Την αγωνία του πρωθυπουργού και του μεγάρου Μαξίμου δείχνει η επιστολή Παπανδρέου στον Γιοούνκερ, τη στιγμή που το Eurogroup δεν έχει ακόμα λάβει απόφαση για το ελληνικό ζήτημα.
Ο Γ. Παπανδρέου βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Ε. Βενιζέλο και στην επιστολή του, αφού σημειώσει πως η κρίση είναι ολόκληρης της Ευρώπης, του “κοινού μας ευρωπαϊκού σπιτιού”, όπως την αποκαλεί, στη συνέχεια υποστηρίζει ότι ανάδειξε βαθιά προβλήματα στην αρχιτεκτονική του ευρώ, στις δομές διακυβέρνησης αλλά και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Επί της ουσίας, καθιστά το ελληνικό πρόβλημα, μέρος μίας ευρύτερης αρνητικής κατάστασης στην Ευρώπη.
Και τονίζει:
“Κανένα κράτος- μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα από μόνο του”.
Μετά, ο πρωθυπουργός υπενθυμίζει πως η ελληνική Βουλή έχει υπερψηφίσει το ήδη συμφωνημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής, καθώς και τον εφαρμοστικό νόμο, λέγοντας παράλληλα πως “η υιοθέτηση των οποίων αποτελούσε προαπαιτούμενο για την αποδέσμευση της πέμπτης δόσης του αρχικού προγράμματος και για την έγκριση επιπρόσθετης χρηματοδότησης έως το 2014″…
Για να ξεκινήσει αμέσως το κατηγορώ του κατά των οίκων αξιολόγησης, και όχι μόνο.
“Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης δεν ανταποκρίθηκαν με τον τρόπο που περιμέναμε όλοι. Συνεχίζουν να αμφιβάλλουν (και κατ΄ επέκταση να τιμωρούν) το κοινό, ελληνικό και ευρωπαϊκό, πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και με αυτόν τον τρόπο απειλούν την κοινή ανάκαμψη της Ελλάδας και της Ευρώπης από την ύφεση που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια.
Είμαι σήμερα πεπεισμένος, μετά από δεκατέσσερις μήνες, ότι, παρά τις προσπάθειες της Ελλάδας -καθώς αποδείξαμε ότι είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας- εάν η Ευρώπη δεν λάβει τις σωστές, συλλογικές και ισχυρές αποφάσεις τώρα, κινδυνεύουμε από νέες και ίσως παγκόσμιες αναταράξεις στις αγορές, εξαιτίας της διάδοσης των αμφιβολιών για την ικανότητά μας να προστατεύσουμε το κοινό μας νόμισμα.
Για το λόγο αυτό απαιτείται μια ισχυρή και με όραμα ευρωπαϊκή ηγεσία”.
Εντύπωση μάλιστα προκαλεί πως ο πρωθυπουργός κάνει λόγο για την “ώρα της κρίσης”.
“Σας το λέω αυτό καθώς είναι σήμερα μεγαλύτερη η ανάγκη αποφυγής των σφαλμάτων του παρελθόντος. Ήρθε η «ώρα της κρίσεως» και δεν υπάρχουν περιθώρια για αναποφασιστικότητα και λάθη όπως:
-Να λαμβάνονται αποφάσεις που στο τέλος αποδεικνύονται μη επαρκείς και μη έγκαιρες για να πείσουν τις αγορές για τη σοβαρότητά μας,
-Να προβαίνουμε σε συμβιβασμούς, οι οποίοι ικανοποιούν τις εσωτερικές πολιτικές «κόκκινες γραμμές», αλλά που στο τέλος υποκαθιστούν την συντεταγμένη πολιτική για μια αποτελεσματική διαχείριση της κρίσης (μολονότι αναγνωρίζω τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν διάφορες κυβερνήσεις και το δημοκρατικό αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στη διαχείριση της κρίσης),
-Να μην κατορθώνουμε να αξιοποιήσουμε εμπεριστατωμένες τεχνικές αναλύσεις και τη διαδικασία της διαβούλευσης για τη λήψη των αποφάσεων,
-Να επιτρέπουμε στην κακοφωνία να υποκαθιστά μια κοινή ατζέντα και κατά συνέπεια να προκαλεί περισσότερο πανικό παρά ασφάλεια,
– Και θα πρόσθετα ορισμένα ευρύτερα ζητήματα όπως το ότι δεν πράξαμε τίποτα το ουσιαστικό για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο των οίκων αξιολόγησης, για τα ασφάλιστρα κινδύνου, για τους φορολογικούς παραδείσους ή για τη δυνατότητα άντλησης νέων εσόδων, για παράδειγμα, από την επιβολή φόρων στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές”.
Και συνεχίζει:
“Όσον αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, η απόπειρα, για παράδειγμα, τις τελευταίες δέκα ημέρες, να θεσπισθεί η ιδιωτική συμμετοχή στο πρόγραμμα ανάκαμψης έχει προκαλέσει δημόσιες προειδοποιήσεις ότι, στην περίπτωση αυτή, οι οίκοι αξιολόγησης θα έκαναν λόγο για επιλεκτική χρεοκοπία.
Παρ’ ότι δεν είμαστε αντίθετοι επί της αρχής στην συμμετοχή των ιδιωτών (PSI), η πρόταση που έχει κατατεθεί φαίνεται να έχει μειονεκτήματα. Θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ δαπανηρή, ανεπαρκής και πολύ επικίνδυνη.
Οι συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, το ύψος της αναγκαίας χρηματοδότησης, αυτά που λέγονται για “επιλεκτική χρεοκοπία”, καθώς και η συνεχιζόμενη κακοφωνία στα Μέσα ενημέρωσης, το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν πιο δύσκολη την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε”.
Για να καταλήξει με μία τόσο έμμεση όσο και σαφή συγχρόνως προειδοποίηση.
“Η μετάβαση από κρίση σε κρίση, σε μια τόσο αδύναμη φάση ανάκαμψης, με δεδομένη την κακοφωνία του Τύπου και την ανασφάλεια των πολιτών, είναι μια επιλογή που η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αντέξει”.