Σύμφωνα με το capital.gr, πολιτικοί και οικονομολόγοι που βρέθηκαν στο «τιμόνι» των πολιτικών δημοσιονομικής προσαρμογής επέμεναν ότι, αν οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονταν για καιρό, θα οδηγούσαν τελικά τα πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση και θα έδιναν ώθηση στις προβληματικές οικονομίες της Ευρώπης.Οι υπέρ της λιτότητας βάσιζαν τις υποθέσεις στους στο θεωρητικό επιχείρημα της «επεκτακτικής δημοσιονομικής συρρίκνωσης», στο ότι δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή θα έδινε ώθηση στην ανάπτυξη μέσα από τη μείωση των επιτοκίων, καθιστώντας ευκολότερο τον δανεισμό για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και μέσα από τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας –συμπεριλαμβανομένης της ανταγωνιστικότητας- της ευρύτερης οικονομίας.
Σήμερα όμως, σχολιάζει ο Koo, τρία χρόνια μετά, η εικόνα δείχνει να επιδεινώνεται. Και προσθέτει πως τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί για το διάστημα αμέσως μετά την έναρξη εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας, όμως μετά από τόσο καιρό το λογικό θα είναι οι υπέρμαχοί τους να αισθάνονται «προδομένοι» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Με την ανεργία να καταγράφει αλλεπάλληλα υψηλά στην Ευρωζώνη, θα αποτελούσε έκπληξη αν δεν υπήρχε η αντίδραση που υπάρχει» αναφέρει μεταξύ άλλων.
Από την άλλη πλευρά, σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Nomura Research Institute, οι πολέμιοι της λιτότητας δεν δείχνουν να έχουν αντιληφθεί σε βάθος το γιατί η λιτότητα δεν αποτελεί σωστή λύση για την Ευρωζώνη. Σε πολλές χώρες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά όχι μόνο δεν προχωρούν σε νέο δανεισμό…αλλά αντιθέτως επιδιώκουν να μειώσουν τα επίπεδα δανεισμούς τους, παρά τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Από τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας σταματά να επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του κέρδους και εστιάζει στη μείωση του δανεισμού, δεν υπάρχει κανείς πρόθυμος να δανειστεί και η οικονομία εύκολα παγιδεύεται σε ένα σπιράλ ύφεσης. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει η επιδείνωση είναι να δανειστεί το δημόσιο και να δαπανήσει τα κεφάλαια αυτά σε πακέτα δημοσιονομικής στήριξης. Με άλλα λόγια, χωρίς τέτοια πακέτα δεν υπάρχει κανένας λόγος να προωθηθεί η δημοσιονομική ενοποίηση.
Αυτό που τελικά οδήγησε στη σημερινή κατάσταση δεν είναι η έλλειψη δημοσιονομικής ενοποίησης, αλλά η επιμονή για εφαρμογή πολιτικών λιτότητας από όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης, σε μία περίοδο που σε πολλές χώρες ήδη υπήρχε κρίση ισολογισμών ενώ άλλες ακολουθούσαν μια εντελώς διαφορετική πορεία.
Με βάση τα παραπάνω, και αν το ζητούμενο είναι να πειστεί η Γερμανία να αλλάξει στάση, αυτοί που τάσσονται κατά της λιτότητας δεν θα έπρεπε να προβάλλουν ως βασικό επιχείρημα την αδυναμία στην οποία έχουν περιέλθει σήμερα πολλές οικονομίες. Αντιθέτως, θα έπρεπε να αναγνωρίζουν ότι η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη, αν και επώδυνη, και να προβάλλουν το γεγονός ότι ουσιαστικά η γερμανική οικονομία σώθηκε από τις «φούσκες» που δημιούργησε η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ μετά το 2000, η οποία είχε στόχο να στηρίξει τη Γερμανία.
Σχετικά με την ΕΚΤ, ο Ricahr Koo σχολιάζει πως δεν διακρίνει κάποιο λόγο για τον οποίο ένας άνθρωπος του διαμετρήματος του Μ. Draghi δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι οι προσπάθειες μείωσης του κρατικού χρέους, σε μία στιγμή που το ίδιο επιδιώκει να κάνει και ο ιδιωτικός τομέας, θα έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες. «Υποψιάζομαι», σχολιάζει ο R. Koo, «ότι η επιμονή του στη λιτότητα οδηγείται από πολιτικές σκοπιμότητες που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη Γερμανία».
Ενώ λοιπόν θα μπορούσε να είναι απλά θέμα χρόνου η έναρξη της συζήτησης για αλλαγή της τακτικής της Ευρωζώνης προς τη σωστή κατεύθυνση, φαίνεται ότι τελικά θα χρειαστεί χρόνος μέχρι η προσέγγιση αυτή να βρει αντανάκλαση και σε επίπεδο πολιτικής. Ειδικά στη Γερμανία, πολλοί πολιτικοί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης συνεχίζουν να προβάλλουν για τους Νοτιοευρωπαίους μία εικόνα τεμπέληδων ή απρόθυμων να καταβάλουν προσπάθειες για το δικό τους καλό, σχολιάζει ο Koo. Δεν θα είναι εύκολο γι’ αυτούς να παραδεχθούν δημοσίως ότι κάνουν λάθος, τουλάχιστον όχι πριν τις εκλογές του φθινοπώρου, προσθέτει, και εκφράζει την εκτίμηση ότι με βάση τα παραπάνω θα χρειαστεί ακόμα πολύς χρόνος πριν η ευρωπαϊκή οικονομία αρχίσει να κινείται στη σωστή κατεύθυνση.