Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο ένα βαρύ νέφος, σαν μια σταχτιά κουβέρτα, σκέπασε το Λεκανοπέδιο και ειδικά ορισμένες περιοχές των βορείων προαστίων. Πυκνή αιθαλομίχλη, που είχε πολλά χρόνια να δει η Αθήνα. Καθώς οι…
ρύποι από τη μειωμένη κυκλοφορία των Ι.Χ. υποχωρούν (ένα από τα πολλά συμπτώματα της κρίσης), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανησυχητική εμφάνιση του νέφους συνδέεται με την καύση ξυλείας ή άλλης βιομάζας για θέρμανση. Η απογείωση της τιμής του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία μεγάλου μέρους των πολιτών, οδήγησε σε μαζική χρήση του ξύλου (ή άλλων μορφών, όπως τα συσσωματώματα ή πέλετ), είτε στο κλασικό τζάκι (ή ακόμα και στο ενεργειακό), είτε σε ξυλόσομπες. Το 80% – 90% των νεόδμητων οικοδομών της τελευταίας δεκαετίας στην Αθήνα έχει τζάκι, ενώ πολλοί έχουν σπεύσει να αγοράσουν ξυλόσομπες (η αγορά τους έχει ανέβει τουλάχιστον 30% σε σχέση με πέρυσι). Με τους καυστήρες παγωμένους, το τζάκι ή η ξυλόσομπα γίνεται διέξοδος. Αλλά για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα χωρίς έλεγχο, χωρίς ενημέρωση, χωρίς σχέδιο. Συναγερμός Την προηγούμενη Κυριακή οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων μικροσωματιδίων, όπως καταγράφηκαν από το δίκτυο του υπουργείου Περιβάλλοντος, στην ατμόσφαιρα έφτασαν τα 174 μg/m3. στο Μαρούσι και τα 189 στη Λυκόβρυση, ξεπερνώντας κατά πολύ την οριακή τιμή ημέρας των 50 μg/m3 (η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνεται πάνω από 35 ημέρες τον χρόνο). Και την Τρίτη 18 Δεκεμβρίου όμως οι αντίστοιχες τιμές ήταν 82 και 95 μg/m3. Πιο χαμηλά, αλλά αυξημένες ήταν στην Αγία Παρασκευή (30 και 24 μg/m3 αντίστοιχα) και στους Θρακομακεδόνες (40 και 36 μg/m3.) «Οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων είναι πολύ μεγάλες όλο το τελευταίο διάστημα. Το πρόβλημα μάλιστα είναι ότι τα σωματίδια είναι εγκλωβισμένα μέχρι τα 800 μέτρα ύψος και τη νύχτα κατεβαίνουν στα 300 μέτρα, πολύ χαμηλά δηλαδή. Επίσης, είναι πολύ αυξημένη η παρουσία των πολύ – πολύ μικρών σωματιδίων, με διάμετρο μικρότερη των πέντε μικρών του μέτρου. Πρόκειται και για τα πιο επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία, καθώς μπορούν να εισχωρούν στον οργανισμό μας» λέει στην «Κ» ο κ. Αλέξανδρος Παπαγιάννης, αναπληρωτής καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, επικεφαλής του εργαστηρίου που καταμετρά τη ρύπανση με σύγχρονες τεχνικές λέιζερ. «Δυστυχώς, ακόμα δεν έχουμε δει τα χειρότερα. Η κατάσταση θα γίνει αφόρητη με ένα συνδυασμό πολύ χαμηλής θερμοκρασίας, άπνοιας και βραδινής ξαστεριάς, που δημιουργεί το φαινόμενο της θερμοκρασιακής αναστροφής και δεν αφήνει τους ρύπους να φύγουν και να διαλυθούν», λέει στην «Κ» ο κ. Μιχάλης Πετράκης, ερευνητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών. «Τα καυσόξυλα παράγουν μεγάλες ποσότητες αιωρούμενων σωματιδίων. Πίσω από την όμορφη μυρωδιά του ξύλου που καίγεται κρύβονται αρωματικοί υδρογονάνθρακες, που είναι επικίνδυνοι για την υγεία». Το πρόβλημα δεν ήταν άγνωστο. Ερευνα που διεξήχθη σε ευρωπαϊκές πόλεις το 2001 – 2005, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Carbosol, έδειξε ότι το 50 – 70% της χειμωνιάτικης ρύπανσης, με βλαβερές για την υγεία ενώσεις άνθρακα, προέρχεται από τα τζάκια και την καύση βιομάζας! Καθώς η αποδοτικότητα ειδικά των τζακιών είναι πολύ μικρή (μόλις 15%), απαιτούνται μεγάλες ποσότητες καύσιμης ξυλείας. Εάν μάλιστα είναι κακή η ποιότητα του ξύλου και έχει πολλή υγρασία, τότε οι εκπομπές είναι ακόμα μεγαλύτερες. Ακόμα χειρότερα εάν καούν μελαμίνες, νοβοπάν, ξύλα με χρώματα ή πλαστικά, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά δολοφονικό, καθώς εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα διοξίνες και άλλες άμεσα καρκινογόνες ενώσεις. Πολλοί, ειδικά φτωχοί άνθρωποι, καθώς και η τιμή των καυσόξυλων έχει ανέβει, ρίχνουν σε τζάκια ή σόμπες κυριολεκτικά… ό,τι καίγεται. Το πρόβλημα της ρύπανσης δεν αφορά μόνο τον εξωτερικό χώρο. Εάν η οικία δεν αερίζεται και το τζάκι ή η ξυλόσομπα δεν λειτουργεί σωστά, μπορεί οι συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων στο εσωτερικό του σπιτιού να φτάσουν, σύμφωνα με τον καθηγητή Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μάνθο Σανταμούρη, και τα 500 μg/m3! Πραγματικά τρομερό νέφος… σαλονιού.
Ρεπορτάζ : Γιάννης Ελαφρός
(από την Καθημερινή της Κυριακής)