του Δημήτρη Καραβασίλη
Για να νιώσεις τι σημαίνει καλοκαίρι στη πόλη, πρέπει να ταξιδέψεις με λεωφορείο που δεν έχει κλιματισμό.
Τα μεσημέρια, όταν η επίθεση της ζέστης είναι στο μεγαλείο της, οι άνθρωποι που περιμένουν υπομονετικά στη στάση εκτός από τον ιδρώτα σκουπίζουν και τις τελευταίες σταγόνες της υπομονής τους…
Το πακέτο με τα χαρτομάντηλλα είχε αδειάσει και το τελευταίο χαρτομάντηλο ήταν έτοιμο να στιφτεί στα χέρια μου όταν ξεπρόβαλε το λεοφωρείο.
Τι τύχη! Σταμάτησε μπροστά μου. Ανοιξε η πόρτα και έμοιαζε σαν ο οδηγός να ήταν ο Αγιος Πέτρος. «Επιτέλους Παράδεισος» σκέφτηκα και ανέβηκα. Μα ήταν σα να κατέβηκα. Στα Τάρτατα. Εβραζε ο τόπος. «Πρέπει να αρχίσω να ξαναμετράω τα αμαρτήματα μου» είπα και χαμογέλασα με τις ανοησίες που λέει κάποιος όταν έχει ξεπεράσει τα όρια του.
Στάθηκα κοντά στο παράθυρο ελπίζοντας η Κολαση να έχει απεργία σήμερα.
Με την άκρη του ματιού μου είδα να ανεβαίνει μια οικογένεια που τελειωμό δεν είχε. Ανέβαιναν, ανέβαιναν…τρεις..πέντε..επτά..οκτώ…και οι γονείς..Χριστέ μου! Δέκα άνθρωποι.
Στριμώχτηκαν κοντά μου.
«Μάλλον έπεσα στη μέρα που δουλεύουν υπερωρία στη Κόλαση» σκέφτηκα.
Εκείνη την ώρα άρχισαν να μιλάνε, να γελούν, να ρωτά ο ένας τον άλλον, να απαντούν με χαμόγελο και χιούμορ…Τόσο που ξεχάστηκα…που σχεδόν είχε αλλάξει το σκηνικό…
Αστειεύονταν με όλα. Εκεί μέσα στη ζέστη, το καζάνι, την απογοήτευση και τη μιζέρια.
Είναι πολύ κρίμα που στη δική μου οικογένεια σπάνια μιλάει ο ένας στον άλλον πια.
Ξαφνικά ένιωσα κι εγώ μέλος της οικογένειας αυτής. Πήρα το λόγο.Είπα ένα αστείο. Γέλασα με τον μικρό που του έπεσε το παγωτό στα πόδια της μητέρας του.
Ξέρω πως τούτο το μεσημέρι και στο δικό μου σπιτικό δεν θα είναι πια το ίδιο.