Το μνημόνιο και η πολιτική που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ήταν ανέτοιμη να χειριστεί το ζήτημα, δήλωσε ο Γιώργος Παπανδρέου σε συνέντευξη που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο TVO του Καναδά.
Ο πρώην πρωθυπουργός υπερασπίστηκε σθεναρά τις επιλογές της κυβέρνησής του, κατηγόρησε τον Κώστα Καραμανλή ότι είπε ψέμματα για το έλλειμμα και δήλωσε πως δεν μετανιώνει για το δημοψήφισμα, εξαπολύοντας επίθεση παράλληλα σε όσους δεν τον άφησαν να το κάνει γιατί, όπως αναφέρει, θα ξεκαθάριζε την κατάσταση και θα βοηθούσε στο να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος.
Ο κ. Παπανδρέου επανέλαβε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ότι η συγκεκριμένη πολιτική που ακολουθήθηκε επιβλήθηκε από τους εταίρους. Όπως ανέφερε είχε ζητήσει από την Ένωση να εγγυηθεί το χρέος της Ελλάδας και της δώσει τον απαραίτητο χρόνο, ώστε να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές.
Ανάλογη στάση προτείνει να τηρήσουν οι εταίροι και σήμερα, τονίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να δώσει περισσότερο χρόνο στις χώρες που υποφέρουν και να τις στηρίξει μέσα από αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ώστε να βελτιώσουν την οικονομία τους.
Αντί της εγγύησης του χρέους και του χρόνου που ζήτησε, οι ευρωπαίοι εταίροι επέλεξαν για την Ελλάδα την «ορθοδοξία της λιτότητας», χαρακτηρίζοντας το ζήτημα «ελληνικό πρόβλημα», ενώ, όπως αποδείχθηκε ήταν ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Ο κ. Παπανδρέου επανέλαβε ότι το έλλειμμα που παρέλαβε και το οποίο υπολογιζόταν στο 10%, περίπου, αποδείχθηκε ότι ήταν τελικά 15,6%. Και πρόσθεσε πως αν ήταν στο 10% θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σε εύλογο χρόνο, με έναν καλό συνδυασμό αναπτυξιακών πολιτικών, δημοσιονομικής πειθαρχίας, περιορισμού της σπατάλης και αναδιοργάνωσης του κράτους. Σε ερώτηση για το δημοψήφισμα απάντησε ότι ήταν μια «απαραίτητη απόφαση», λόγω του ότι η λύση των εκλογών θα έφερνε πολλά προβλήματα και η λύση της κυβέρνησης συνεργασίας δεν προχώρησε γιατί τότε κανένας δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει. Τόνισε επίσης ότι δεν είχε τη στήριξη των ισχυρών ευρωπαίων, κάτι που τον υπονόμευσε και εσωτερικά στην Ελλάδα.
Είπε ότι αποφάσισε να παραιτηθεί διότι όλα τα άλλα κόμματα το έθεσαν ως προϋπόθεση για να πάρουν μέρος σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, προκειμένου να εφαρμοστεί η εφαρμογή του προγράμματος, αποκαλύπτοντας ότι και ο ίδιος διαφωνεί σε πολλά σημεία του. Ήξερε, όμως, όπως πρόσθεσε, ότι άλλη λύση δεν υπήρχε. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι επόμενες κυβερνήσεις συνέχισαν στο δρόμο που εκείνος χάραξε, κάτι που το θεωρεί δική του επιτυχία.
Καταλογίζει ευθύνες στον κ. Σαμαρά διότι με τη μακρά εκλογική περίοδο, που επέλεξε ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι Έλληνες την πλήρωσαν με πολλά χρήματα. Επίσης αποκάλυψε ότι είχε προειδοποιήσει τον κ. Σαμαρά ότι πέραν του κόστους, αν η χώρα πήγαινε σε εκλογές, η Βουλή θα είχε πολλούς ακραίους, όπως και έγινε.
Αναφερόμενος στα «συμφέροντα» που υπάρχουν στην Ελλάδα τόνισε ότι παγκοσμίως οι Δημοκρατίες είναι αιχμάλωτες ειδικών συμφερόντων, που αγοράζουν, άμεσα ή έμμεσα, ΜΜΕ, πολιτικούς και δικαστές. Τόνισε επίσης ότι η Ελλάδα δεν είναι φτωχή χώρα, αλλά μια χώρα με κακοδιαχείριση.
Ο πρώην πρωθυπουργός διαφώνησε με τη φράση «μαζί τα φάγαμε», αν και, όπως είπε, υπάρχει, σε αυτό, μια αίσθηση αλήθειας. Αυτό που φταίει, πρόσθεσε, είναι το σύστημα, το οποίο επιτρέπει στους πολιτικούς να πολιτεύονται με βασικό όπλο το ρουσφέτι και τους διορισμούς. Για τη «Χρυσή Αυγή» είπε ότι πρόκειται για μια λανθασμένη αντίδραση στην κρίση και τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές λιτότητας πρέπει, τουλάχιστον, να συνοδεύονται από προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας. Τόνισε επίσης ότι τα προβλήματα της ρατσιστικής βίας λύνονται με την ενσωμάτωση και όχι με τη ρητορική του μίσους και τη διαίρεση.