Την ανάγκη για βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο επεσήμανε η Κριστίν Λαγκάντ κατά την έγκριση από το ΔΝΤ της εκταμίευσης της δόσης προς την Ελλάδα. Αν και επεσήμανε την «αξιέπαινη» πρόοδο της χώρας, τόνισε ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες προσπάθειες, οι οποίες «παραμένουν το κλειδί για την οικονομική ανάκαμψη και διαρκή ανάπτυξη».
Επειτα από τη συνεδρίαση του ΔΣ του Ταμείου, η γενική διευθύντριά του υπογράμμισε ότι «οι (ελληνικές) αρχές λαμβάνουν διαρθρωτικά μέτρα για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου για μηδενικό πρωτογενές ισοζύγιο το 2013. Βαθύτερες μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα είναι ζωτικής σημασίας για να ολοκληρωθεί η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή».
Παράλληλα η κ. Λαγκάρντ σημείωσε ότι για τον εκσυγχρονισμό της διοίκησης των εσόδων πρέπει να γίνουν περισσότερα, όπως και για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος, προσθέτοντας ότι θα είναι σημαντικό να αποφευχθούν αλλαγές στη φορολογική πολιτική που υπονομεύουν τα έσοδα. «Με δεδομένη την αργή πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην εξασφάλιση της εξόδου από ανειδίκευτο προσωπικό για να δημιουργηθεί χώρος ώστε να προσληφθεί νέο προσωπικό με τα κατάλληλα προσόντα» ανέφερε η επικεφαλής του ΔΝΤ.
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι «ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να επιταχυνθούν για να δοθεί ώθηση στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη. Και επείγοντα μέτρα πρέπει να ληφθούν για να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες σχετικά με τη διάρθρωση και τη διακυβέρνηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του».
Η κ. Λαγκάρντ πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, ότι «σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ιδίως μέσω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών».
Καταλήγοντας, τόνισε ότι «το δημόσιο χρέος αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και την επόμενη δεκαετία. Οι διαβεβαιώσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους ότι θα εξετάσουν περαιτέρω μέτρα και βοήθεια, αν χρειαστεί, για να μειωθεί το ελληνικό χρέος σε σημαντικά επίπεδα, κάτω από 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και που εξαρτάται από την πλήρη εφαρμογή όλων των προϋποθέσεων που περιέχονται στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι ευπρόσδεκτες».