Είναι, προφανώς, αφελές να θεωρήσει κανείς ότι η αλλαγή στάσης του Βερολίνου έναντι της Ελλάδας συμβαίνει επειδή η Μέρκελ και ο Σόϊμπλε αντιλήφθησαν την αδικία και την οικονομική εξόντωση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού. Tην Τρίτη, που η Γερμανίδα καγκελάριος θα συναντήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό στο Βερολίνο, δεν θα του πει, προφανώς, μόνο πρωτοχρονιάτικες ευχές.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάποιον «ξαφνικό έρωτα». Η Γερμανίδα καγκελάριος δεν πρωταγωνιστεί τους τελευταίους μήνες στο κίνημα παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ γιατί «ματώνει η καρδιά της για τους Έλληνες» -όπως είχε πει παλαιότερα.
Οι λόγοι είναι αρκετοί.
Πρώτον, το Ράϊχσταγκ αντιλαμβάνεται πως η πολιτική σταθερότητα είναι απαράβατος όρος για την εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης.
Ο Σαμαράς μπορεί –προσώρας, τουλάχιστον- να την εγγυηθεί, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, και ως εκ τούτου αξίζει να στηριχθεί.
Δεύτερον, η Μέρκελ κατανοεί πως δεν μπορεί να υπερβεί το σημείο αντοχής της ελαστικότητας του ΔΝΤ. Εάν Αμερικανοί, Βραζιλιάνοι, Κινέζοι και Ινδοί θεωρήσουν οριστικά χαμένο το παιχνίδι και απαιτήσουν την απόσυρση από τα προγράμματα στις υπερχεωμένες ευρωπαϊκές χώρες, τότε ο γερμανικός δημοσιονομικός καλβινισμός καταρρέει. Και, το χειρότερο, η κυβέρνηση του Βερολίνου πρέπει ή να αφήσει την Ελλάδα να διολισθήσει εκτός ευρώ ή να πείσει τους Γερμανούς να πληρώσουν ακόμα περισσότερα.
Ο τρίτος λόγος είναι εξαιρετικά απλός. Μέρκελ και Σόϊμπλε κέρδισαν την προσοχή της Αθήνας. Τώρα, μένει να επιδιώξουν τα ουσιώδη: επενδύσεις, ενέργεια, πιθανώς και ορυκτός πλούτος.
Αυτό απαιτεί χρόνο και καλές σχέσεις…