Προφανώς είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς τι ακριβώς ειπώθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες του Οβάλ Γραφείου στο Λευκό Οίκο.
Εάν, πάντως, λάβουμε υπόψη μας μερικά απλά αλλά σημαντικά πράγματα που, υπό την παρούσα δύσκολη συγκυρία για την ελληνική οικονομία, επιδίωκε ο Αντώνης Σαμαράς από τη συνάντησή του με τον Μπάρακ Ομπάμα, η «γλώσα του σώματος» και οι δηλώσεις των δύο ηγετών, δείχνουν ότι μάλλον τα πέτυχε.
Πρώτον, εισέπραξε μία καθαρή πολιτική στήριξη. Ο Ομπάμα δεν τον αντιμετώπισε ως ένα πρωθυπουργό μιας κλυδωνιζόμενης κυβέρνησης αλλά με την «ευχή» να διαρκέσει η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα.
Αυτό υποκρύπτει μια σαφή σκοπιμότητα. Η Ουάσιγκτον έχει κάθε λόγο να επιδιώκει γενικότερη σταθερότητα στην ευρωζώνη –και ως εκ τούτου και στην Ελλάδα- επειδή γνωρίζει πως η πεταλούδα που πετάει στην Αθήνα δεν είναι δύσκολο, μέσα από μία αλληλουχία γεγονόντων, να προκαλέσει τριγμούς στο δολάριο και την Wall Street.
Δεύτερον, ο Ομπάμα αξιοποίησε τον Έλληνα πρωθυπουργό ως «αγγελιοφόρο» προς το Βερολίνο. ‘Οταν έλεγε ότι «η λιτότητα δεν είναι λύση» προφανώς μεμφόταν την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε για την εμμονική πολιτική τους που παράγει ύφεση. Και διατύπωνε την επιθυμία του αυτό να αλλάξει μετά τις γερμανικές εκλογές.
Τα παραπάνω μπορούν να αποβούν ιδιαιτέρως χρήσιμα στην ελληνική κυβέρνηση. Αρκεί να αξιοποιήσει το δεύτερο, στέλνοντας και το δικό της μήνυμα πως η πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα έχει εξαντλήσει προ πολλού τα όρια της και πρέπει να αλλάξει σημαντικά τους επόμενους μήνες.
Το πρώτο, η διατήρηση δηλαδή της κυβερνητικής συνοχής και σταθερότητας, προφανώς περνά μέσα από το δεύτερο.
Όσες «ευχές» κι αν διατυπώσει ο Ομπάμα εάν η Αθήνα δεν πιέσει προς την ανατροπή του «σπιράλ της ύφεσης» και εάν απαιτηθούν νέα μέτρα, τότε η κυβερνητική συνοχή θα τεθεί, εκ των πραγμάτων, σε άμεσο κίνδυνο.
Από τη Real News