Το ελληνικό καράβι συνεχίζει να πλέει διάτρητο σε τρικυμισμένη θάλασσα με το πλήρωμα εξουθενωμένο και τους καπεταναίους παραζαλισμένους.
Η καινούργια κρίση με την τρόικα γέννησε νέες αμφισβητήσεις και επέτεινε την καχυποψία εταίρων και αγορών.
Η χώρα βρίσκεται για ακόμη μία φορά, από το 2009, αντιμέτωπη με μείζονα κρίση…
Πάλι κινείται στο όριο, χωρίς ανάσες, απόλυτα εξαρτημένη από τη δόση του παλαιού ή του νέου δανείου, με τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής αδρανείς και το περίπλοκο σχήμα ρύθμισης των χρεών μετέωρο.
Τα ταμεία είναι άδεια, τα έσοδα λειψά, οι δαπάνες αυξανόμενες και η διάθεση για περικοπές, αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και γενικώς αναγεννητικές κινήσεις περιορισμένη.
Ολα λοιπόν για ακόμη μία φορά κινούνται στην κόψη του ξυραφιού.
Η χώρα συνθλίβεται στην κυριολεξία ανάμεσα στις μυλόπετρες του δογματισμού της τρόικας και της ελληνικής πολιτικής αναποφασιστικότητας. Και προφανώς κινδυνεύει με ξαφνικό θάνατο.
Ετσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου δεν πρόκειται να πάρουμε νέα χρήματα από τους δανειστές μας.
Και αν δεν υπάρξει συμφωνία στον νέο γύρο διαπραγματεύσεων, το αδιέξοδο μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη χώρα.
Το πρόβλημα, κακά τα ψέματα, είναι καθαρά πολιτικό.
Η κυβέρνηση και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, κυρίως οι συστημικές που συμμετείχαν στη διακυβέρνηση του τόπου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, οφείλουν να αποφασίσουν το ταχύτερο αν θα προωθήσουν συντεταγμένα την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου ή αν θα την αφήσουν να εξελιχθεί ως αποτέλεσμα ενός αιφνιδίου γεγονότος, ενός τεκτονικού οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού σεισμού.
Λογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Και άπαντες να είχαν προσαρμοσθεί στη λογική μιας οργανωμένης και συντεταγμένης αλλαγής του οικονομικού μοντέλου.
Ωστόσο, οι περισσότεροι των κυβερνητικών υπευθύνων ταλαντεύονται, δεν αντέχουν το βάρος της ευθύνης, ούτε έχουν ξεκαθαρισμένη άποψη για τη στρατηγική εξόδου από την πολυσήμαντη κρίση. Το ίδιο ισχύει και με τους περισσοτέρους του άλλου κόμματος εξουσίας, όπως η στάση τους υποδηλώνει.
Είναι οι δεσμοί του παρελθόντος που εμποδίζουν, η πολιτική κουλτούρα τριάντα χρόνων και οι αναστολές του πολιτικού κόστους που δεν αφήνουν τα πράγματα να τρέξουν, όπως οι περιστάσεις επιβάλλουν.
Ομως οφείλουν άπαντες να γνωρίζουν ότι στην περίπτωση του τεκτονικού σεισμού, της βίαιης και απότομης προσαρμογής, η αλλαγή θα είναι ιστορικών διαστάσεων, σαν εκείνες που ακολούθησαν εθνικών καταστροφών. Θα παραπέμπει σε ιστορικές καμπές, όπως εκείνες του 1974 ή ακόμη χειρότερα του 1944. Και αλήθεια, ποιος μπορεί να σηκώσει τέτοιο βάρος;
* ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ο αρθρογράφος παρατάσσει αόριστα τις ευθύνες των πολιτικών ηγεσιών και δεν διευκρινίζει ποιο είναι το “νέο οικονομικό μοντέλο” που έχει ανάγκη η χώρα. Ωστόσο “τρομάζει” η επισήμανση περί αναλογιών με το 1974 και το 1944. Άπαντες θυμούνται τι προηγήθηκε και, κυρίως, τι ακολούθησε αυτών των ημερομηνιών. Ένας πόλεμος στην Κύπρο και ένας εμφύλιος…