«Κύμα» αισιοδοξίας και θετικών στοιχείων για την ελληνική οικονομία μετά την χθεσινή αναβάθμιση από τον οίκο Standard&Poor’s. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα δέχεται και πάλι από τις 21 Δεκεμβρίου τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για τους σκοπούς πιστοδοτικών πράξεων του ευρωσυστήματος.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αίρεται ο αποκλεισμός των ελληνικών τραπεζών που πλέον αποκτούν και πάλι πρόσβαση στον φθηνότερο δανεισμό της ΕΚΤ και όχι του μηχανισμού ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το Δ.Σ. της ΕΚΤ έλαβε υπόψη για την απόφαση τη θετική αξιολόγηση της τρόικας αλλά και τα διαρθρωτικά μέτρα που έχει εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση.Υπολογίζεται ότι το επιτόκιο δανεισμού για τις τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι χαμηλότερο κατά περίπου 2% σε σχέση με εκείνο του μηχανισμού ΕLA. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι ανοίγει το δρόμο στις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Την ίδια στιγμή το ελληνικό spread καταγράφει πτώση στις 994 μονάδες βάσης, δηλαδή την χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 21 μηνών. Το κλίμα αισιοδοξίας μεταφέρθηκε και στην ελληνική αγορά καθώς το Χρηματιστήριο Αθηνών έκλεισε με άνοδο 4,81% και ο γενικός δείκτης τιμών διαμορφώθηκε στις 878,41 μονάδες.
Ο Γιάννης Στουρνάρας είπε σήμερα στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής ότι η αναβάθμιση του οίκου αξιολόγησης δημιουργεί πράγματι αισθήματα αισιοδοξίας και αποτελεί μία επιβράβευση, ένα πρώτο βήμα αναγνώρισης των προσπαθειών και των θυσιών του ελληνικού λαού. Ωστόσο, ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός.
«Πράσινο φως» σε 500 εκατ. ευρώ για τις ελληνικές εξαγωγές
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕπ ενέκρινε ένα νέο χρηματοδοτικό μέσο που για πρώτη φορά τίθεται στη διάθεση της Ελλάδος. Το μέσο αυτό θα επιτρέψει στην Τράπεζα να στηρίξει, με ποσό ύψους έως 500 εκατ. ευρώ, τη χρηματοδότηση του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδος.
Ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ κ. Χόγιερ δήλωσε: Με τη δημιουργία αυτού του προγράμματος, πραγματοποιήσαμε ένα σημαντικότατο βήμα που θα προσδώσει νέο δυναμισμό στη χρηματοδότηση του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδος, επιτρέποντας στις ελληνικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές τους σε μια περίοδο κατά την οποία οι ξένες τράπεζες αναδιπλώνονται. Αυτή η πρωτοβουλία έρχεται να προστεθεί στη συνεισφορά, ύψους 900 εκατ. ευρώ, την οποία είχε η ΕΤΕπ προς την ελληνική οικονομία το 2012 και από την οποία επωφελήθηκαν επενδύσεις στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών και της εκπαίδευσης, καθώς και μικρές επιχειρήσεις.
Η Τράπεζα, έχοντας ήδη παράδοση στη χορήγηση μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων με ευνοϊκούς όρους, προσθέτει ένα μέσο στήριξης των βραχυπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων, το οποίο θα καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την αναδίπλωση των εμπορικών τραπεζών. Η Τράπεζα θα παρέχει εγγυήσεις προς τις εμπορικές τράπεζες για τη χρηματοδότηση διεθνών εμπορικών συναλλαγών και, καθώς οι εγγυήσεις αυτές θα είναι ανακυκλούμενες, αναμένεται με αυτό τον τρόπο να στηρίξει έναν όγκο συναλλαγών της τάξεως των 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Η ΕΤΕπ θα συμβάλει καθοριστικά στη μείωση του κινδύνου, όπως τον εκτιμούν οι εμπορικές τράπεζες που δεν ήταν πλέον σε θέση να παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες, και θα δώσει τη δυνατότητα να συνεχιστεί η παροχή αυτών των υπηρεσιών σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα χρειάζεται χρηματοδότηση του εξωτερικού της εμπορίου, προκειμένου να επιδιώξει οικονομική ανάπτυξη στηριζόμενη στις εξαγωγές ώστε να επιτύχει την ανάκαμψη της οικονομίας της.
Ο υπουργός Ανάπτυξης χαρακτήρισε «πολύ μεγάλης σημασίας» την απόφαση της ΕΤΕπ. «Για πρώτη φορά στην ιστορία της, στηρίζει ένα πρόγραμμα διευκόλυνσης του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Και η απόφαση αυτή αφορά την Ελλάδα. Λόγω του προβλήματος ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών υπήρχαν και υπάρχουν, φυσικά, πολλά εμπόδια τόσο στις εισαγωγές όσο και στις εξαγωγές. Το πρόγραμμα αυτό έρχεται να δώσει μια ουσιαστική απάντηση» είπε ο Κωστής Χατζηδάκης και συνέχισε: «Είναι ένα πρόγραμμα καταρχήν 500 εκ. ευρώ, αλλά επειδή τα κεφάλαια είναι ανακυκλούμενα, η συνολική ωφέλεια σε ετήσια βάση ανέρχεται στο 1,5 δισ. ευρώ».