστικές δαπάνες Ελλάδας και Τουρκίας ήταν περίπου αντίστοιχες. Από το 1990 και μετά, παρατηρήθηκε μεγάλη έξαρση στα τουρκικά εξοπλιστικά προγράμματα (περίπου διπλάσια των ελληνικών)γεγονός που ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής αναδιάρθρωσης των δαπανών της γείτονος υπέρ των σύγχρονων εξοπλισμών.
Με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία και με δεδομένο ότι η παρακολούθηση της κούρσας των εξοπλισμών από την Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει εάν δεν αφαιρεθούν πόροι από άλλους τομείς, το συμπέρασμα της έρευνας που διεξήχθη το 1996 είχε δύο σκέλη. Πρώτον ότι διαφαινόταν μια τουρκική στρατηγική να σύρει την Ελλάδα σε μια εξοπλιστική κούρσα με απώτερο στόχο την απομάκρυνσή της από την προσπάθεια σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Δεύτερον ότι για να επιτύχει η Ελλάδα την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο, θα έπρεπε για την επόμενη δεκαετία (1996-2006)να δαπανά για εξοπλισμούς 400 δις. δρχ. ετησίως (σε σταθερές τιμές 1995) επιπλέον των περίπου $771 εκ. που δαπάνησε για το 1995.
Έπειτα συνέβησαν τα Ίμια και ξεκίνησε η «ηρωική» περίοδος του πιο φιλόδοξου ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος. Ενόψει της έκδηλης πλέον τουρκικής απειλής και της ωμής άρνησης της Ευρώπης να εγγυηθεί τα σύνορά μας, ποιος μπορούσε να αρνηθεί την ανάγκη ισχυροποίησης του αμυντικού μηχανισμού της χώρας; Η κυβέρνηση του κ. Σημίτη βρήκε στήριξη ακόμη και από την αξιωματική αντιπολίτευση. Μεταξύ άλλων, ο κ. Ευθ. Χριστοδούλου, επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ, έθεσε το 1996 στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, το πρόβλημα των εξοπλισμών που ήταν σε αντίθεση με την ελληνική προσπάθεια οικονομικής σύκγλισης. Ο κ. Χριστοδούλου είπε ότι στα κριτήρια αυτών που επιθυμούν να μετέχουν στη νοισματική ένωση έπρεπε να γίνει μια εξαίρεση για την Ελλάδα, η οποία αφού δεν είχε την κάλυψη της ΕΕ για τα σύνορά της, ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 10 δις. ECU. Η ελληνική οικονομία βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα σημαντικό δίλημα. Σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και είσοδος στην ΟΝΕ ή υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με εκτίναξη των αμυντικών προϋπολογισμών; Ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Αλ. Παπαδόπουλος δήλωνε κατηγορηματικά ότι: «ούτε τους εξοπλισμούς μπορούμε να αποφύγουμε γιατί θα αφανισθούμε εθνικά, ούτε από τη σύγκλιση με την Ευρώπη μπορούμε να αποστούμε γιατί δεν θα επιβιώσουμε οικονομικά στην παγκοσμιοποιημένη αγορά».
Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθούν οι τρόποι που θα ικανοποιούσαν την παραπάνω στρατηγική. Σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας και είσοδος στην ΟΝΕ, με παράλληλη αύξηση των αμυντικών κονδυλίων, χωρίς να επιβαρυνθούν οι κρατικοί προϋπολογισμοί και τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Έπρεπε, όμως, να βρεθούν και οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για να υλοποιηθούν τα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα. Οι κυριότερες πηγές χρηματοδότησης ήταν οι πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, τα δάνεια από το εξωτερικό και το εσωτερικό και η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια γνωστή ως FMS (Foreign Military Sales), που παρεχόταν δωρεάν ή μέσω υψηλότοκων δανείων. Μέχρι και την περίοδο 1994-95 οι παραπάνω πηγές χρηματοδότησης κατανέμονταν σε 20%, 48% και 32% αντίστοιχα. Τα αμερικανικά FMS ήταν, έως τη δεκαετία του ’90, η κυριότερη πηγή χρηματοδότησης των ελληνικών, αλλά και των τουρκικών εξοπλιστικών προγραμμάτων. Είναι γνωστές οι προσπάθειες των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και των ομογενειακών οργανώσεων για την πάση θυσία διατήρηση της αναλογίας 7 προς 10 στην αμερικανική στρατιωτική βοήθεια, είτε παρεχόταν δωρεάν ή μέσω δανείων. Από το 1990 και μετά τα FMS μειώνονταν σταδιακά. Για το 1996 η Ελλάδα δικαιούτο ως FMS μέσω δανείων, μόνο $123 εκ. ποσό σχεδόν ασήμαντο για την υλοποίηση των εξοπλιστικών της προγραμμάτων.
Έτσι, για να μπορέσει να υλοποιηθεί το φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα της επόμενης δεκαετίας, έπρεπε να οργανωθεί ένα σχέδιο δανεισμού και η παράλληλη απόκρυψή του από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Eurostat. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στο διάστημα 1997 – 2003, η Ελλάδα δανείστηκε προκειμένου να αγοράσει οπλικά συστήματα €15 δισ. Εξ’ αυτών, όπως μαρτυρούν οι ίδιες πηγές, στα «επίσημα βιβλία» γράφηκαν μόνο τα €6 δισ., ενώ τα υπόλοιπα €9 δισ. εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και δεν εμφανίσθηκαν ποτέ στους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των ετών αυτών, παρά μόνον αργότερα αυξάνοντας το χρέος του Δημοσίου. Στα τεχνάσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και υπεράκτιες εταιρείες του Δημοσίου, οι οποίες δανείζονταν με εγγύηση του Δημοσίου. Βέβαια, ο Έλληνας φορολογούμενος –το τραγικό υποκείμενο της ιστορίας– δεν αποπληρώνει μόνο τα κανονικώς εμφανισθέντα €6 δισ., αλλά το σύνολο των €15 δισ., που με γαλαντομία μοίραζε αριστερά και δεξιά η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Τα δάνεια των Ενόπλων Δυνάμεων τα συνάπτει σε κλίμα «μυστικοπάθειας» η αρμόδια Διέυθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και παρέμεναν «αδρανή» δηλαδή δεν γινόταν μια τρέχουσα διαχείριση με βάση τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ)διαχειριζόταν το 61,7% του συνολικού δημόσιου χρέους και δημοσιοποιούσε διαφορετικά στοιχεία για το χρέος απ’ ότι το Γενικό Λογιστήριο, διότι το τελευταίο συνυπολόγιζε και το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο τυπικός τρόπος δανεισμού γινόταν με εδικά δα΄νεια που «ήταν πακέτο» με τη σύμβαση προμήθειας των οπλικών συστημάτων. Συνήθως, οι ίδιοι οι προμηθευτές έφερναν μαζί με τους όρους της σύμβασης και μια πρόταση χρηματοδότησης από κάποια τράπεζα ή κοινοπραξία τραπεζών. Οι όροι χρηματοδότησης ήταν δεσμευτικοί για το σύνολο της οφειλής και για όλη τη διάρκεια μέχρι την ολοκλήρωση της προμήθειας. Αυτός ο τρόπος δανεισμού ήταν ακριβότερος σε σχέση με τον υπόλοιπο δανεισμό του Δημοσίου, γιατί οι τράπεζες για να αναλάβουν την πληρωμή των προμηθευτών ζητούσαν παραπάνω προμήθεια. Συγκεκριμένα, ο δανεισμός γινόταν με επιτίκιο Libor plus, δηλαδή μεγαλύτερο κατά αρκετές μονάδες βάσης από το τρέχον επιτόκιο δανεισμού στη χρηματαγορά του Λονδίνου, ενώ το Δημόσιο δανειζόταν γενικά με επιτόκια Libor ή και χαμηλότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαπραγμάτευση για την προμήθεια των EUROFIGHTER πριν αυτή αναβληθεί. Η αρχική σύμβαση προέβλεπε μια πρόταση χρηματοδότησης με επιτόκιο Libor + 40 μονάδες βάσης! Το υπουργείο την επέστρεψε ως απαράδεκτη και λίγο αργότερα οι τράπεζες επίστρεψαν με πρόταση για επιτόκιο Libor + 11 μονάδες βάσης, αλλά το υπουργείο ζήτησε και πάλι χαμηλότερη προσφορά.
Με βάση τον παραπάνω τρόπο δανεισμού, οι τράπεζες αποπλήρωναν τις δόσεις για την προμήθεια για λογαριασμό του Δημοσίου, το οποίο με τη σειρά του ενέγραφε τα ποσά των δόσεων στο χρέος (άρα η συνολική επιβάρυνση της προμήθειας εμφανιζόταν στο χρέος σταδιακά, με την πληρωμή κάθε δόσης) αλλά απέφευγε παρατύπως να εγγράψει τη δαπάνη στον προϋπολογισμό, στο οποίο καταγραφόταν η συνολική δαπάνη της προμήθειας μόνο μετά την ολοκλήρωσή της, δηλαδή με την αποπληρωμή και της τελευταίας δόσης. Έτσι η κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ κατάφεραν να φτιάξουν τους προϋπολογισμούς της «ισχυρής οικονομίας» για τη σύγκλιση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σχετικό κονδύλι του προϋπολογισμού (Κωδικός 1900 «στρατιωτικές κατασκευές, προμήθειες και εξοπλισμοί»)η πραγματοποιηθείσα δαπάνη το 1998 ήταν 65,6 δις. δρχ., το 1999 ήταν 90,8 δις. δρχ. (έναντι προϋπολογισθείσας 85,5 δις. δρχ.), το 2000 ήταν 69,8 δις. δρχ. (έναντι προϋπολογισθείσας μόνο 49,3 δις. δρχ.) και το 2001 προϋπολογίσθηκε δαπάνη μόνο 51,5 δις. δρχ. Στο αντίστοιχο διάστημα 1998-2001 πραγματοποιήθηκαν προμήθειες πολύ πάνω από 1 τρις. δρχ.! Όμως, με την ολοκλήρωση των προμηθειών του ΕΜΠΑΕ τα βάρη στον προϋπολογισμό άρχισαν να «επιστρέφουν».
Πάνω στην ώρα του πλήρους οικονομικού αδιεξόδου, συνέβη η «βολική» οικονομική κρίση στην Τουρκία, οπότε προέκυψαν οι γνωστές αποφάσεις για περικοπή του ΕΜΠΑΕ 2001-2006 κατά 1 τρις. δρχ. και «αναβολή» της προμήθειας του EUROFIGHTER. Ταυτόχρονα, το Γενικό Λογιστήριο αποφάσισε τη χρήση σύγχρονων χρηματοοικονομικών εργαλείων (π.χ. συμβάσεις SWAPS) για τη χρηματοδότηση των εξοπλιστικών δαπανών, τα οποία έδιναν τη δυνατότητα «νόμιμου» ετεροχρονισμού τους, μεταθέτοντας τις πληρωμές και κατανέμοντας τες σε βάθος χρόνου. Ένας άλλος τρόπος του κρυφού δανεισμού για εξοπλισμούς ήταν οι υπεράκτιες εταιρίες που εξέδιδαν για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου τίτλους, συγκέντρωναν τα απαιτούμενα ποσά και πλήρωναν τους προμηθευτές, χωρίς όμως οι δαπάνες να επιβαρύνουν άμεσα τον κρατικό προϋπολογισμό. Βασιζόμενος σε αυτές τις μεθόδους, ο τότε ΥΕΘΑ κ. Γ. Παπαντωνίου δήλωνε ότι θα εξοικονομήσει €2,7 δις. από τις εξοπλιστικές δαπάνες για να μεταφερθούν σε κοινωνικές δαπάνες όπως η Παιδεία και η Υγεία. Συγκεκριμένα στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2001 στη Βουλή, ο κ. Παπαντωνίου έλεγε ότι από τη μείωση των τόκων του χρέους, θα δημιουργούνταν πλεόνασμα έως και 1 τρις. δρχ. το χρόνο και προέβλεπε ότι το 2010 τα πλεονάσματα θα άγγιζαν τα 10 τρις. δρχ.
Τα παραπάνω στοιχεία για τις αμυντικές δαπάνες, ήταν στην ατζέντα των επαφών μεταξύ Eurostat και ελληνικών αρχών τουλάχιστον από το 1994. Τα στοιχεία που παρέχονταν από τις ελληνικές αρχές ήταν ασυνεπή και η πληροφόρηση για τα συμβόλαια παράδοσης αμυντικού εξοπλισμού ήταν αντιφατική. Οι ελληνικές αρχές είχαν δηλώσει το 1996 ότι μεγάλο μέρος του στρατιωτικού χρέους ήταν υπό τη μορφή μακροπρόθεσμων πιστώσεων από την πλευρά των προμηθευτών στρατιωτικού εξοπλισμού, το οποίο στην πορεία αποδείχθηκε αναληθές. Το 2002 δηλώθηκε ανακριβώς από τις ελληνικές αρχές ότι οι προκαταβολές που πληρώνονται στους προμηθευτές στρατιωτικού υλικού αντιμετωπίζονται ως χρηματοοικονομικές συναλλαγές και ότι με την παραλαβή του εξοπλισμού στην Ελλάδα οι στατιστικές υπηρεσίες λαμβάνουν την πληροφόρηση αυτή και μπορούν να κάνουν τις σχετικές καταχωρίσεις στους εθνικούς λογαριασμούς (ως τελική κατανάλωση). Η πραγματικότητα είναι ότι η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος και το υπουργείο Οικονομικών δεν έλαβαν καμία πληροφόρηση για παραλαβές στρατιωτικού υλικού από το 1997 και μετά. Eτσι, οι περισσότερες αμυντικές δαπάνες που χρηματοδοτήθηκαν με δανεισμό δεν καταγράφηκαν τα τελευταία 8,5 χρόνια.
Συνεπώς, «…η μετάβαση στην καταγραφή των δαπανών αυτών σε ταμειακή βάση δεν υπαγορεύθηκε από μεθοδολογικούς λόγους –δεν άλλαξαν οι λογιστικοί κανόνες– αλλά από λόγους διαθεσιμότητας στοιχείων. Δεδομένου του απόρρητου χαρακτήρα των στοιχείων για τις παραλαβές στρατιωτικού υλικού στην Ελλάδα, μόνο η χρήση της ταμειακής βάσης μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη καταγραφή των δαπανών αυτών». Αυτά σημείωνε η Εurostat τον Νοέμβριο του 2004, αναφορικά με τη σοσιαλιστική διαχείριση του ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ επιχείρησε την αμφιλεγόμενη δημοσιονομική απογραφή που παρόλ’ αυτά ανέδειξε τα προβλήματα και προκάλεσε τη δήλωση της Eurostat: «Σύμφωνα με τους κανόνες του ESA95, οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να θεωρούνται ως ενδιάμεση κατανάλωση και θα πρέπει να καταγράφονται στις δημόσιες δαπάνες τη στιγμή της παράδοσής τους ανεξάρτητα από τις πληρωμές που πραγματοποιούνται σε διάφορα στάδια. Ωστόσο, πολλές χώρες έχουν προβλήματα με τα στοιχεία των αμυντικών δαπανών τους, καθώς αυτά είναι εμπιστευτικά». Με βάση αυτή τη δήλωση το ΠΑΣΟΚ αντεπιτέθηκε λέγοντας ότι μαζί με το ιδεολόγημα της απογραφής, καταπίπτουν όλες οι κατηγορίες για την πρακτική που ακολουθούσε τόσα χρόνια.
Αμυντική Βιομηχανία: «Ο μεγάλος ασθενής»
Mε τέτοια αστρονομικά ύψη στις εξοπλιστικές δαπάνες, η Eλλάδα θα έπρεπε όχι απλώς να διαθέτει σήμερα αμυντική θωράκιση αξιοζήλευτη σχεδόν από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, αλλά θα έπρεπε και να έχει αναπτύξει απόλυτη επάρκεια και εξαγωγικές δυνατότητες σε κάποιον τουλάχιστον από τους βασικούς τομείς της αμυντικής βιομηχανίας, κάτι που έχει ήδη συμβεί στην Τουρκία σε εντυπωσιακό βαθμό. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, τίποτα από αυτά δεν συνέβη – το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Στη συντριπτική της πλειοψηφία η ελληνική αμυντική βιομηχανία είναι μη ανταγωνιστική, ανίκανη να πραγματοποιήσει αξιόλογες εξαγωγές και κατ’ ουσίαν είναι ξεπερασμένη ακόμη και με την αντίστοιχη τουρκική. Όταν δε γίνεται λόγος για «προγράμματα» της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, τις πιο πολλές φορές, αυτό σημαίνει αναθέσεις που δεν εξυπηρετούν την άμυνα, αλλά εκείνους που τη νέμονται.
Παρά τη διαφημιζόμενη αύξηση του ποσοστού Ελληνικής Προστιθέμενης Αξίας στο επίπεδο του 40%, η ελληνική αμυντική βιομηχανία δεν κατέστη δυνατόν, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, να γίνει μέλος σε ευρωπαϊκές ή και διεθνείς κοινοπραξίες ανάπτυξης οπλικών συστημάτων, με εξαίρεση τον πύραυλο αέρος-αέρος IRIS-T. Η αποτυχία ένταξης στην κοινοπραξία του EUROFIGHTER μετά την υπαναχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη το 2001, ίσως την τελευταία μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, διάφοροι στόχοι και προτάσεις που κατά καιρούς έχουν γίνει, παραμένουν ευσεβείς πόθοι. Ακόμη, όμως, και σε λιγότερο σημαντικά προγράμματα, είνάι φανερό ότι η ελληνική αμυντική βιομηχανία αγνοήθηκε επιδεικτικά βασιζόμενη στην γνωστή ελληνική μέθοδο του κατακερματισμού των προμηθειών, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το πρόγραμμα τροχοφόρου τεθωρακισμένου οχήματος. Αφού η ηγεσία του ΕΣ δεν κατόρθωσε κατά το παρελθόν να αξιολογήσει σωστά την ανάγκη οχημάτων όπως το PANDUR που προσέφερε η ΕΛΒΟ, συνέταξε μελέτη στην οποία προσδιόρισε τις συνολικές ανάγκες του σε 400 περίπου μονάδες. Αντί, όμως, να επιδιωχθεί η ελληνική συμμετοχή, έως το 2002 υπογράφηκαν 7 διαδοχικές συμβάσεις για την προμήθεια, 13,14,23,12,11,29 και 70 γαλλικών τεθωρακισμένων VBL της PANHARD, ενώ εκκρεμεί και διακαίωμα προαίρεσης για επιπλέον 69 οχήματα, ενώ έχει ενταχθεί στο ΕΜΠΑΕ 2001-2005.
Η αναποτελεσματικότητα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, ξεκινά καταρχάς από την έλλειψη πολιτικής βούλησης και στόχευσης και συνεχίζεται σε μια σειρά από αδυναμίες στους τομείς της οργάνωσης, του marketing, του προγραμματισμού και κυρίως των εργασιακών σχέσεων. Επίσης, σημαντικά μειονεκτήματα αποτελούν η χαμηλή αποδοτικότητα, οι υψηλές μη παραγωγικές δαπάνες, ο υπερδανεισμός και η απουσία διαδικασιών διασφάλισης ποιοτικού ελέγχου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων των παραπάνω και παράδειγμα προς αποφυγήν ήταν το πρόγραμμα των αντιαεροπορικών «ΑΡΤΕΜΙΣ», η κατασκευή των οποίων άρχισε όταν υπουργό Άμυνας ήταν ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ και η ολοκλήρωσή τους ακόμη… συνεχίζεται!
Ποια απάντηση υπάρχει για το γεγονός ότι ενώ οι τουρκικές αμυντικές βιομηχανίες ακμάζουν και ετοιμάζονται να εισέλθουν ακόμα πιο δυναμικά στις διεθνείς αγορές, την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, η αμυντική βιομηχανία είναι πλέον όρος συνώνυμος με την κατασπάραξη του δημοσίου χρήματος, με σχεδόν ασήμαντο παραγωγικό έργο, με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος, με περίπου μηδενικές εξαγωγές, αλλά με μεγάλες επιδόσεις όχι στη συμβολή της άμυνας της χώρας αλλά στη συμβολή του πλουτισμού των κυκλωμάτων που τη νέμονται;
Κυρίως, όμως, ποιος μπορεί να αναμένει ότι διαγράφεται, έστω και τώρα, η πιθανότητα ενός διαφορετικού μέλλοντος για την ισορροπία στο Αιγαίο και την ελληνική βιομηχανία εξοπλισμών ως κύριο συστατικό τμήμα της; Ποια στήριξη μπορούν να δώσουν στην εθνική άμυνα κρατικοδίαιτες και παρασκηνιακά κινούμενες εταιρείες που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν είναι σε θέση να σταθούν στην ελεύθερη αγορά; Πώς μπορούν να στηρίξουν την άμυνα, όταν δεν μπορούν να στηρίξουν τον εαυτό τους;
Η διπλωματία των εξοπλισμών
Η αρχή έγινε το 1985 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν για πρώτη φορά έσπασε το κατεστημένο των στρατιωτικών και επέβαλε την πρώτη αγορά οπλικού συστήματος εκτός Αμερικής και Γερμανίας. Χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι, ο τότε πρωθυπουργός επέλεξε να σπάσει την προμήθεια των νέων αεροσκαφών στα δύο, σε 40 αμερικανικά F-16 και σε 40 γαλλικά Μιράζ 2000. Τότε η επιλογή είχε χτυπηθεί από την αντιπολίτευση, τους στρατιωτικούς αλλά και τη διεθνή διπλωματία υπακούοντας στις αμερικανικές σκοπιμότητες. Στην πορεία, η επιλογή αποδείχθηκε «χρυσή», καθώς μέχρι σήμερα είναι το μοναδικό αεροσκάφος για το οποίο η Τουρκία δεν γνωρίζει τις δυνατότητές του.
Έκτοτε, μέχρι και πρόσφατα, οι εξοπλισμοί αποτελούν το μακρύ χέρι της αμυντικής διπλωματίας. Οι κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει τους εξοπλισμούς για να αντιμετωπίσουν διεθνή προβλήματα όπως την αποδοχή από τα μέλη της Ε.Ε. της αίτησης ένταξης της Κύπρου, αλλά και θέματα εντός Ε.Ε., όπως η υποστήριξη των κυβερνήσεων ισχυρών στην Ε.Ε. κρατών σε οικονομικές απαιτήσεις της Ελλάδας, κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, αποζημιώσεις αγροτών κ.λπ. Χαρακτηριστική είναι η κουβέντα που είχε κάνει ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ακης Τσοχατζόπουλος στους δημοσιογράφους, εντός του πρωθυπουργικού αεροσκάφους, λίγους μήνες πριν από την αποδοχή της αίτησης της Κύπρου για ένταξη στην Ε.Ε. «Έχουμε στα χέρια μας ένα μεγάλο όπλο. Ονομάζεται πενταετές εξοπλιστικό πρόγραμμα τεσσάρων τρις. δραχμών. Στόχος μας είναι να αγοράσουμε από όλους την ένταξη της Κύπρου». Μερικούς μήνες μετά τη σύνοδο στο Ελσίνκι οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών έκαναν δεκτό το αίτημα Κύπρου και Ελλάδας.
Το εμπόριο όπλων, σύμφωνα με διεθνή στοιχεία, κατατάσσεται στην πρώτη θέση των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Για το λόγο αυτόν, οι μεγαλύτερες βιομηχανίες οπλικών συστημάτων ανήκουν ουσιαστικά στα κράτη όπου εδρεύουν, χωρίς απαραίτητα να είναι κρατικές εταιρείες. Υπάλληλοι και πωλητές των εταιρειών αυτών έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς μεγαλόσχημοι πολιτικοί, πρωθυπουργοί κρατών, υπουργοί Αμυνας και Εξωτερικών, πρέσβεις και αξιωματούχοι μυστικών υπηρεσιών. Η διαπλοκή κυβερνήσεων και κατασκευαστών οπλικών συστημάτων είναι δεδομένη, καθώς οι μεν στηρίζουν τους δε. Οι εταιρείες στηρίζουν πολιτικούς, επιχορηγώντας οικονομικά τις καμπάνιες τους στις προεκλογικές περιόδους με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ή ευρώ και πολιτικοί στηρίζουν τις εταιρείες, ασκώντας τεράστιες πιέσεις προς τις χώρες – πελάτες, να αγοράσουν τα συστήματα που στην ουσία αντιπροσωπεύουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία συνάντηση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή με τον ομόλογό του Ντ. ντε Βιλπέν, ο γάλλος πρωθυπουργός επέμεινε ότι τα Rafale είναι τα πιο καλά αεροπλάνα. Η συζήτηση, μάλιστα, έγινε ελάχιστες ώρες μετά τη σύγκρουση των δύο μαχητικών στο Αιγαίο και τον χαμό του έλληνα χειριστή και η γαλλική παρέμβαση δεν είχε ίχνος γαλατικής ευγένειας. Ενώ ο Κ. Καραμανλής περιέγραφε σκεπτικός στον ομόλογό του πώς έγινε το δυστύχημα, ο συνομιλητής του βρήκε ευκαιρία να πάει την κουβέντα εκεί που ήθελε…
Καλός πελάτης είναι αυτός που ψωνίζει, ανεξάρτητα από το αν έχει χρήματα ή όχι. Η διάθεση μόνο αρκεί για τις μεγάλες εταιρείες οπλικών συστημάτων. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει ούτε ένα ευρώ, υπάρχουν τα χαμηλότοκα δάνεια που δίνουν οι κυβερνήσεις των χωρών με αμυντικές βιομηχανίες για να …διευκολύνουν τις φτωχές χώρες-πελάτες, καθώς και η αυτοχρηματοδότηση των εταιρειών. Το μόνο που χρειάζεται να έχει κανείς είναι μια εγγυητική επιστολή της κεντρικής τράπεζας της χώρας του.
Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, οι αποφάσεις για τα εξοπλιστικά προγράμματα στηρίζονται σε ένα γενικότερο αμυντικό σχεδιασμό που λαμβάνει υπόψη δύο παραμέτρους: πρώτη είναι οι επιχειρησιακές απαιτήσεις των επιτελείων, δηλαδή οι ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων όπως αυτές καταγράφονται κάθε χρόνο από τους επιτελείς και η δεύτερη, οι διπλωματικές παράμετροι, ειδικά στην τελική φάση της επιλογής του τύπου του οπλικού συστήματος.
Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης η διαφοροποίηση στις πηγές των οπλικών συστημάτων εξυπηρετεί κυρίως τη σχετική αυτονομία στην περίπτωση που απαιτηθεί η χρήση τους. Η Ελλάδα το έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν το πρόβλημα αυτό και ήταν ο κύριος λόγος που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε απαιτήσει την προμήθεια των Μιράζ 2000. Ενα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες που προμηθεύονται αμερικανικά οπλικά συστήματα είναι οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι Αμερικανοί σε θέματα τεχνολογίας. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι εκτεταμένοι και μειώνουν την αποτελεσματικότητα των οπλικών τους συστημάτων, ενώ περιορίζουν τη δυνατότητα συμπαραγωγής. Για παράδειγμα, όταν οι ΗΠΑ πωλούν στη διεθνή αγορά ένα αεροσκάφος, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα επιτρέψουν και την πώληση του συνόλου των όπλων που μεταφέρει.
Για το λόγο αυτό η εξοπλιστική πίτα είχε μοιραστεί ώστε κανείς να μην έχει παράπονο. Το ποσοστό που παίρνει κάθε χώρα, η οποία διαθέτει πολεμική βιομηχανία, είναι ανάλογο της ισχύος που διαθέτει και του πόσο μπορεί να επηρεάσει το μέλλον της χώρας-πελάτη. Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει πρώτη χώρα στη λίστα τις ΗΠΑ. Οι αμερικανικές εταιρείες από το 1998 μέχρι και το 2003 απέσπασαν το 32% των ελληνικών προμηθειών που αντιστοιχεί σε 5,5 δισ. ευρώ. Αν και το ποσοστό μπορεί να «ακούγεται» μεγάλο, είναι σχετικά μικρό αν σκεφθεί κανείς ότι πριν από 15 χρόνια το ποσοστό των ελληνικών εξοπλισμών που έπαιρναν αμερικανικές εταιρείες έφτανε και το 80%. Οι δύο, και μοναδικές, προμήθειες που υπογράφτηκαν επί Ν.Δ. ήταν μοιρασμένες στη μέση. Το Λέοπαρντ, αν και η προμήθεια έχει χρεωθεί στο ΠΑΣΟΚ, ολοκληρώθηκε επί Ν.Δ., έγινε από γερμανική εταιρεία και τα F-16 BLOCK 52+ σε αμερικανική εταιρεία.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας και η ένταξή της στην Ε.Ε. δημιούργησε και άλλους πόλους εξάρτησης. Οικονομικά η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα δρώμενα στην Ευρώπη και τις αποφάσεις των συμβουλίων για ενίσχυση των ασθενέστερων χωρών, τα λεγόμενα κοινοτικά πλαίσια στήριξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη διαπραγμάτευση για το ύψος του Δ’ ΚΠΣ που αναλογεί στην Ελλάδα. Κορυφαίοι αξιωματούχοι του ΥΕΘΑ επί υπουργίας του κ. Σπηλιωτόπουλου, συνέδεαν το ύψος του Δ’ ΚΠΣ με το EUROFIGHTER. Δήλωναν χαρακτηριστικά: «Αν πάρουμε €20 δις., τότε θα αγοράσουμε το EUROFIGHTER».
Υπό το κράτος των νέων συσχετισμών και πιέσεων, οι ελληνικές κυβερνήσεις μείωσαν το ποσοστό των ΗΠΑ και μοίρασαν την εξοπλιστική πίτα και στις ευρωπαϊκές χώρες. Την πενταετία 98-03 σε γερμανικές εταιρείες δόθηκαν προμήθειες €3,6 δισ., ποσοστό 21% του συνόλου των αμυντικών δαπανών. Στη Γαλλία το 14%, δηλαδή €2,4 δισ.. Στη Ρωσία ποσοστό 6% που αναλογεί σε €1,04 δισ., στην Ολλανδία και στη Βρετανία ποσοστό 3%, δηλαδή από €523,03 εκατ. Η αναθεώρηση το τρέχοντος ΕΜΠΑΕ 2001-05 και η έγκριση από το ΚΥΣΕΑ του νέου ΕΜΠΑΕ με προβλέψεις πιστώσεων έως το 2015 συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των διεθνών κατασκευαστών οι οποίοι έχουν όπως πάντα κινητοποιήσει τα πανίσχυρα λόμπι στις χώρες τους.
Η επιχειρηματική-διπλωματική μάχη έχει επικεντρωθεί σήμερα στα μαχητικά αεροσκάφη. Είναι γνωστό ότι έως το 2009-10 θα αποσυρθούν περίπου 100 μαχητικά αεροσκάφη (Α7 και μη αναβαθμισμένα F-4), τα οποία πρέπει σταδιακά να αντικατασταθούν. Ο προγραμματισμός της προηγούμενης κυβέρνησης υπό το βάρος των ευρωπαϊκών πιέσεων ήταν η προμήθεια 4ης γενιάς «EUROFIGHTER» (απόφαση ΚΥΣΕΑ, Μάιος 2001, με υλοποίηση για μετά το 2005 λόγω κόστους). Για την απόφαση αυτή είχαν εκφραστεί έντονες αντιρρήσεις από την τότε αντιπολίτευση και σημερινή κυβέρνηση, κυρίως για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν.
Υποκύπτοντας στις αμερικανικές πιέσεις, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αγόρασε 30 F-16. Αυτή η κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσε την αντίδραση των ευρωπαϊκών κρατών που μετέχουν στην κατασκευή του EUROFIGHTER, καθώς πριν από την υλοποίηση του αεροσκάφους είχε ζητηθεί και είχε διασφαλιστεί η υποστήριξη του προγράμματος από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, πιέζουν με κάθε τρόπο να την ελληνική κυβέρνηση για να προχωρήσει σε διεθνή διαγωνισμό για το νέο αεροσκάφος, με τη συμμετοχή όλων των ευρωπαϊκών αεροσκαφών που υπάρχουν αυτή τη στιγμή (EUROFIGHTER, RAFAL, GRIPPEN). Στρατιωτικοί αναλυτές στα διεθνή φόρα εκφράζουν την ανησυχία τους για το κατά πόσον οι συζητήσεις που έχει η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Αμυνας το τελευταίο διάστημα, σε διακρατικό επίπεδο, με τη Γερμανία για το EUROFIGHTER, είναι ειλικρινείς και αν επίκειται κάποια συμφωνία για προμήθεια χωρίς διαγωνισμό, με βάση την παλαιότερη απόφαση του 2001. Διπλωματικοί κύκλοι ασχολούμενοι με τις αμυντικές προμήθειες δεν διστάζουν να λένε και να γράφουν στις αναφορές τους ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας επιδιώκει να ρίξει στάχτη στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων για το θέμα του EUROFIGHTER.
Η κυβέρνηση μόλις τώρα δείχνει να συνειδητοποιεί τη δύναμη των διπλωματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, που συνοδεύουν τις μεγάλες αγορές και η αμηχανία της είναι φανερή αφού μιλά για «ανοιχτές διαδικασίες επιλογής» χωρίς να προσδιορίζει: διεθνής διαγωνισμός ή διακρατική συμφωνία; Πάντως σύμφωνα με το νόμο για τις προμήθειες που ψηφίστηκε πρόσφατα, δεν γίνεται απευθείας διαπραγμάτευση με έναν ή περισσότερους ενδιαφερόμενους, εκτός εάν έχουν προκύψει «…αντικειμενικά και απρόβλεπτα γεγονότα». Πάντως, λόγω των συνολικών δυσλειτουργιών που παρουσιάζει ο νόμος, δεν αποκλείεται σύντομα να προβλεφθούν τροπολογίες που Θα του προσθέσουν μεγαλύτερη ευελιξία. Ας ρίξουμε μια ματιά στους διεκδικητές του νέου μαχητικού 4ης γενιάς και πώς χρησιμοποιούν την διπλωματία των εξοπλισμών.
Οι Γάλλοι, παρά τα προβλήματα παραλαβής με το MIRAGE 2000-5, έχουν αναπτερωμένο ηθικό μετά την απόφαση της Σιγκαπούρης για διατήρηση του RAFALΕ στη διαδικασία επιλογής μαχητικού και αποκλεισμού του EUROFIGHTER, καθώς και την πιθανή απόφαση της Σαουδικής Αραβίας για προμήθεια 50 RAFALΕ. Επικαλούμενοι τις στενές σχέσεις Αθήνας-Παρισιού των τελευταίων 30 ετών, πιέζουν να τεθεί σαφές πλαίσιο. Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, υπάρχει έντονο διπλωματικό παρασκήνιο και παρεμβάσεις πολλαπλών επιπέδων των γάλλων διπλωματών προς την ελληνική κυβέρνηση. Ολα αυτά, συνεπικουρούμενα από ένα ισχυρότατο γαλλικό λόμπι, που δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια επί ελληνικού εδάφους. Δεν πέρασε, για παράδειγμα, ασχολίαστη η πρόσφατη κίνηση του αρχηγού του ΓΕΑ Γ. Αυλωνίτη να πετάξει με αεροσκάφος τύπου RAFALΕ.
Οι Γερμανοί και τα άλλα μέλη της ευρωπαϊκής κοινοπραξίας πιέζουν την κυβέρνηση για απόφαση τώρα, έχοντας τη δυνατότητα διευκόλυνσης της Ελλάδας σε θέματα χρηματοδότησης από το Δ’ ΚΠΣ αλλά και προσφοράς υψηλής και πραγματικής συμπαραγωγής, ενδεχομένως και θετικών παρεμβάσεων για το Κυπριακό. Το γερμνανικό λόμπι κινείται πιο αθόρυβα από των Γάλλων, εξασφαλίζοντας ισχυρούς διαύλους επικοινωνίας με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη. Λέγεται, μάλιστα, ότι η Αθήνα είχε πει το πρώτο «ναι» όταν ο Κ. Καραμανλής διαπραγματεύτηκε με τον πρώην καγκελάριο Σρέντερ τα ποσά του Δ’ ΚΠΣ για την Ελλάδα.
Αλλά και οι Σουηδοί έχουν να επιδείξουν αξιόλογη πρόταση με το δικό τους μαχητικό, το «GRIPEN». Οπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, είναι κατά πολύ φθηνότερο από το EUROFIGHTER, ετοιμοπαράδοτο από σήμερα και το βασικότερο από όλα είναι ότι προτίθενται να μεταφέρουν σχεδόν ολόκληρη τη γραμμή παραγωγής του αεροσκάφους στην Ελλάδα. Πρόσφατα μάλιστα έκαναν και μια παρουσίαση του αεροσκάφους κατά την οποία αποκάλυψαν ότι δεν τους ζητήθηκε προσφορά για το νέο μαχητικό, διαψεύδοντας τον υπουργό Εθνικής Αμυνας που υποστήριξε ότι δεν υπήρχε άλλο αεροσκάφος ετοιμοπαράδοτο και αυτός ήταν ο λόγος που τον οδήγησε στην απευθείας ανάθεση στο αμερικανικό F-16. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του διευθυντή πωλήσεων του σουηδικού αεροσκάφους ότι «…μπορούσε να παραδοθεί συντομότερα από το αμερικανικό, με όλα τα όπλα που θέλει η ελληνική κυβέρνηση, χωρίς περικοπές συστημάτων που έκαναν οι Αμερικανοί και φυσικά με πρόσβαση από τους Ελληνες τεχνικούς σε όλα τα λογισμικά συστήματα του αεροσκάφους, κάτι που δεν επιτρέπουν οι Αμερικανοί».
Παράλληλα, τόσο στο Πολεμικό Ναυτικό, όσο και στον Στρατό Ξηράς, η Ελλάδα έχει ήδη πραγματοποιήσει μια πολύ μεγάλη στροφή προς την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, για πρώτη φορά, σήμερα, δεν υπάρχουν αμερικανικές μονάδες στο Στόλο, καθώς και ότι τα νέα άρματα μάχης και τα νέα υποβρύχια της χώρας είναι γερμανικά, με μόνη την Πολεμική Αεροπορία να είναι ακόμα προσανατολισμένη κατά κύριο λόγο προς την αμερικανική πλευρά, αν και είμαστε προ των πυλών της μεγάλης μάχης για το επόμενο αεροσκάφος 4ης γενιάς. Όμως, η Ελλάδα, δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει στο παραμικρό αυτή τη μεγάλη της στροφή προς τους ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς, ούτε σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας, ούτε, πολύ περισσότερο, πολιτικά. Οι στόχοι των κατασκευαστών και των κυβερνήσεών τους είναι σαφείς. Ασαφές όμως παραμένει το αν η κυβέρνηση διαθέτει στόχους σε διπλωματικό επίπεδο, τους οποίους θα εξυπηρετήσει με τις επιλογές της στα εξοπλιστικά, και κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των εταίρων, φίλων και συμμάχων.
Υ.Γ Το anatropinews.gr δεν συμμερίζεται αρκετές από τις απόψεις και τους χαρακτηρισμούς που εμπεριέχονται στην παραπάνω ανάλυση. Την δημοσιεύει, όμως, διότι περιέχει άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία και πληροφορίες που αποδεικνύουν το “παιχνίδι” που στήθηκε γύρω από την προμήθεια οπλικών συστημάτων που προκάλεσαν τρομακτική επιβάρυνση στην ελληνική οικονομία και εκτόξευσαν τον δανεισμό της.
Πηγή: opinion24.gr