Ο Νίκος Ρωμανός ήταν 15 ετών όταν δολοφονήθηκε, μπροστά στα μάτια του, ο φίλος του Αλέξης Γρηγορόπουλος, με τον οποίο ήταν συμμαθητές σε σχολείο των Βορείων προαστείων και ζούσαν εκεί. Ολη η ιστορία για την οικογένειά του.
Αυτό το βράδυ της δολοφονίας του Αλέξη πιθανόν άλλαξε για πάντα τη ζωή του, όπως δείχνουν τα γεγονότα ως σήμερα. Ο Νίκος Ρωμανός κατηγορείται τώρα, πέντε χρόνια, αργότερα, για τη διπλή ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης με συνεργούς που έχουν διασυνδέσεις με τους Πυρήνες της Φωτιάς ενώ ερευνάται και η δική του συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση αφού βρέθηκαν αποτυπώματά του σε διαμερίσματα που χρησιμοποιούσαν οι συνεργοί.
Εχει προϊστορία στο σπίτι του
Ο 20χρονος Νίκος Ρωμανός είναι εγγονός του Αθανάσιου Νάσιουτζικ, που είχε πρωταγωνιστήσει το 1984 στο αποκαλούμενο έγκλημα στο Κολωνάκι.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1984 διεπράχθη ένα στυγερό έγκλημα: ο 73χρονος συγγραφέας Αθανάσιος Διαμαντόπουλος δολοφονήθηκε αποτρόπαια με 97 κτυπήματα σφυριού. Τα 94 από αυτά του πολτοποίησαν το κεφάλι. Για το έγκλημα κατηγορήθηκε, δικάστηκε και φυλακίστηκε ο παπούς του Νίκου Ρωμανού Αθνάσιος Νάσιουτζικ.
Μόνο που όπως αποδείχτηκε έπειτα από έναν δικαστικό μαραθώνιο, ο οποίος διήρκεσε 9 χρόνια, η «υπόθεση» παίχτηκε μεταξύ πνευματικών ανθρώπων του προοδευτικού χώρου, με πρωταγωνιστή τον Αθανάσιο Νάσιουτζικ, ο οποίος καταδικάστηκε ότι σκότωσε τον ομότεχνό του με 97 σφυριές στο κεφάλι.
Αφησε ιστορία το έγκλημα στο Κολωνάκι
Όπως ήταν φυσικό αυτή η άγρια δολοφονία συντάραξε την ελληνική κοινωνία και έμεινε στα αστυνομικά χρονικά γνωστό ως το «Έγκλημα στο Κολωνάκι». Ο ιατροδικαστής είχε πει ότι όλα τα χτυπήματα ήταν στο κεφάλι, σα να ήθελε ο δράστης να εξαφανίσει τον εγκέφαλο του θύματος. Άλλοι είπαν ότι ζήλευε την ιδιοφυή πένα του. Άλλοι επειδή το θύμα τον σαμποτάρισε στις εκλογές του Συλλόγου Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον Νάσιουτζικ δεν τον είχε δει κανείς ούτε να μπαίνει ούτε να βγαίνει από το διαμέρισμα του Διαμαντόπουλου ούτε καν στον χώρο της πολυκατοικίας.
Μια δημοσιογράφος που έμενε στον κάτω όροφο, η Βικτωρία Νταγκουνάκη, είχε πει ότι άκουσε έναν άντρα από τον πάνω όροφο να φωνάζει «μη Θανάση, έλεος μη το κάνεις». Δεν υπήρχαν αποδεικτικά μέσα. Όμως ο Νάσιουτζικ είχε κάνει ένα λάθος. Προσπάθησε να δημιουργήσει άλλοθι. Ενώ δεν τον είχε δει κανείς και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του, μόλις έγινε το έγκλημα τηλεφώνησε στην γραμματέα της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και της είπε «γεια σου τι κάνεις, έτσι σε πήρα, δεν σε θέλω κάτι.
Σου τηλεφωνώ από
το σπίτι μου».
Το άλλοθι
Την άλλη μέρα, όταν η αστυνομία πήγε στην Ένωση Λογοτεχνών για να πάρει καταθέσεις, ο Νάσιουτζικ πήγε στη γραμματέα και της είπε: «Σε παρακαλώ αν σε ρωτήσουν, πες ότι εσύ μου τηλεφώνησες στο σπίτι μου». Ο ίδιος, έβαλε ακόμα μια μάρτυρα να πει ότι της είχε μεταφέρει ο κηπουρός πως το πρωινό εκείνης της μέρας τον είδε στο σπίτι. Κατέρρευσαν τα δυο άλλοθι αυτά και δικάστηκε ισόβια πρωτόδικα». Η δικαστική διαμάχη κράτησε σχεδόν δέκα χρόνια και σημάδεψε τη δεκαετία του ’80. Αρχικά κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία του επίσης λογοτέχνη Θανάση Διαμαντόπουλου, μετά αθώος λόγω αμφιβολιών, μετά από παρέμβαση του εισαγγελέα ξανέγινε δίκη μέχρι που ξανακρίθηκε οριστικά ένοχος το 1993. Στις 18 Απριλίου 1995, με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά αποφυλακίστηκε ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε 15ετή κάθειρξη.
Ιστορική στα δικαστικά χρονικά έμεινε και η διαμάχη των δύο δικηγόρων, του Αλέξανδρου Λυκουρέζου για την οικογένεια Νάσιουτζικ, του Νίκου Κωνσταντόπουλου για την οικογένεια Διαμαντόπουλου.
Η μητέρα του Νίκου Ρωμανού
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ, μητέρα του Νίκου Ρωμανού είναι συγγραφέας. Στις Μαμάδες Βορείων Προαστίων (Μελάνι)- το πρώτο μυθιστόρημά της που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό- «φωτογράφιζε» όλες τις γνωστές της και τις κορόιδευε για τα ήθη τους, ωστόσο ο τρόπος της, αν και δηλητηριώδης, δεν σήκωνε μήνυση.
Στο Τόση λίγη αλήθεια ασχολείται με την υπόθεση Νάσιουτζικ εκ των έσω (Μελάνι) . Μιλάει με τη μεγαλύτερη κατανόηση, σχεδόν με συμπάθεια, για τον Παναγιώτη Διαμαντόπουλο ο οποίος το 1984 μήνυσε τον 62χρονο τότε συγγραφέα- πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, και επιχειρηματία πατέρα της για τον φόνο του δικού του πατέρα- και δικαιώθηκε.
Σαν να διαδραματίστηκε αλλού η «υπόθεση Νάσιουτζικ»- σε κάποια αθέατα κέντρα. Δευτερότοκη κόρη του η συγγραφέας,αποφάσισε να ξαναγράψει την ιστορία του αναθεωρώντας την για να αποκαταστήσει τον θύτη, ως θύμα σκευωρίας.
Χωρίς όμως να βουτάει στα βαθιά, χωρίς να ασχολείται με την επιχειρηματολογία της πολιτικής αγωγής ή να φέρνει στο φως νέα στοιχεία, αλλά προσεγγίζοντας το θέμα από την «ανθρώπινη» πλευρά του, με την άνεση κατά συνέπειαν των ακροβατικών κινήσεων που της επιτρέπονται. Άλλωστε, έξυπνα τιτλοφορεί το βιβλίο της «μυθιστόρημα», και εμφανίζεται στις σελίδες του ως Ελβίρα- ενώ όλοι οι άλλοι, από τον θείο της Ζαφείρη μέχρι τον Βαγγέλη Ρωχάμη που προστάτευε, λέει, τον πατέρα της στον Κορυδαλλό, παρελαύνουν με τα πραγματικά ονόματά τους.
Η Παυλίνα Νάσιουτζικ σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Έχει λάβει μέρος σε διεθνή ιστορικά συνέδρια και έχει γράψει βιβλία για τη νεότερη ιστορία ενώ έγινε διάσημη με τα «Μαμάδες βορείων προαστίων», «Κάψτε τα νυφικά» και «Μύκονος μπλουζ».
Πηγή: iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/89109#ixzz2JvFlhca3
Η ΠΑΥΛΙΝΑ ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ ΜΙΛΑ (σε ανύποπτο χρόνο) ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΗΣ ΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ
Η Παυλίνα των λαμπερών φωτογραφήσεων, των
κοσμικών γνωστών, της καλής οικογενείας, των life style συνεντεύξεων, των
βιβλίων της που γίνονται-όλα-best seller. Και η άλλη Παυλίνα. Των δικαστηρίων,
των φυλακών, του πατέρα που κατηγορήθηκε για φόνο, η Παυλίνα των καταθλίψεων. Η
αληθινή. Το τελευταίο βιβλίο της Παυλίνας Νάσιουτζικ «Τόση λίγη αλήθεια»
(εκδόσεις Μελάνι) το είχα ανακαλύψει, εντελώς τυχαία, επάνω στον πάγκο ενός
βιβλιοπωλείου στο κέντρο της Αθήνας. Μόλις είχε κυκλοφορήσει και βρισκόταν σε
περίοπτη θέση. Άλλο ένα ευπώλητό της. Γνώριζα ήδη τη λογοτεχνική της ύπαρξη ως
κάτι «επιδερμικό», «ροζ» και «εύκολο», ως κάτι «γυναικείο» ή ως κάποια που
γράφει βιβλία «για την παραλία». Αυτό άλλωστε καταλάβαινα και από κάποιες
συνεντεύξεις που έδινε πέρσι για το προηγούμενό της βιβλίο «Μύκονος Μπλουζ» ή
τις «μαμάδες βορείων προαστίων»-το φανταχτερό εξώφυλλο του νέου της
μυθιστορήματος επιβεβαίωνε, μάλλον, ότι το «έγκλημα» θα επαναλαμβανόταν. Έτσι
νόμιζα. Αυθαίρετα. Κι όμως. Είχα λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος. Διάβασα το
οπισθόφυλλο, γύρισα σε μία τυχαία σελίδα και έπεσα πάνω σε σκόρπια δικά της
λόγια, λόγια της ηρωίδας της. Αυτοβιογραφικά. Μάλλον-δεν ήξερα. «Η αλήθεια που διάλεξα να πιστέψω εγώ, ήταν το πρόσωπο
του πατέρα μου όταν μου διάβαζε τον Όλιβερ Τουίστ ενώ ήμουν άρρωστη στο κρεβάτι,
ήταν το πρόσωπο του πατέρα μου όταν μου έφερνε ζάχαρη και σοκολάτα όταν ξυπνούσα
από εφιάλτη που με βασάνιζε παιδί, ήταν το πρόσωπο του πατέρα μου που περίμενε
όλο αγωνία στο παράθυρο να γυρίσω από το φροντιστήριο με αχνιστή, από τα χέρια
του την καρμπονάρα. Ήταν το πρόσωπο της αγάπης. Αυτό αποφάσισα να
πιστέψω. Αυτό αποφάσισα να μην προδώσω. Έπρεπε να υπερασπιστώ την οικογένειά
μου, την εικόνα του πατέρα, όχι μόνο απέναντι στον κόσμο, αλλά και απέναντι στον
ίδιο μου τον εαυτό. Ίσως αυτό να είναι το δυσκολότερο απ όλα». Το ίδιο βράδυ
έψαξα να μάθω για την πραγματική ιστορία της Παυλίνας Νάσιουτζικ-αυτήν που δεν
γνώριζε κανένας μέχρι τότε, αυτήν που δεν είχε αφηγηθεί ποτέ. Search. Ήταν,
λοιπόν, η κόρη του Θανάση Νάσιουτζικ, πρώην προέδρου της εταιρίας Ελλήνων
λογοτεχνών, ο οποίος κατηγορήθηκε για την άγρια δολοφονία του συγγραφέα Θανάση
Διαμαντόπουλου μέσα στο σπίτι του στο Κολωνάκι, τον Σεπτέμβριο του 1984. Ο
Νάσιουτζικ-ο πατέρας της Παυλίνας-αρνείτο συνεχώς, σε όλες τις δίκες που
ακολούθησαν, ότι είναι αυτός ο δράστης της δολοφονίας. Είναι ίσως ο μοναδικός
κατηγορούμενος στα δικαστικά χρονικά της Ελλάδας που έχει δικαστεί τέσσερις
φορές για το ίδιο αδίκημα και έχουν εκδοθεί τόσο διαφορετικές αποφάσεις γι
αυτόν: Ισόβια κάθειρξη την πρώτη φορά, δύο φορές κρίθηκε αθώος κατά πλειοψηφία
και την τέταρτη-και τελευταία-του επιβλήθηκε ποινή «πρόσκαιρου καθείρξεως».
Τελικά, «αθώος». Για δέκα περίπου χρόνια, η
«υπόθεση Νάσιουτζικ» ήταν το αγαπημένο δικαστικό θρίλερ των εφημερίδων (μαζί με
την υπόθεση Κοσκωτά). Δύο τηλεφωνήματα μου επιβεβαίωσαν όσα βρήκα στο
internet. Και κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο της που διάβασα το ίδιο βράδυ και
που, τελικά, αφορούσαν την ίδια. Βιωματικά. «Ο πατέρας μου, ο μόνος άνθρωπος που
είχα πραγματικά αγαπήσει ως τότε στη ζωή μου, δικάστηκε για το φόνο ενός φίλου
του. Ήταν ένας φόνος που συνεπήρε όλη την Αθήνα. Για μένα τίποτε από όλα αυτά
δεν είχε σημασία. Θα τον αγαπούσα το ίδιο, ακόμη και αν ήταν σκουπιδιάρης. Από
τον πατέρα μου είχα μάθει ότι η αγάπη είναι μεγάλες χειρονομίες και όχι γελοίες,
μικρές λέξεις». Η συνάντησή μου με την Παυλίνα Νάσιουτζικ εμπεριείχε το ρίσκο
του αν θα μιλούσε για την αλήθεια της, αν ήταν τώρα έτοιμη γι αυτό, αν θα είχε
τη διάθεση να μην επαναλάβει άλλη μία επιδερμική συνέντευξη-από αυτές που δίνουν
οι μπεστσελλερίστριες στα life style περιοδικά με τις λαμπερές φωτογραφήσεις.
Και, τελικά, δεν με διέψευσε.
-Είναι λύτρωση το χιούμορ που χρησιμοποιείτε
στα βιβλία σας;
-Μα το χρησιμοποιώ και στην προσωπική μου ζωή. Μου αρέσει,
έτσι μου βγαίνει. Αυτό ξεκίνησε από την οικογένειά μου, από τη μαμά μου που
έκανε τρομακτικό χιούμορ, ακόμη και σε δύσκολες στιγμές. Έχουμε ένα οικογενειακό black χιούμορ.
-Ήταν
σημαντική η καλοσύνη στη ζωή σας;
-Πολύ. Σε αυτό που θεώρησα εγώ ως την πιο
δύσκολη περιπέτεια της ζωής μου, η δίκη και οι κατηγορίες για τον πατέρα μου, με
έσωσε η καλοσύνη κάποιων ανθρώπων. Η απέραντη καλοσύνη του Γιώργου Χειμωνά, της
Λούλας Αναγνωστάκη. Η καλοσύνη με διέσωσε.
Ήμουνα ασθενής του Γιώργου Χειμωνά, με γνώριζε από μικρή-αν και αυτό
θεωρείται ιατρικά αντιδεοντολογικό.
-Τι άλλο σας διέσωσε από την δύσκολη
περίοδο με την καταδίκη, τις αναιρέσεις, τις συνεχείς δίκες του πατέρα
σας;
-Το ότι δεν θέλησα να αφήσω τον εαυτό μου να περάσει στην άλλη όψη.
Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που μπαίνουν για
να μας κάνουν πράγματα που είναι χυδαία, ευτελή. Είναι πάρα πολύ εύκολο να
εξοικειωθείς με τη συμπεριφορά τους, να θελήσεις να τους το ανταποδώσεις. Τελικά
όμως, αν πέσεις σε αυτή την παγίδα, φθείρεσαι. Αν κρατήσεις την καλοσύνη σου,
είναι η καλύτερη τιμωρία. Διασώζεις τον αληθινό σου εαυτό.
-Αυτό είναι
πολύ δύσκολο.
-Είναι. Κάνω ένα κόλπο με το μυαλό μου: Επαναφέρω στη μνήμη μου
τον εαυτό μου όταν έκανε πατίνια, όταν έπαιζα στην παιδική χαρά, όταν έκανα
κούνια, όταν έπαιζα με τις φίλες μου. Δεν θέλω
ποτέ στη ζωή μου να προδώσω αυτό το παιδί, αυτό το παιδί που
υπήρξα.
-Με αυτό τον τρόπο γίνεστε ευάλωτη.
-Μα είμαι
ευάλωτη.
-Τότε ποια είναι η ασπίδα σας;
-Δεν έχω καμία ασπίδα, πληγώνομαι
εύκολα.
-Τι θυμάστε από εκείνη την περίοδο; Την περίοδο της περιπέτειας του
πατέρα σας;
-Την οδύνη. Ήταν μία περίοδος με δικαστήρια που κράτησαν 10
χρόνια, είχε προφυλακιστεί, είχαν γίνει τέσσερις δίκες- η μία ήταν
καταδικαστική, οι άλλες αθωωτικές- ο εισαγγελέας αναιρούσε διαρκώς αθωωτικές
αποφάσεις και θεωρητικά θα μπορούσε αυτό να το κάνει επ άπειρον. Με αυτό τον
τρόπο μπορεί ο κατηγορούμενος να προφυλακίζεται ξανά και ξανά. Τρομακτικό
επώδυνο, τρομακτικά εξοντωτικό. Όποιος όμως πέρασε μέσα από τέτοια πράγματα,
ενδυναμώνει ως χαρακτήρας. Μπορεί μετέπειτα να είναι ευαίσθητος και ευάλωτος
μόνο με δικούς του ανθρώπους, όχι με άλλους.
-Είναι ο ήρωας της ζωής σας ο
πατέρας σας;
-Δεν έχω ήρωες. Είναι ένας
άνθρωπος, όμως, που αγαπάω τρομερά. Θεωρώ ότι διασύρθηκε πολύ άδικα, μου έχει
σταθεί και μου στέκεται ακόμη απίστευτα. Τα
βράδια δεν κοιμάται αν δεν ακούσει το ασανσέρ, αν δεν είναι βέβαιος ότι γύρισε ο
γιος μου.
-Αμφιβάλλατε ποτέ για την αθωότητα του πατέρα
σας;
-Ποτέ! Ποτέ δεν αμφέβαλα. Όχι επειδή είναι ο πατέρας μου και υπάρχει
συναισθηματικός δεσμός, αλλά επειδή αυτό είναι η αλήθεια. Εγώ μεγάλωσα με το
πνεύμα της κλασσικής λογοτεχνίας, η κλασσική λογοτεχνία είναι ο πιο οξυδερκής
κριτής του εαυτού της. Μου έμαθε να κρίνω τον
εαυτό μου, τους άλλους, το παιδί μου. Δεν καλύπτω τα πράγματα. Επίσης, έχω έναν
πολύ ισχυρό κώδικα αξιών-δικό μου. Όχι το τι θα πει ο γείτονας. Είχα
διαβάσει όλα τα στοιχεία, όλες τις δικογραφίες. Αν είχα την ελάχιστη αμφιβολία
δεν θα τον είχα υπερασπιστεί. Κι ας ήταν πατέρας μου. Τον υπερασπίστηκα επειδή
υπερασπιζόμουνα έναν αθώο, δευτερευόντως επειδή ήταν ο πατέρας μου. Το ίδιο θα
έκανα και για ένα φίλο μου ή για κάποιον ξένο.
-Υπήρξατε ένα «παιδί-
φάντασμα»; Είναι κάτι με το οποίο χαρακτηρίζετε την ηρωίδα στο βιβλίο
σας.
-Έτσι νιώθω (συγκινείται). Ξέρετε, πολύ
ξαφνικά, έπρεπε να παίξω το ρόλο του ενήλικα. Και αυτό το ρόλο έπρεπε να τον
παίξω απολύτως γιατί η μαμά μου είχε καταρρεύσει σε έναν καναπέ. Ζούσα ένα
ανελέητο καθημερινό σφυροκόπημα, μία χώρα παιδικών ονείρων γεμάτη δάκρυ. Αυτή τη
χώρα δεν μπορώ να την ξαναβρώ. Κατέρρευσε ένας κόσμος- όχι μόνο από
οικονομικής πλευράς. Εγώ μπορεί να πήγαινα στη σχολή Μωραίτη, να συναγελαζόμουνα
τους κοσμικούς και τους εύπορους αλλά, μέσα μου, είχα απόσταση από όλα αυτά.
Έκανα πράγματα που δεν έκανε κανένα παιδί της σχολής Μωραίτη: Κολλητοί μου ήταν
τα παιδιά των σχολείων της Γκράβας-φτωχά παιδιά. Οι γονείς μου μπορεί να είχαν
μία σεβαστή περιουσία, αλλά ήταν κυρίως διανοούμενοι. Ποτέ δεν μου είπαν οι
γονείς μου «πως είναι αυτά παιδιά;» ή «που είναι το Γαλάτσι;».
-Τι σας
πείραξε πιο πολύ σε όλη αυτή την ιστορία που ζήσατε;
-Τα επισκεπτήρια στις
φυλακές. Να βλέπεις ένα πρόσωπο κομματιασμένο πίσω από τα κάγκελα (συγκινείται).
Οι άνθρωποι γύρω μου, εκεί στις φυλακές, ήταν
πολύ συμπαθητικοί, ήταν όλοι αυτοί που περίμεναν να δουν τους δικούς τους
ανθρώπους. Το σοκ μου δεν ήταν πως βρέθηκα εγώ εδώ με αυτούς τους
ανθρώπους, το σοκ μου ήταν οι ιστορίες τους. Οι ποινικοί κρατούμενοι είναι οι
επαναστάτες του αύριο.
-Τι εννοείτε;
-Ότι αυτοί που ήταν μέσα στη φυλακή
δεν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες για να βγουν, να στηρίξουν τον εαυτό τους.
Όλοι όσοι πληρώνουν τη νύφη, δεν είναι πάντοτε οι αίτιοι των εγκλημάτων. Όλοι
ξέρουν ότι το σύστημα είναι σάπιο. Ξέρετε όμως τι μου έκανε τρομερή εντύπωση στα
επισκεπτήρια; Η αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων. Έρχονταν οι γυναίκες για να δουν
τους συζύγους τους μέσα στις φυλακές με τα παιδιά τους καλοντυμένα. Φοβερά
αξιοπρεπείς!
-Πως ήταν ο πατέρας σας εκείνη την περίοδο;
-Τα αντιμετώπισε
όλα με τρομερή αξιοπρέπεια. Τρομερά διακριτικός. Μας έλεγε ο Λυκουρέζος «δεν έχω
ξαναδεί πιο αδέξιο κατηγορούμενο. Άλλοι στη θέση του θα χτυπιούνταν, θα έσκιζαν
τα ρούχα τους. Αυτός δεν μιλάει». Ο πατέρας μου ήταν πάντα εσωστρεφής και πολύ
αξιοπρεπής. Έτσι είναι ο χαρακτήρας του. Ακόμη και τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ ο
άνθρωπος που θα σήκωνε το δάχτυλο και θα έλεγε «ο τάδε μου έκανε κακό, ο τάδε με
έβλαψε». Η ιστορία του πατέρα μου με έμαθε ότι
δεν πρέπει ποτέ να βυθιζόμαστε στη σιωπή. Ξέρω ότι οι άνθρωποι προτιμούν τη
σιωπή, αλλά εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Η σιωπή είναι θάνατος. Αυτό λέω
και στο γιο μου. Μέχρι τότε ούτε εγώ πολυμιλούσα, ίσως έτσι να ήταν οι αρχές της
οικογένειάς μας: Δεν μιλάμε, τα ανεχόμαστε όλα σιωπηλά, τα υπομένουμε, δεν
επαναστατούμε. Σαφώς διαφοροποιήθηκα.
-Οι φίλοι σας πως αντιδρούσαν με
την περιπέτειά σας; Τα άλλα παιδιά, οι συμμαθητές σας;
-Όλοι ήταν
εξαιρετικοί, όλοι στάθηκαν στο πλευρό μου. Εξαιρετικά διακριτικοί-όσο ήθελα εγώ
να μιλήσω. Όλοι πίστευαν στην αθωότητα του πατέρα μου.
-Περάσατε εύκολα από
την κατάθλιψη στην αντίπερα όχθη; Έστω μέσα από την επαφή σας με τον Γιώργο
Χειμωνά;
-Ήταν τόσο τρομακτικές τότε οι συνθήκες που κανείς δεν μπορεί να
μιλήσει για ευτυχία. Δεν πέθανα, δεν
αυτοκτόνησα, βγήκα από την κατάθλιψη και απέκτησα έναν οδηγό ζωής. Είχα κάτι στο
οποίο μπορούσα να καταφύγω. Στο τέλος, ο Γιώργος, με έπεισε να κάνω ένα
παιδί και έτσι έμεινα έγκυος στο γιο μου. Εκεί αποκαταστάθηκαν πολλές
ισορροπίες, πολλά πράγματα ανατράπηκαν.
-Ένα παιδί ισορροπεί έναν άνθρωπο που
πάσχει από κατάθλιψη;
-Μακροπρόθεσμα όχι. Αλλά όταν είναι ένα οξύ ατομικό
γεγονός όπως εκείνο που ζούσα εγώ, ναι. Βέβαια ένα παιδί, μελλοντικά, μπορεί να
σε ξαναρίξει στην κατάθλιψη, μπορεί και να σε ξεκάνει. Μέχρι τα πρώτα 10 χρόνια
του παιδιού έχεις τη χαρά ότι διαμορφώνεις έναν άνθρωπο, ότι του δίνεις αρχές
που μπορεί να είναι και ενάντια σε ό,τι προηγήθηκε, να είναι κάτι καινούργιο.
Μία φορά, για παράδειγμα, που έγραφε ο γιος μου
διαγώνισμα στην ιστορία, μου λέει «έλα μαμά να διαβάσουμε ιστορία» και του
απαντάω «χέσε την ιστορία, θα διαβάσουμε Μάριο Χάκκα». Μου λέει «μαμά, είσαι
τρελή;». Εγώ ήξερα ότι την ιστορία θα την ξεχάσει, το κείμενο του Χάκκα όμως δεν
θα το ξεχάσει ποτέ. Ο Χάκκας θα του μείνει.
-Υπέροχη!
-Μα το
πιστεύω αυτό. Και ο ίδιος το θυμάται ακόμα. Μερικά βιβλία είναι πολύ μεγάλο δώρο
στη ζωή μας.
-Τι ωραίο θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
-Να πηγαίνω με
τη μαμά μου «μαγικό περίπατο». Πηγαίναμε περιπάτους κάθε απόγευμα και μιλούσαμε
για συγγραφείς. Για τη ζωή και τα βιβλία τους. Όλα αυτά από την πρώτη δημοτικού.
Μου άρεσαν πάρα πολύ! Πολλές φορές με ρωτούσε η δασκάλα μου «πως εσύ ξέφυγες από
τη μοίρα των παιδιών που έχουν διάσημους γονείς και βρίσκονται στη σκιά τους;».
Τότε δεν ήξερα. Τώρα καταλαβαίνω ότι η βαριά σκιά των γονιών μου δεν υπήρχε ποτέ
μέσα στο σπίτι. Ποτέ δεν έλεγαν «τα βιβλία μας» ή «κοίτα το άρθρο μου». Οι φίλοι τους, ο Τερζάκης, ο Σαμαράκης, ο Πεντζίκης,
ήταν άνθρωποι φυσιολογικοί. Τρώγαμε μαζί κεφτεδάκια. Έπαιζα με τον Χειμωνά και
με το γιο του στην παιδική χαρά. Σκεφτείτε ότι στο δημοτικό είχα βάλει
τον μπαμπά μου να μου λύσει κάποιες ασκήσεις μαθηματικών, μου τις έλυσε λάθος
και δεν καταλάβαινα γιατί. Είχα θυμώσει. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το έκανε
επίτηδες για να μου δείξει ότι ο ίδιος δεν είναι τίποτα σπουδαίο.
-Οι
δυσκολίες μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους;
-Εγώ νομίζω είναι το τι είμαστε
από πριν, σαν DNA. Οι άνθρωποι που είναι καλοί γίνονται καλύτεροι και οι
άνθρωποι που είναι κακοί, γίνονται χειρότεροι. Δεν ισχύει ότι όλους μας
εξαγνίζει η δυστυχία. Δυστυχώς, οι άνθρωποι που έχουν κάποια στοιχεία κακού
χαρακτήρα, με το πέρασμα των χρόνων όλα αυτά γίνονται πολύ πιο έντονα.
-Η δυσκολία μας τσεκάρει;
-Αυτό
ακριβώς. Είναι πως αντεπεξέρχεται ο καθένας. Σε άλλον του βγαίνει η καλή του
πλευρά, σε άλλον το να επιβιώσει ο ίδιος, να γίνει πιο καλοπερασάκιας, πιο
καθίκι.
-Έχετε έναν παράξενο συνδυασμό ψυχοσύνθεσης. Ταυτόχρονα
υπερευαίσθητη, αλλά και σκληρή.
-Αυτό μου το είχε πει κάποτε και η Λούλα
Αναγνωστάκη. Ότι είμαι πολύ ευαίσθητη, ότι βυθίζομαι στην ευαισθησία, αλλά
ταυτόχρονα έχω τρομερή δύναμη μέσα μου. Μακάρι να ισχύει. Εγώ ξέρω που να
διοχετεύω την ευαισθησία μου. Ίσως να είχα πάντοτε δύναμη μέσα μου, απλώς να μην
το γνώριζα. Μέχρι που ξεπήδησε η ιστορία του πατέρα μου.
-Ο πόνος αναγνωρίζει
τον πόνο;
-Ναι. Πάρα πολύ. Μπορεί να έχω
συναντήσει έναν άνθρωπο για πέντε λεπτά και να τον καταλαβαίνω από την έκφραση
των ματιών του. Κατευθείαν. Δεν χρειάζεται να μιλήσει. Και σ εσάς το
καταλαβαίνω. Σας καταλαβαίνω κι ας γελάτε. Απ την αρχή, μόλις μπήκα στο cafe σας
κατάλαβα.
-Τι εννοείτε;
-Βρίσκεται στην έκφραση των ματιών σας. Δεν είναι
γυάλινα, μοιάζουν με πληγωμένου ελαφιού. Έτσι δεν είναι;
-Τι σας έδωσε χαρά
σήμερα;
-Το προσωπάκι του Νικολάκη, του γιου
μου, την ώρα που κοιμόταν. Αυτό είναι ευτυχία.
-Μόνο μία φορά περνάει το λεωφορείο της
ευτυχίας;
-Εγώ θέλω να πιστεύω ότι περνάει πολλές φορές, ότι δεν
περνάει μόνο μία. Απλώς, πρέπει να είμαστε σε εγγρήγορση, δεν φτάνει να
στεκόμαστε στη στάση, πρέπει να απλώνουμε και τα χέρια. Επίσης πρέπει να είμαστε
σε θέση να το αναγνωρίσουμε και να το κυνηγήσουμε. Σίγουρα δεν περνάει μόνο μία
φορά. Βέβαια, όταν είμαστε πολύ ερωτευμένοι αισθανόμαστε ότι αυτό είναι,
ότι δεν θα ξαναπεράσει. Αλλά σίγουρα-να είστε βέβαιος γι αυτό-ξαναπερνάει.
Μπορεί να μην είναι κεραυνοβόλο, αλλά να έχει άλλη μορφή, πολύ πιο ουσιαστική.
Να είναι κάτι διαφορετικό και να μην είναι το στερεότυπο που έχουμε στο μυαλό
μας. Με τα τάδε κιλά, την τάδε οικονομική κατάσταση, την τάδε
δουλειά.
-Ευτυχήσατε στον έρωτα;
-Ναι. Πιστεύω ότι είμαι γεμάτη.
-Τι
είναι κόλαση;
-Να μην μπορείς πια να αγαπάς. Το να σε αγαπούν οι άλλοι δεν
είναι τόσο σημαντικό όσο το να αγαπάς εσύ.
-Δεν είναι επώδυνο να δίνεις εσύ
αγάπη και να εισπράττεις ένα τίποτα;
-Όταν δίνεις αγάπη πάντοτε θα
εισπράξεις!
-Πάντα;
-Πάντα! Κάποια στιγμή θα την
εισπράξεις.
-Πάγωσαν ποτέ τα συναισθήματά σας;
-Δυστυχώς ποτέ. Αν πάγωναν
θα υπέφερα λιγότερο. Η ψυχοθεραπεία με βοήθησε στο να επιβιώσω- και ο Γιώργος
Χειμωνάς αποκλειστικά. Οι περισσότεροι ψυχίατροι βλέπουν τους ασθενείς τους σαν
εξωτικές διακοπές ή σαν ακριβές γόβες. Ο Χειμωνάς, όμως, ήταν κατά της
ψυχανάλυσης και των μακρόχρονων θεραπειών, ήταν υπέρ του πώς να σε βοηθήσουμε,
πως θα φτιάξουμε τη ζωή σου τώρα. Έκανε κάτι μαγικό.
-Η αυτοκτονία είναι λύση
σε μια θλιβερή ζωή;
-Εξαρτάται πόσο θλιβερή είναι αυτή η ζωή. Μπορεί σε
κάποιο σημείο να είναι τόσο θλιβερή που ένας άνθρωπος να την εκλαμβάνει σαν
λύση. Έτσι κι αλλιώς, όμως, λύση δεν
υπάρχει.
-Τι χρώμα έχει σήμερα η μέρα σας;
-Πράσινο. Παναθηναϊκός,
όπως είναι ο γιος μου.
Δημοσίευση στον
“Φιλελεύθερο” της Κύπρου, ένθετο “Υστερόγραφο”, τον Ιούλιο του 2008.