Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στηρίζει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, εδώ και περίπου εβδομήντα χρόνια. Σήμερα όμως, το Ταμείο αντιμετωπίζει δύο σοβαρές προκλήσεις: τη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή κρίση χρέους και τη δυσαρέσκεια των ανερχόμενων δυνάμεων σχετικά με τη διακυβέρνηση του ΔΝΤ. Ευτυχώς, οι «δίδυμες» αυτές κρίσεις έχουν κοινή, και ίσως αντιφατική, λύση: τη συνεργασία της ΗΠΑ με την Κίνα.
Όπως επισημαίνουν έλληνες και ξένοι οικονομολόγοι “η κρίση της ευρωζώνης έχει μπει για τα καλά στο τρίτο έτος της, και τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να οδεύουν από τη μία καταστροφή στην άλλη, αποφεύγοντάς τες την τελευταία στιγμή. Το ΔΝΤ, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχει βοηθήσει να αποφευχθεί η κατάρρευση. Και πρόσφατα, στις διαπραγματεύσεις για τη διάσωση της Κύπρου, το Ταμείο έχει κρατήσει απαράλλαχτες τις απόψεις του σχετικά με τη διαχείριση κρίσεων. Ωστόσο, οι ενέργειες αυτές έχουν περιορίσει, και όχι αντιμετωπίσει, τα βασικά προβλήματα. Μία ολοκληρωμένη λύση θα χρειαστεί χρηματοδότηση. Χωρίς κεφάλαια, η Ευρώπη δε μπορεί να αναπτυχθεί, και, χωρίς ανάπτυξη, η κρίση θα συνεχιστεί”.
Στο παρελθόν, τα χρήματα θα προέρχονταν από την Ουάσιγκτον. Η ΕΕ και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη μεγαλύτερη διμερή εμπορική σχέση στον πλανήτη. Η εξασθένηση της ζήτησης και η συνεχιζόμενη υποτίμηση του ευρώ απειλεί την εύθραυστη ανάκαμψη των ΗΠΑ. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι εκτεθειμένο σε πιθανή εξάπλωση της κρίσης από την Ευρώπη. Και, χωρίς την ΕΕ, η οποία παραμένει η ισχυρότερη ιδεολογική εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα είναι πολύ πιο δύσκολο για τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν τις δημοκρατικές αξίες τους, να προωθήσουν την πρόληψη της διάδοσης των πυρηνικών όπλων, να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή και να επιδείξουν παγκόσμιο ηγετικό ρόλο. Μία εξασθενημένη Ευρώπη, αποδυναμώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον σήμερα, δεν έχει ούτε την πολιτική ούτε την οικονομική δύναμη να σώσει την Ευρώπη από μόνη της.
Η συνεχιζόμενη κρίση απειλεί και το ΔΝΤ, και ιδιαίτερα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο Ταμείο. Ενώ το Ταμείο αναζήτησε κεφάλαιο για την κρίση της ευρωζώνης, οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν προσπαθήσει να αυξήσουν το μερίδιο τους της ποσόστωσης του Ταμείου, και να αποκτήσουν ενισχυμένα δικαιώματα ψήφου. Η Βραζιλία έχει προσφερθεί επανειλημμένα να βοηθήσει την Ευρώπη με αντάλλαγμα μεγαλύτερη επιρροή. Η Κίνα έχει παραπονεθεί παρομοίως, ότι το σημερινό μερίδιο ψήφου της στο ΔΝΤ (κάτω από 4 τοις εκατό) είναι θλιβερά χαμηλό για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Η πρόσφατη ανακοίνωση της πρόθεσης για τον σχηματισμό μίας αναπτυξιακής τράπεζας των BRICS, όσο απίθανο και αν είναι κάτι τέτοιο σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, εκφράζει τη δυσαρέσκεια πολλών ανερχόμενων δυνάμεων για το υπάρχον πολυμερές σύστημα. Η πίεση για την αλλαγή, στην οποία αντιστέκονται οι ΗΠΑ, πρόκειται μόνο να αυξηθεί.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ανακουφίσουν την ευρωπαϊκή κρίση χρέους και να διατηρήσουν το μερίδιό τους στο ΔΝΤ μέσω μίας κοινής λύσης: της συνεργασίας με την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να έρθουν σε συμφωνία με το Πεκίνο, προσφέροντας διευκολύνσεις στις κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη, με αντάλλαγμα την αποδοχή του status quo του ΔΝΤ από μέρους της Κίνας. Μία τέτοια συμφωνία, θα επέφερε σημαντικά οφέλη και για τις δύο χώρες.
Μία εξασθενημένη Ευρώπη, αποδυναμώνει την Κίνα σχεδόν όσο αποδυναμώνει και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Πεκίνο έχει πληγεί από τη μειωμένη ευρωπαϊκή ζήτηση και την πτώση του ευρώ. Τα 3,2 τρισεκατομμύρια δολάρια των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Κίνας αντιπροσωπεύουν μία από τις λίγες πηγές του παγκόσμιου πλούτου που θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικά την πίεση στην Ευρώπη, και η Κίνα είναι σπάνια ντροπαλή όσον αφορά το να βάζει τα χρήματά της να δουλεύουν. Ωστόσο, η Κίνα έχει περιορισμένο ρόλο στην αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης. Οι κινεζικές επενδύσεις υπόκεινται σε πολλές από τις ίδιες υποψίες στην Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες –φόβος για την εξαφάνιση των τοπικών θέσεων εργασίας, ευαισθησία σχετικά με την ξένη ιδιοκτησία, και επιφυλακτικότητα για τις κινεζικές προθέσεις. Ακόμη και οι πρόσφατες προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών, κυρίως της Γαλλίας, για τόνωση των κινεζικών επενδύσεων, δεν έχουν αποφέρει καρπούς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να καταπολεμήσουν αυτά τα ζητήματα, αξιοποιώντας τους ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς τους με την Ευρώπη για να διευκολύνουν τις κινεζικές επενδύσεις στην ήπειρο. Η έλλειψη εξοικείωσης των κινεζικών εταιρειών με τις νομικές και πολιτικές απαιτήσεις των ανεπτυγμένων αγορών –δύο τομείς στους οποίους υπερέχει ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας των ΗΠΑ- αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη. Το να βοηθήσουν τις κινεζικές εταιρείες να εξοικειωθούν με το κανονιστικό σύστημα της Ευρώπης, είναι μικρό αντίτιμο για τη διάσωση της Ευρώπης.
Σε αντάλλαγμα, η Κίνα θα θέσει επί τάπητος οποιαδήποτε ώθηση για τη μεταρρύθμιση του ΔΝΤ, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η εκπροσώπηση στο ΔΝΤ σίγουρα θα εξελιχθεί, αλλά οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν έχουν κανένα συμφέρον στο να κάνουν παραχωρήσεις σήμερα, όταν είναι και οι δύο απασχολημένες με τα δικά τους προβλήματα στο «σπίτι». Η αποτροπή μίας αναμέτρησης στο εγγύς μέλλον, θα διασφαλίσει ότι το ΔΝΤ θα παραμείνει λειτουργικό και επικεντρωμένο στο ρόλο του ως παγκόσμιος διαχειριστής κρίσεων και δανειστής έσχατης ανάγκης.
Ο γάμος των συμφερόντων της Κίνας και των ΗΠΑ στην ευρωζώνη, δεν συνεπάγεται και γάμο μακροπρόθεσμων στόχων. Στην πραγματικότητα, οι στόχοι που κινητοποιούν την Κίνα και τις ΗΠΑ, είναι αντίθετοι. Οι ΗΠΑ θέλουν μία ισχυρή Ευρώπη για να ενισχύσουν τη δική τους δύναμη, ενώ η Κίνα θέλει μία ισχυρή Ευρώπη για να ελέγχει την ισχύ των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ θέλουν ένα ισχυρό ευρώ για να βοηθήσουν τους αμερικανούς εξαγωγείς, ενώ η Κίνα βλέπει το ευρώ ως χρήσιμη νομισματική αντιστάθμιση έναντι της υπεροχής του αμερικανικού δολαρίου. Η πιο έντονη αντίθεση, είναι ότι οι ΗΠΑ βλέπουν την ισχυρή Ευρώπη ως εταίρο σε μελλοντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις, οι ουσιαστικοί κανόνες των οποίων απευθύνονται ρητά προς την Κίνα, ενώ η Κίνα μπορεί να ελπίζει ότι, βοηθώντας την Ευρώπη, θα αποκτήσει δύναμη για να αντισταθεί στους κανόνες συναλλαγών τους οποίους υποστηρίζουν ΗΠΑ και Ευρώπη.
Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες συγκρούσεις δεν πρέπει να εμποδίζουν τη βραχυπρόθεσμη συνεργασία. Η διάσωση της Ευρώπης είναι απλούστατα πολύ σημαντική για να ανησυχούμε για μελλοντικές εντάσεις. Ως συνεργάτες στις ευρωπαϊκές επενδύσεις, η Κίνα και οι ΗΠΑ συμπληρώνουν σχεδόν τέλεια η μία την άλλη, με το Πεκίνο να παρέχει το κεφάλαιο και την Ουάσιγκτον να κατευθύνει και να διαπραγματεύεται ένα ευρωπαϊκό πακέτο μεταρρυθμίσεων. Η συνεργασία θα μπορούσε να σώσει την Ευρώπη, να διατηρήσει το στάτους των ΗΠΑ στο ΔΝΤ, και να εξυπηρετήσει τόσο τα συμφέροντα των ΗΠΑ όσο και τα συμφέροντα της Κίνας.