Εάν ο πρωθυπουργός επιδίωκε να καταστήσει best seller ένα τυπικό κυβερνητικό έγγραφο, το κατάφερε. Το περιβόητο ΦΕΚ 937 είναι, από προχθές, η πιο κραυγαλέα απόδειξη της πολιτικής στενοκεφαλιάς και της μνημονιακής προχειρότητας. Και, ως ήταν φυσικό, …διαβάζεται πολύ. Διαβάζεται στην Ιπποκράτους (ΠΑΣΟΚ), διαβάζεται στην Βασιλέως Κωνσταντίνου (ΔΗΜΑΡ) και, οπωσδήποτε, διαβάζεται στην Κουμουνδούρου (ΣΥΡΙΖΑ), καθώς ο Αλέξης Τσίπρας έχει να αντιτάξει -επικοινωνιακά- το συγκεκριμένο φύλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης έναντι της κριτικής που του ασκήθηκε για την “αναστολή του μνημονίου”.
Το ΦΕΚ 937 είναι ένα από τα ελάχιστα ΦΕΚ που θα μείνουν στην ιστορία. Κι αυτό διότι την ώρα που αυτονόητη -και πέραν των επιταγών του μνημονίου- ανάγκη είναι η περικοπή των υπερβολικών κρατικών δαπανών ως αντίβαρο ( έστω και κατ’ ελάχιστον) στις εξοντωτικές περικοπές μισθών και συντάξεων, ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανάβει “πράσινο φως” για έξι επιπλέον αναπληρωτές υπουργούς και έναν υφυπουργό.
Δηλαδή, επτά επιπλέον κουστωδίες συμβούλων, γραμματέων, φρουρών, κλητήρων και λοιπών παρατρεχάμενων, επτά υπουργικά αυτοκίνητα και λοιπά κόστη που όσο και να μην είναι πολύ σημαντικά -όπως λένε κάποιοι- ισοδυναμούν, αναμφισβήτητα, με καμιά 500αριά κομμένες συντάξεις.
Η απάντηση της κυβέρνησης δεν ήταν “μα, τους χρειαζόμαστε στο πλαίσιο της αναπτυξιακής εφόδου της κυβέρνησης”. Δεν πρόκειται -όχι ότι θα χρειαζόταν αλλά θα μπορούσε να γίνει συζήτηση- για τοποθετήσεις στο υπουργείο Ανάπτυξης επειδή κρίνεται πως χρειάζεται, για παράδειγμα, ειδικός υπουργός για τα Δίκτυα (αυτοκινητοδρόμους κ.ά). Ούτε στο υπουργείο Περιβάλλοντος επειδή απαιτείται “στοχοπροσηλωμένος” υπουργός για το φυσικό αέριο και τον ορυκτό πλούτο.
Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για αναπληρωτές στην κυρία Όλγα Κεφαλογιάννη (Τουρισμού) και στον Θεόδωρο Καράογλου (Μακεδονίας-Θράκης). Δεν εξηγείται διαφορετικά. Η κυρία Κεφαλογιάννη χρειάζεται αναπληρωτή με χαρτοφυλάκιο τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και ίσως τη Σκιάθο και ο κ. Καράογλου έχει άμεση ανάγκη αναπληρωτή για τις πανέμορφες Πρέσπες, την Κερκίνη (με τα βουβάλια της) και τα αντιπλημμυρικά έργα στον Έβρο.
Θα ήταν πολύ αστείο εάν δεν ήταν πολύ σοβαρό.
Η κυβέρνηση, όμως, δεν επιδεικνύει σοβαρότητα. Οι δε εξηγήσεις ότι οι νέες θέσεις αποτελούν μνημονιακή υποχρέωση δείχνουν ότι κάποιοι δεν έχουν αίσθηση της πραγματικότητας. Διότι εάν κάποια μνημονιακή “υποχρέωση” απαιτεί να αυξηθεί το κυβερνητικό σχήμα από 41 μέλη σε 48 (με τα επιπλέον κόστη που αυτό προϋποθέτει), τότε το επόμενο βήμα είναι να ορίζει ο Πωλ Τόμσεν τους υπουργούς της κυβέρνησης. Αφού, προηγουμένως, συμβουλευτεί τον Σόϊμπλε και τη Λαγκάρντ.
Θα μπορούσε να ζητηθεί, φερ’ ειπείν, ως μνημονιακή “υποχρέωση” η απαραίτητη γνώση της γερμανικής γλώσσας για όποιον επιλέγεται ως υπουργός. Και άλλα τέτοια.
Ο κ. Σαμαράς οφείλει ένα mea culpa και μια πειστικότερη εξήγηση. Είναι κρίμα σε μια περίοδο που δείχνει να κερδίζει χρόνο και να αντέχει δημοσκοπικά (κάτι που σπάνια συμβαίνει υπό ανάλογες συνθήκες) να πετάει το πολιτικό του κεφάλαιο στη λίμνη κάποιων σκοπιμοτήτων. Διότι, εν κατακλείδει, κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ πιστεύουν ότι οι πέντε εκ των επτά νέων κυβερνητικών θώκων είναι “στάχτη στα μάτια” για να τοποθετηθούν αναπληρωτές- βεντούζες στους ανεπιθύμητους -αλλά σφόδρα υποστηριζόμενους από τον Φώτη Κουβέλη- κ.κ Μανιτάκη και Ρουπακιώτη.
Εάν, όμως, συμβαίνει αυτό τότε τα πράγματα είναι χειρότερα. Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είναι μια τρικομματική κυβέρνηση (συνεργασίας) με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά. Είναι μια κυβέρνηση ποσοστώσεων, μια κυβέρνηση του 4-2-1, που, όπως όλα τα παρόμοια εγχειρήματα, κάποια στιγμή θα τα σπάσει στην πολιτική μοιρασιά.
Γι αυτό, απαιτείται ανασχηματισμός το συντομότερο δυνατόν. Ανασχηματισμός με όρους Σαμαρά και όχι “ισορροπιών”. Αφού προηγουμένως καεί παραδειγματικά στην Ηρώδου του Αττικού -για να βλέπουν και οι περιφερόμενοι τουρίστες- το ΦΕΚ 937.