Στη δίνη της πρωτοφανούς οικονομικής καταιγίδας και υπό το νομικό ζυγό των Μνημονίων η ελληνική έννομη τάξη, και ιδίως το Σύνταγμα, αδυνατούν πλέον εμφανώς ν’ αναδείξουν στο ακέραιο την παραδοσιακή κανονιστική τους εμβέλεια σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών εν γένει. Κυρίως δε σχετικά με την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ι. Πέραν τούτου η κρίση των θεσμών στο πεδίο του ελληνικού δημόσιου δικαίου δεν μπορεί –και, άρα, δεν πρέπει- ν’ αντιμετωπισθεί ως μια μεμονωμένη περίπτωση. Κάθε άλλο. Είναι ένα, άκρως διδακτικό μάλιστα, σύμπτωμα της σχεδόν παγκόσμιας –κυρίως δε ευρωπαϊκής- θεσμικής κρίσης. Κάπως έτσι λοιπόν το ελληνικό παράδειγμα, ιδίως μέσ’ από την «μνημονιακή πολιτική» η οποία κάθε μέρα αποδεικνύει την απουσία στοιχειώδους ευρωπαϊκής αυτογνωσίας, δείχνει μ’ ενάργεια πώς και γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση «αυτοκτονεί» θεσμικώς. Η «περιπέτεια» των, κάθε είδους, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το τεκμηριώνει.
Α. Στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων, δύο συνιστώσες του βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές»:
1. Η ατομική ιδιοκτησία, κολοφώνας της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, φθίνει επικίνδυνα εξαιτίας της αποδυνάμωσής της στη λογική της επίτευξης ανερμάτιστων δημοσιονομικών στόχων. Ειδικότερα στην Ελλάδα, οι διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του Συντάγματος αλλά και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ακρωτηριάζονται στην «προκρούστεια κλίνη» μιας αδίστακτης νεοφιλελεύθερης οικονομικής λογικής.
2. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, αυτή η αντηρίδα που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 22) αλλά και στο ευρωπαϊκό θεσμικό κεκτημένο (Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας και Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης) υπονομεύεται μ’ «ευρωπαϊκές ευλογίες», για χάρη μιας «αόρατης» και εξ ορισμού ανύπαρκτης «ανταγωνιστικότητας».
Β. Στο δε επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων, αυτό τούτο το κοινωνικό κράτος δικαίου –ναι, το «καύχημα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης- αποκηρύσσεται ως «αποδιοπομπαίος τράγος». Το παράδειγμα του «ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης» το τεκμηριώνει εύγλωττα:
1. Στη μεν Γερμανία, όπου ισχύει ο απόλυτος σεβασμός των συνταγματικών εγγυήσεων π.χ. του «κατώτατου ορίου διαβίωσης» («Εxistenzminimum»), το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μάχεται «υπέρ βωμών και εστιών» για τους οικονομικώς ασθενέστερους.
2. Μόνο που στην Ελλάδα –και, επέκεινα, στις χώρες του «δύσμοιρου» νότου- δεν ισχύει το ίδιο. Εδώ, και υπό τα «καυδιανά δίκρανα» του Μνημονίου και της Τρόικας, ο κατήφορος του κατώτατου μισθού δεν έχει όρια. Και, κατ’ ακολουθία, η ανθρώπινη εξαθλίωση…
ΙΙ. Όλο αυτό το οικονομικοθεσμικό τοπίο, μέσα στο οποίο το άκρως επιθετικό οικονομικό στοιχείο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και κοπής κυριαρχεί επί του θεσμικού, ανατρέποντας κάθε ισορροπία μεταξύ κοινωνικοοικονομικής υποδομής και κανονιστικού εποικοδομήματος, παραπέμπει σε συμβολισμούς που δεν απέχουν –φυσικά τηρουμένων των αναλογιών- πολύ από τις ρίζες του μύθου γύρω από το Λαβύρινθο, το Μινώταυρο και τον Θησέα: Ολοένα και περισσότερο η οικονομία, κατά την φρενήρη παγκοσμιοποίησή της και τις αναρίθμητες «σκοτεινές» ατραπούς που δημιουργεί αενάως το σύγχρονο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θυμίζει το μυθικό Λαβύρινθο. Ιδίως μάλιστα με την έννοια ότι η είσοδος είναι ορατή, αλλά η έξοδος μακρινή, δαιδαλώδης και τελικώς αδιευκρίνιστη.
Α. Αυτός ο οικονομικός «Λαβύρινθος» έχει το δικό του «Μινώταυρο», ως αρχιτέκτονα αλλά και ως αμείλικτο φύλακα της εφιαλτικής χαοτικότητάς του. Πρόκειται για το «γνήσιο τέκνο» της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης, ήτοι για τις βουλιμικές «αγορές», που γίνονται πολύ περισσότερο επικίνδυνες όταν δρουν υπό καθεστώς απειλής της υπόστασής τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, όταν δηλαδή οι «αγορές» ενεργούν υπό το κράτος του πανικού κατάρρευσης του οικοδομήματος που, «ακάθεκτες», δημιούργησαν.
Β. Σ’ αυτόν το «Λαβύρινθο» κι απέναντι σ’ αυτόν το «Μινώταυρο» ο κανόνας δικαίου, η έννομη τάξη και οι θεσμοί παίρνουν τη μορφή ενός άλλου «Θησέα». Ο οποίος, με «ασπίδα» την παραδοσιακή του δημοκρατική νομιμοποίηση και «δόρυ» την πλήρη αίσθηση της θεσμικής του αποστολής, οφείλει ν’ αγωνισθεί για να εντοπίσει το Μινώταυρο και να τον εξοντώσει. «Μίτο της Αριάδνης» έχει τα ίχνη της διαχρονικής εμπέδωσης των δημοκρατικών θεσμών, από την γέννησή τους ως την καταξίωσή τους. Βεβαίως εφόσον θελήσει να τους υπηρετήσει με αυταπάρνηση και με την ιστορική γνώση που αποδεικνύει ότι, όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί συνδυάσθηκαν με την συνεπή υπερασπιστή τους, πάντοτε στο τέλος κατάφεραν να υπερασπισθούν το «οχυρό» του Ανθρώπου και των Δικαιωμάτων του. Το κορυφαίο λοιπόν διακύβευμα του άμεσου μέλλοντος συμπυκνώνεται, περίπου, όχι στο αν ο θεσμικός «Θησέας» θα τα καταφέρει. Αλλά πολύ περισσότερο στο αν ο συγκεκριμένος «ήρωας» θα θελήσει ν’ αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Στο τέλος αυτών των διαπιστώσεων επιβάλλεται η επάνοδος στο πεδίο της ελληνικής θεσμικής πραγματικότητας. Απαραίτητη διευκρίνιση: Είναι αυτονόητο ότι καμιά, αμιγώς θεσμική, παρέμβαση δεν μπορεί, από μόνη της, να καλύψει την παθογένεια της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, που πλήττει ευθέως το κοινωνικό σύνολο και τον κοινωνικό ιστό. Είναι όμως εξίσου αυτονόητο ότι η κατάλληλη θεσμική παρέμβαση μπορεί ν’ αποτελέσει οδηγό, με την έννοια του «βοηθού εκπληρώσεως», για την «αναγέννηση» της κοινωνικοοικονομικής υποδομής. Υπ’ αυτό –και μόνο- το πρίσμα η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί ν’ αποβεί κρίσιμη, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, για την ενίσχυση του δικού μας «Θησέα», μέσα στο δικό μας «Λαβύρινθο», κι απέναντι στο δικό μας «Μινώταυρο». Αρκεί ο αναθεωρητικός νομοθέτης να διαλέξει, στο θεσμικό δρόμο ο οποίος ανοίγεται μπροστά του, το «μονοπάτι» που οδηγεί στη Δημοκρατία και τον Άνθρωπο. Δηλαδή το μονοπάτι που δεν αφήνει τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να πορεύονται πέρα κι’ έξω από το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Και, σε τελική ανάλυση, το μονοπάτι που οδηγεί το δικαστή, με πλήρη επίγνωση της αποστολής του, ν’ αμύνεται υπέρ των δημοκρατικών θεσμών και του ανθρώπου «ὅκωσπερ τείχεος». Μόνον έτσι ο «Θησέας» μπορεί να μας απαλλάξει από το «Μινώταυρο». Κι επειδή αυτό δεν αρκεί, μόνον έτσι ο «Θησέας» μπορεί στη συνέχεια να βγει από το «Λαβύρινθο», και να ξεκινήσει την οριστική κατεδάφισή του. Αφού αν αυτό δεν συμβεί, ορατός είναι ο κίνδυνος γέννησης ενός άλλου, πολύ πιο επικίνδυνου, «Μινώταυρου».