
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στην ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, που άνοιξε τον δρόμο για την εκταμίευση της πέμπτης δόσης της δανειακής βοήθειας προς την Ελλάδα, αλλά και στις δηλώσεις του διοικητή της ΤτΕ Γ. Προβόπουλου στους FT και στην «Καθημερινή» περί «αυτοκτονίας» αν δεν ψηφιζόταν το πρόγραμμα και «ορίων» της αντοχής του λαού, που πληρώνει «το κόστος των λαθών του παρελθόντος».
Ο αρθρογράφος παρατηρεί ότι η αναμενόμενη προσωρινή αποκλιμάκωση της κρίσης απλά δίνει λίγο χρόνο στους ευρωπαίους ηγέτες, που όμως «δεν θα μπορέσουν να σώσουν την Ελλάδα. Γιατί τις προηγούμενες δεκαετίες μια ελίτ, τον πυρήνα της οποίας αποτέλεσαν οι οικογένειες Παπανδρέου, Καραμανλή και Μητσοτάκη, δημιούργησαν μια πελατειακή οικονομία. Αυτή η πελατειακή οικονομία πέταξε εκατομμύρια, που το κράτος δεν τα είχε. Οι κεφαλές της δυναστείας ευνοούσαν φίλους και οικογένεια με δανεική ευημερία. Διόγκωσαν την κρατική μηχανή, για να μπει καθένας με τη σειρά σε δημόσιες θέσεις και δημιούργησαν ένα γραφειοκρατικό τέρας».
Πάντοτε, τα κόμματα δούλευαν περισσότερο για ρουσφέτια, παρά για την πολιτική.
Όποιος μπορούσε να χαρίζει δημόσιο χρήμα, εξαγόραζε φίλους και ψηφοφόρους, που χρωστούσαν κάτι στο κόμμα – και συγχρόνως χρωστούσε στην οικογένεια, που τους εξουσίαζε. Έτσι, δημιουργήθηκε η φεουδαρχική δημοκρατία της Ελλάδας.
Οι γενιές έρχονται και παρέρχονται, τα ονόματα των υψηλά ισταμένων παραμένουν πάντα τα ίδια: Παπανδρέου και Καραμανλής, Καραμανλής και Παπανδρέου, και ενδιαμέσως ο Μητσοτάκης.
Σε καμιά ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν ξανάγινε κάτι τέτοιο.
Και οι κομματάρχες συνήθιζαν τον λαό τους να ζει πέρα από τις δυνατότητές του.
Η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με 11 εκατομ. κατοίκους, έχει ελαιόδενδρα, γαλάζιο ουρανό και παραλίες. Αλλιώς, λίγα πράγματα. Ένας στους τέσσερις εργάζεται στο μεταξύ για το κράτος. Το κράτος είναι η πηγή, απ’ όπου όλοι θέλουν να πιουν νερό.
Μετά τη στρατιωτική δικτατορία, από το 1967 έως το 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιος του Γεωργίου, ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Τη δεκαετία του ’80 εξυπηρέτησε την πελατεία του τόσο ανεπιφύλακτα, που το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στα ύψη.