Περαιτέρω διερεύνηση για τους χειρισμούς των κ.κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου αλλά και τον προεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο, αναφορικά με την λίστα Λαγκάρντ ζητά η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με πρόταση για συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής που κατέθεσε στην Βουλή.
Ειδικότερα, σε κείμενο 37 σελίδων επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι για τον κ. Παπακωνσταντίνου υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση των εξής αδικημάτων: υπεξαγωγή εγγράφου, απιστία, παράβαση καθήκοντος και πλαστογραφία. Επιπροσθέτως, για τον κ. Βενιζέλο σημειώνεται ότι πρέπει να ερευνηθεί για πιθανή τέλεση των αδικημάτων της υπεξαγωγής εγγράφου, απιστίας και παράβασης καθήκοντος. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφές ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι η αλλοίωση της λίστας έγινε από τον Παπακωνσταντίνου καθώς μόνο σε αυτόν “χρεώνει” το αδίκημα της πλαστογραφίας
Να σημειωθεί ότι , το νομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει θέμα παραγραφής.
Στο δια ταύτα του κειμένου ζητείται επίσης « Να επεκταθεί η διερεύνηση σε πρόσωπα και αδικήματα για τα οποία θα προκύψουν ενδείξεις και στοιχεία από την έρευνα της κοινοβουλευτικής επιτροπής, μετά και τη διαβίβαση του πορίσματος του Σ.Δ.Ο.Ε. για το ύψος των διαφυγόντων φόρων, πορίσματος που πρέπει απαραιτήτως να αποτελέσει τμήμα της δικογραφίας που θα εξετάσει η κοινοβουλευτική Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης».
Πέραν αυτών ο ΣΥΡΖΑ χαρακτηρίζει την αντίστοιχη πρόταση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ως «θέατρο σκιών» και καταγγέλλει πως «ηπολιτική σκοπιμότητα της κατεπείγουσας διαδικασίας είναι καταφανής. Κίνητρο, ένας νέος, τρικομματικός- κυβερνητικός «όρκος σιωπής», για να προστατευτεί ο απαραίτητος για την Κυβέρνηση κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και να αποσιωπηθούν οι τεράστιες ευθύνες για τους χειρισμούς του κατά την θητεία του ως Υπουργού Οικονομικών και Αντιπροέδρου των Κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου, όταν πήρε και κράτησε κρυφά στην κατοχή του, επί μήνες, την περιβόητη λίστα».
«Χρήζει περαιτέρω διερεύνησης η στάση του κ. Παπανδρέου»
Ξεχωριστή αναφορά γίνεται για τον κ. Γιώργο Παπανδρέου για τον οποίο σημειώνουν ότι η στάση του «χρήζει περαιτέρω ουσιαστικής διερεύνησης και εκτίμησης». Επίσης, σύμφωνα με την αξιωματική αντιπολίτευση, πέραν των ποινικών ευθυνών, υπάρχουν «τεράστιες πολιτικές ευθύνες που βαρύνουν όλες διαδοχικά τις Κυβερνήσεις, επί των ημερών των οποίων η λίστα άλλαζε χέρια και συρτάρια χωρίς να αξιοποιείται προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του ελληνικού λαού. Πρωτίστως, οι ευθύνες αυτές αφορούν, πέραν των άμεσα εμπλεκομένων Υπουργών, τους διαδοχικούς Πρωθυπουργούς αυτών των Κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά».
«Μεγαλοκαναλάρχες και πτωχευμένοι μεγιστάνες των ΜΜΕ προστάτες και προστατευόμενοι του πολιτικού συστήματος»
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πολιτικά συμπεράσματα που παραθέτει η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνοντας μεταξύ άλλων πως «Η υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ δεν αποτελεί «μεμονωμένο περιστατικό». Αντίθετα, πρόκειται για μια από τις στιγμές κατά τις οποίες οι αμαρτωλές σχέσεις και οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι μεταξύ εγχώρια κεφαλαιοκρατίας και πολιτικής ελίτ της εξουσίας έρχονται στην επιφάνεια. Βεβαίως κανείς δεν δικαιούται να δηλώνει έκπληκτος. Οι σχέσεις και οι συναλλαγές αυτές δεν είναι καινούριες αλλά αντίθετα δομούν το ελληνικό σύστημα εξουσίας της μεταπολίτευσης σε κάθε του πτυχή: Μεγαλοκαναλάρχες και πτωχευμένοι μεγιστάνες των ΜΜΕ, εφοπλιστές, βιομήχανοι, έμποροι όπλων, μεγαλοκατασκευαστές προμηθευτές του Δημοσίου, πάσης φύσεως μικροί ή μεγάλοι καπιταλιστές είναι ταυτόχρονα προστάτες και προστατευόμενοι ενός πολιτικού συστήματος έτοιμου και ικανού για όλα, πρόθυμου να κάνει τα πάντα για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους (που είναι και δικά του, αλλά συγκρούονται με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού) και να εγγυηθεί την επιβίωση τους στον διεθνή κεφαλαιακό ανταγωνισμό» και προσθέτοντας ότι «Αυτό έκανε το πολιτικό σύστημα με την λυσσαλέα υποστήριξη της μνημονιακής πολιτικής, αυτό έκανε και με την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Στην πρώτη περίπτωση παραβιάζοντας ευθέως και εξακολουθητικά τη συνταγματική νομιμότητα και όχι μόνο, στη δεύτερη περίπτωση παραβιάζοντας εξόφθαλμα τον ίδιο τον ποινικό νόμο».
Οι «εκδοχές» του ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος αλλοίωσε την λίστα.
Στο πολυσέλιδο κείμενο γίνεται λεπτομερής αναφορά και στο ιστορικό της υπόθεσης καταλήγοντας στην διαπίστωση της αφαίρεσης των 3 προσώπων που συνδέονται συγγενικά με τον κ. Παπακωνσταντίνου. Όπως σημειώνεται στο κείμενο «Η διαπιστωθείσα διαφορά μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά εκδοχών:
η πρώτη υποστηρίζεται από την κατατεθείσα από τα τρία συγκυβερνώντα κόμματα (Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ., ΔΗΜ.ΑΡ.) πρόταση σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής, που μάλιστα περιέχει και πρόταση απ’ ευθείας δίωξης: ότι δηλαδή στην αφαίρεση προέβη ο ίδιος ο κ. Παπακωνσταντίνου, για να προστατεύσει τα συγγενικά του πρόσωπα. Πρόκειται για εύλογη υπόθεση, στηριζόμενη σε υπαρκτές ενδείξεις, που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Η δεύτερη φέρεται ότι υποστηρίζεται από τον ίδιο τον κ. Παπακωνσταντίνου: ότι την αλλοίωση έκαναν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να τον βλάψουν. Πρόκειται για επίσης εύλογο ισχυρισμό, ο οποίος επίσης πρέπει να ελεγχθεί, αφού κληθεί ο κ. Παπακωνσταντίνου να εξειδικεύσει σε ποια πρόσωπα αναφέρεται ή ποιον υποψιάζεται». Εκτός αυτών, το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι ενδεχομένως να « υφίστανται και άλλες, δεδομένης της εν γένει συνωμοτικής διαχείρισης του συγκεκριμένου αρχείου αλλά και της ευθείας σύνδεσης των καταθετών όχι μόνον με τον Γ. Παπακωνσταντίνου ως πρόσωπο, αλλά με Κυβερνήσεις, δημόσιες συμβάσεις και μάλιστα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, καθώς και με τον Τραπεζικό τομέα. Όλες οι εκδοχές, είτε ως κατηγορίες είτε ως υπερασπιστικοί ισχυρισμοί είτε ως ενδεχόμενα, πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω και εξαντλητικά, και με την επιστράτευση όλων των διαθέσιμων μέσων απόδειξης, συμπεριλαμβανομένης της πραγματογνωμοσύνης, με δεδομένο ότι, πλην άλλων, επίσης προέκυψε ότι η μία από τους απαλειφθέντες καταθέτες είχε διορισθεί και υπηρετούσε μέχρι πριν λίγες ημέρες στο Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ)! Ωστόσο, είναι προφανής η ανάγκη κατ’ αρχήν διερεύνησης των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών του Γ. Παπακωνσταντίνου, για την εμπλοκή του οποίου οι ενδείξεις παραμένουν ισχυρότατες».