Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν.
Συμφωνώ ότι στα στερνά του ο Μίκης εμφανίζεται με αντανακλαστικά εφήβου.
Αυτό είναι, οπωσδήποτε, καλό για τον ίδιο.
Οφείλει, όμως, κι εκείνος μία αυτοκριτική γιατί επί πάνω από 20 χρόνια στήριξε και ο ίδιος το σύστημα που παρήγαγε την κρίση. Άλλοτε υποκύπτοντας στην καλλιτεχνική ματαιοδοξία του, κι άλλοτε γοητευόμενος από “πλανευτές”, “ψευτοκαθάρσεις” και εμμονές.
Είναι προφανές πως στον Μίκη συγχωρούνται σχεδόν τα πάντα.
Πρέπει, ωστόσο, να προσέξει γιατί η υπόθεση της “Σπίθας” (του κινήματος πολιτών που δημιούργησε και έχει αφήσει να εννοηθεί πως θα μετασχηματισθεί σε πολιτικό φορέα) δομήθηκε από τα ίδια παλιά υλικά του απερχόμενου συστήματος.
Είδαμε, για παράδειγμα, στις πρώτες σειρές της συγκέντρωσης, ασπρομάλληδες καθηγητές, εκπροσώπους του πιο παρωχημένου και διεφθαρμένου καθηγητικού- πανεπιστημιακού κατεστημένου. Είδαμε αποτυχημένους πολιτευτές και αρπαχτικά της δημοσιογραφίας και της πολιτικής που επιδιώκουν να κατασκευάσουν και¨νούριους “Ελ Σιντ” και να τους εκμεταλευτούν για λογαριασμό τους.
Η ένωση των Αγανακτισμένων και όσων έσπευσαν να ακούσουν τον Μίκη ήταν, αναμφίβολα, ενδιαφέρουσα. Και λειτούργησε πολλαπλασιαστικά. Έκανε, ακόμα και τα κατεστημένα media να αφιερώσουν λίγο περισσότερο από τον μνημονιακό χρόνο των δελτίων τους.
Όμως, πρέπει να καταστεί σαφές. Άλλο ο Μίκης, άλλο οι επαγγελματίες “οπαδοί” του, άλλο τα “κουρασμένα παλικάρια” που νομίζουν πως ξανανιώνουν τραγουδώντας Ελύτη, κι άλλο η “γενιά της οργής” του Facebook που απορρίπτει το σημερινό πολιτικό σύστημα με την ίδια ευκολία που απορρίπτει κι όλους αυτούς που κονόμησαν επί δεκαετίες πουλώντας την Αριστερά και τον ελιτίστικο πολιτισμό τους…