Μετά την οικονοµία, η κουλτούρα είναι άλλωστε το πεδίο στο οποίο η παγκοσµιοποίηση έχει κάποιες πολύ εξόφθαλµες συνέπειες. Η Λίβι θεωρεί ότι βρισκόµαστε σε µια εποχή αναβίωσης όλων των κιτς στερεοτύπων που αφορούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα (αυτά δηλαδή που το φεµινιστικό κίνηµα προσπάθησε να ανατρέψει) και αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να είναι καλό για τις γυναίκες σήµερα.
«Γιατί το να µοχθείς να µοιάσεις στην Πάµελα Αντερσον σε κάνει δυνατή;». Ιδού η απορία της συγγραφέως…
Ποιά είναι η Αριέλ Λίβι (φωτό από συζήτηση
με τον Αλεκ Μπάλντουϊν σε εκδήλωση του New Yorker)
Επικεντρώνεται στο «σεξαπίλ», και αυτό είναι το πραγµατικά ενδιαφέρον στο βιβλίο, σε µια συνεκδοχή που προκαλεί αφενός µεν µια γενικότερη σύγχυση, αφετέρου δε έχει επικαλύψει όλες τις άλλες έλξεις, ακόµη και τις συναισθηµατικές. Ξαφνικά έχει καταπλακώσει τους πάντες η εµµονή να είναι «σέξι» όλα όσα κάνουν.
Ακόµη και ένας αξιωµατικός του στρατού των ΗΠΑ, αναφέρει η Λίβι, εµφανίστηκε να λέει σχετικά µε µια αεροπορική καταδροµή εναντίον των Ταλιµπάν ότι «ήταν ένα σέξι κόλπο». «Υπάρχει ένα σηµείο όπου το σέξι ή το καυτό αποσυνδέονται από το ίδιο το σεξ» εξηγεί η συγγραφέας – και εδώ τα πράγµατα ξεκαθαρίζουν.
Για παράδειγµα η Πάρις Χίλτον, η οποία «δεν είναι κάποια απαξιωµένη εξόριστη της κοινωνίας που ζούµε, το αντίθετο, είναι η µασκότ µας», αναρωτήθηκε κάποτε σε µια συνέντευξή της γιατί οι πρώην ερωτικοί της σύντροφοι τη χαρακτήριζαν «σέξι, αλλά όχι σεξουαλική».
Η πλούσια κληρονόµος, η οποία µάλλον δίνει υπόσταση στην πλέον αναγνωρίσιµη εικόνα για το πώς διαφηµίζεται και εν τέλει αναπαράγεται µέσω των αναπαραστάσεών της η κουλτούρα τού ξέκωλου (ξανθό µαλλί, καυτή αίσθηση, πλούτη, αντιδιανοούµενο στυλ), αντιµετωπίζει την προαναφερθείσα σύγχυση ακριβώς επειδή δεν έχει καταφέρει να αποσυνδέσει στο κεφάλι της την εικόνα µιας γυναίκας που πιστεύει ότι είναι (ή πείθει ότι είναι) σέξι από την απόλαυση της εγγενούς σεξουαλικότητάς της, τής ατοµικότητάς της µε άλλα λόγια.
«Γιατί δεν µπορούµε να είµαστε σέξι και παιχνιδιάρες και να έχουµε τον έλεγχο χωρίς να γίνουµε εµπορικά προϊόντα;» διερωτάται η Λίβι καταδεικνύοντας ταυτοχρόνως τον πυρήνα τού επιχειρήµατός της. «Η εντυπωσιακή και καταλυτική απήχηση της σεξουαλικότητας στην κουλτούρα µας έχει να κάνει λιγότερο µε τη σύνδεση των ανθρώπων και περισσότερο µε την κατανάλωση» τονίζει η συγγραφέας, ξεδιαλύνοντας κάπως την ασάφεια πίσω από την οποία δεν καραδοκεί παρά το κέρδος. Μέσα από την παράθεση πραγµατικών γεγονότων και περιστατικών, αλλά και συνεντεύξεων, η Λίβι περιηγείται (µαζί της και ο αναγνώστης) σε αυτό που αποκαλεί «καθεστώς των προτύπων µας», συναντά, µεταξύ άλλων, ανθρώπους της υψηλής µόδας και του περιθωρίου, χρησιµοποιεί παραδείγµατα από τον αθλητισµό και την πολιτική, διεισδύει στα κυκλώµατα της τηλεόρασης, των εκδόσεων, της µουσικής βιοµηχανίας, αλλά και της πλαστικής χειρουργικής, που ανυψώνει τη γυναικεία περηφάνια µε ανορθωτικές σιλικονούχες επεµβάσεις.
Οσο και αν ο τίτλος λειτουργεί παραπλανητικά, έχουµε να κάνουµε µε µια πολύ σοβαρή περίπτωση «πολιτισµικής δηµοσιογραφίας» (cultural journalism), η οποία δεν µας εξηγεί απλώς γιατί πολλές γυναίκες εσχάτως συµπεριφέρονται «σαν άνδρες» (τα κοµµάτια που αφορούν την αµερικανική σειρά «Sex and the City» είναι ενδεικτικά), αλλά προσπαθεί να εντάξει το φαινόµενο στις ιστορικές και κοινωνικές µεταλλάξεις µιας κουλτούρας που µοιάζει µε εµποροπανήγυρη.