Κατά τις πληροφορίες – προερχόμενες, προφανώς, από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών- ο κ. Γιάννης Στουρνάρας έθεσε στην Κριστίν Λαγκάρντ το θέμα των ημερών σχετικά με τις λανθασμένες εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ύφεση που θα προκαλούσε το εκπονηθέν από το Ταμείο πρόγραμμα. Δεν έγινε γνωστό τι απάντησε η κυρία Λαγκάρντ και εάν το ΔΝΤ προτίθεται να θέσει επίσημα έναντι των άλλων δύο μερών της τρόϊκας το συγκεκριμένο ζήτημα. Και, εκ του αποτελέσματος, να προτείνει την αλλαγή παραμέτρων του προγράμματος.
Όλα αυτά συζητώνται και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Ο πρόεδρος της Δημ.Αρ μάλιστα πρότεινε αναθεώρηση του προγράμματος μετά την παραδοχή αποτυχίας στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ.
Το ερώτημα είναι “εάν και κατά πόσο το θέμα αυτό μπορεί να εξαντλείται σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ Στουρνάρα και Λαγκάρντ” και κάποιες διαρροές σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης, προκειμένου, προφανώς να τύχει εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και, ίσως, εκτόνωσης μέρους της πίεσης που δέχεται η κυβέρνηση.
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική. Ο κ. Στουρνάρας μπορεί να συζητά ότι θέλει με την κ. Λαγκάρντ, ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όμως, πρέπει να τεθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
Εάν δεχθούμε ότι ο πρωθυπουργός δεν είχε πρακτικά τη δυνατότητα να το πράξει στην τελευταία Σύνοδο για την εκπόνηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, οφείλει να το πράξει άμεσα. Στο υψηλότερο επίπεδο. Κι εκεί οφείλουν, επιτέλους, να παραστούν και οι κ.κ Βενιζέλος και Κουβέλης για να καταστεί σαφές ότι το αίτημα της άμεσης επαναδιαπραγμάτευσης εκπροσωπεί την κυβερνητική πλειοψηφία.
Επειδή, μάλιστα, θέμα επαναδιαπραγμάτευσης έχει ήδη θέσει και η αξιωματική αντιπολίτευση, όλοι αντιλαμβάνονται πως με μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκκλίσεις το θέμα αυτό εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Ο κ. Σαμαράς θα έπρεπε να ζητήσει μία μίνι ευρωπαϊκή διάσκεψη με τη συμμετοχή του προέδρου του Eurogroup, του προέδρου της Ε.Ε, της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του ΔΝΤ. Σ αυτή τη διάσκεψη η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πάει προετοιμασμένη: με τεκμηρίωση των συνεπειών του “λάθους” του ΔΝΤ και πρόταση για αλλαγή σημαντικών όρων των μνημονίων και της δανειακής σύμβασης που εντείνουν την ύφεση.
Οιαδήποτε άλλη “έμμεση” (όπως περιέργως αναφέρεται σε σχετικές αναφορές κύκλων του υπουργείου Οικονομικών) συζήτηση με την Λαγκάρντ αποτελεί, απλώς, επικοινωνιακό “κόλπο” για εσωτερική πολιτική κατανάλωση.
Θα ήταν κρίμα η κυβέρνηση να χάσει αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Διότι σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν σαν να αποδέχεται το αποτυχημένο πρόγραμμα του ΔΝΤ. Και, μετά, όλα θα είναι πιό δύσκολα…