Εδώ και αρκετό καιρό προβάλλεται η ανάγκη να δοθεί πράσινο φως για πλειστηριασμούς ακινήτων με το επιχείρημα ότι αυτό είναι απαραίτητο για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες. Ποιά όμως είναι τα στοιχεία που θα πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του και ποιά είναι η πρακτική που πρέπει να ακολουθηθεί; Σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Όταν κάποιος δανείζεται χρήματα από μια τράπεζα για να αγοράσει ένα σπίτι, τα χρήματα αυτά τα παίρνει από τους καταθέτες με τη ρητή και αυτονόητη δέσμευση ότι θα τα επιστρέψει. Η τράπεζα από την πλευρά της αναλαμβάνει τον κίνδυνο να μην αποπληρωθεί το δάνειο. Για τον σκοπό αυτό ζητά ως εξασφάλιση την προσημείωση (υποθήκευση) του ακινήτου, την οποία ο δανειολήπτης υπογράφει και αποδέχεται. Αυτός είναι και ο λόγος που τα στεγαστικά δάνεια έχουν χαμηλότερα επιτόκια από άλλα δάνεια (π.χ. καταναλωτικά, κάρτες), διότι είναι δάνεια με εξασφάλιση.
Με βάση τα παραπάνω, η ευθύνη για την αποπληρωμή ενός στεγαστικού δανείου βαρύνει τον δανειολήπτη. Αυτό όμως ισχύει υπό κάποιες σιωπηρές προϋποθέσεις:
Πρώτον, ότι η τράπεζα διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους κινδύνους της και δανείζει με κάποια κριτήρια εκείνους που βάσιμα μπορούν να αποπληρώσουν ένα δάνειο.
Δεύτερον, ότι οι εποπτικοί μηχανισμοί (κυρίως οι Κεντρικές Τράπεζες) παρακολουθούν την πορεία του συνολικού δανεισμού και λαμβάνουν μέτρα εγκαίρως για την αποφυγή δημιουργίας «πιστωτικής φούσκας».
Τρίτον, ότι υπάρχει κάποια στοιχειώδης δημοσιονομική σταθερότητα. Δηλαδή ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική κάνουν χρηστή διαχείριση, φροντίζοντας να ελέγχουν τα ελλείμματα και τον δημόσιο δανεισμό, ώστε τα δημόσια οικονομικά να μην κινδυνεύουν να εκτροχιαστούν.
Τέταρτον, ότι υπάρχει μια υγιής και ανταγωνιστική οικονομία, και όχι μια οικονομία «τραβεστί» (σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις πολιτικών), η οποία κινδυνεύει να ξηλωθεί ανά πάσα στιγμή.
Για όλα τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο δανειολήπτης δεν έχει και ούτε μπορεί να έχει ευθύνη. Αυτός το μόνο που όφειλε να κάνει, ήταν να έχει προγραμματίσει υπεύθυνα τα οικονομικά της οικογένειάς του, να είναι καλός στη δουλειά του και συνεπής στις υποχρεώσεις του. Ευθύνη για την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων είχαν και έχουν μια σειρά από θεσμικά πρόσωπα (πολιτικοί και τεχνοκράτες). Ωστόσο, είναι κοινά παραδεκτό ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν στην Ελλάδα. Επί πλέον, οι χειρισμοί που έγιναν μετά το 2010 οδήγησαν σε μια βαθιά οικονομική κρίση, μετατρέποντας μια εν δυνάμει εξωτερική χρεοκοπία σε εσωτερική. Δεν θα εξετάσουμε εδώ τη σκοπιμότητα αυτών των χειρισμών. Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπ’ όψη τα αποτελέσματά τους. Σε απλή γλώσσα θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε: Γιατί ο απλός δανειολήπτης, του οποίου ο οικογενειακός προγραμματισμός ανατράπηκε εκ βάθρων με ευθύνη άλλων, πρέπει να πληρώσει επειδή κάποιοι άλλοι δεν έκαναν το καθήκον τους; Πόση ευθύνη φέρει αυτός επειδή έχασε τη δουλειά του, επειδή μειώθηκε ο μισθός του ή επειδή κλήθηκε να πληρώσει ένα αναπάντεχο «χαράτσι» σε ένα σπίτι που πρακτικά δεν του ανήκει (!);
Υπάρχει λοιπόν εδώ ένα θέμα ορθού επιμερισμού ευθυνών, τον οποίο η κοινωνία οφείλει να κάνει. Και ο επιμερισμός αυτός δεν αφορά μόνο την απόδοση ευθυνών σε όσους δεν έκαναν αυτό που έπρεπε, τον καιρό που έπρεπε. Αφορά και την προστασία των δανειοληπτών για τις ευθύνες που δεν έχουν. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τις τυπικές δεσμεύσεις των δανειακών συμβάσεων, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη και άλλοι παράγοντες, ηθικοί και κοινωνικοί, και κυρίως η συστημική διάσταση της κρίσης που βιώνει η χώρα. Αυτό άλλωστε ελήφθη υπ’ όψη και για τις ίδιες τις τράπεζες, οι οποίες λόγω ακριβώς των εξαιρετικών συνθηκών ανακεφαλαιοποιήθηκαν με δημόσιο δανεισμό, δηλαδή με δαπάνη της κοινωνίας.
Θα πρέπει βεβαίως να διακρίνουμε περιπτώσεις: Διότι είναι άλλο πράγμα κάποιος να πήρε ένα δάνειο και να μην έχει πληρώσει σχεδόν καμία δόση, ποντάροντας στη γενική κατάρρευση ή στη γενική ασυλία, και άλλο πράγμα κάποιος να πήρε ένα δάνειο για να στεγάσει την οικογένειά του και το οποίο για χρόνια εξυπηρετούσε μέχρι που έχασε τη δουλειά του. Επίσης είναι άλλο πράγμα να έχει κάποιος δανειστεί για να αγοράσει μια έπαυλη (γιατί έτσι επέβαλε το life-style του εύκολου χρήματος), και άλλο να έχει αγοράσει ένα διαμέρισμα βάζοντας και χρήματα από την τσέπη του. Όλα αυτά θα πρέπει να ελεγχθούν και οι περιπτώσεις «κακοπληρωτών» να τύχουν της δέουσας μεταχείρισης. Το αντίθετο θα ήταν απλώς «λαϊκισμός» που εν τέλει βλάπτει τον λαό.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να αναφέρουμε και το εξής: Δεν είναι μόνο ηθικά και κοινωνικά απαράδεκτο να «βγουν στον δρόμο» οικογένειες οι οποίες θα χάσουν το σπίτι τους. Είναι επίσης πολιτικά επικίνδυνο και οικονομικά καταστροφικό. Είναι πολιτικά επικίνδυνο, διότι όσοι κόπτονται για την ανάγκη εφαρμογής του μνημονίου, θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψη ότι με αυτές τις πρακτικές δοκιμάζονται τα όρια αντοχής της κοινωνίας. Και αν αυτά τα όρια ξεπεραστούν (γιατί οι αντοχές δεν είναι άπειρες), τότε θα τεθούν εν κινδύνω πολύ περισσότερα από αυτά που τίθενται τώρα. Είναι επίσης οικονομικά καταστροφικό, διότι μια κοινωνία δεν μπορεί να προσδοκά σε καμία ανάκαμψη, όταν καταστρέφει μακροπρόθεσμα τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα δραστηριοποιηθεί το ανθρώπινο δυναμικό της. Επιστρέφεται λοιπόν η επιχειρηματολογία περί κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος αν δεν γίνουν οι πλειστηρισμοί πρώτης κατοικίας, διότι οι κίνδυνοι κατάρρευσης ή μακροχρόνιας τελμάτωσης είναι απείρως μεγαλύτεροι. Ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητηθεί μια συμβιβαστική λύση, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι το πολυδιαφημισμένο «πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα» πρέπει να αναβληθεί για λίγο. Αυτά βεβαίως για όσους βλέπουν τα πράγματα συνολικά και όχι με την ψυχρή (και συχνά επικίνδυνη) λογική των απλών αριθμών.
Αναστάσιος Λαυρέντζος
Twitter: @LavrentzosA