Με νόμο του τότε υπ. Οικονομικών Νίκου Χριστοδουλάκη όλες οι ανώνυμες εταιρείες απέκτησαν το δικαίωμα να διαμορφώσουν αφορολόγητα αποθεματικά. Τώρα, 10 χρόνια μετά, με εντολή της Κομισιόν ζητείται από χιλιάδες ελληνικές μικρές, μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις να φορολογηθούν και μάλιστα εντόκως για τα αποθεματικά αυτά. Να τιμωρηθούν, δηλαδή, για την τότε υπουργική απόφαση. Το ζήτημα είναι ότι οι περισσότερες εξ αυτών των επιχειρήσεων βρίσκονται σήμερα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, κάποιες μπορεί να έχουν πτωχεύσει και πάντως δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο κόστος.
Διαβάστε την “ευφυή” εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών που εκδόθηκε -υποτίθεται- κατά εντολή της Κομισιόν και αποσκοπεί στην είσπραξη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Ακολουθεί ολόκληρη η εγκύκλιος:
ΕΛΛΗΝΙKH ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
-ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ ΚΑΙ Γ’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ Α’
-ΓΕΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Ταχ. Δ/νση :Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ. :101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. :210 3375089, 3375204
FAX :210 3375354
ΠΟΛ 1231/2013
ΘΕΜΑ: «Εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250), όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 67 του ν.4170/2013 (ΦΕΚ Α’ 163) για ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 2 & 3 του ν.3220/2004».
Ι) Γενικά
Σας αποστέλλουμε, σε άτυπη κωδικοποίηση, τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012 (ΦΕΚ Α’ 250) «Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, Οδηγία 2009/65/ΕΚ. Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις των Οδηγιών 2010/78/ΕΕ, 2010/73/ΕΕ, 2011/96/ΕΕ, 2009/133/ΕΚ, 2004/113/ΕΚ. Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρεία. Μέτρα εφαρμογής των Κανονισμών (ΕΚ) 1338/2001 και (EE) 1210/2010 περί προστασίας του ευρώ και άλλες διατάξεις.», όπως ισχύουν, και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε, με το άρθρο 1, παρ.1 της απόφασης 2008/723/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2007 (EE 2008 L 244, 11), ότι η σύσταση αφορολόγητων ειδικών αποθεματικών βάσει των άρθρων 2 & 3 του ν.3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α’ ) συνιστά καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά και ότι τα αντίστοιχα ποσά φόρου που ωφελήθηκαν οι επιχειρήσεις από το σχηματισμό των αποθεματικών αυτών θα πρέπει να ανακτηθούν ως παράνομες ενισχύσεις, εξαιρουμένων αυτών που ήταν συμβατές με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς όπως ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης τους. Η Επιτροπή θεωρώντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν συμμορφώθηκε πλήρως, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, με την παραπάνω απόφαση προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την από 1ης Μαρτίου 2012 καταδικαστική απόφασή του στην υπόθεση C-354/10 έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να λάβει, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των παρανόμων ενισχύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 1, της ως άνω απόφασης 2008/723/ΕΚ της Επιτροπής, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 1, παρ. 2 καθώς και τα άρθρα 2 και 3 της ίδιας απόφασης.
Για την ανάκτηση των εν λόγω κρατικών ενισχύσεων, κατά το μέρος που δεν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, σε εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου της EE θεσπίστηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012, όπως ισχύει.
Επισημαίνεται ότι για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει αποδειχθεί πλήρης συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, θα συνεχίζουν να καταλογίζονται προσθετικά στο αρχικό ποσό τόκοι ανάκτησης σε βάρος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων.
Επομένως σύμφωνα με τα παραπάνω οι κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 & 3 του ν 3220/2004, πρέπει να ανακτηθούν κατά το μέρος που δεν εμπίπτουν σε μέτρα ενισχύσεων συμβατά με την εσωτερική αγορά τα οποία περιοριστικά αναφέρονται στις περιπτώσεις γ & δ της παραγράφου 1 του άρθρου 169 ν. 4099/2012, όπως ισχύουν.
2. Το ύψος της κρατικής ενίσχυσης ανέρχεται στο ισόποσο του φόρου εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκαν οι επιχειρήσεις με τον σχηματισμό ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών επενδύσεων, βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004, από τα αδιανέμητα κέρδη τους των οικονομικών ετών 2004 και 2005.
3. Ως ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης για όλες τις προς έλεγχο επιχειρήσεις, θεωρείται η τελευταία προθεσμία υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος των νομικών προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ν.2238/1994.
• Για διαχειριστικές περιόδους που έληγαν στις 31/12/2003 ημερομηνία χορήγησης ενίσχυσης θεωρείται η 24/5/2004,
• Για διαχειριστικές περιόδους που έληγαν στις 31/12/2004 ημερομηνία χορήγησης ενίσχυσης θεωρείται η 26/5/2005,
• Για διαχειριστικές περιόδους που έληγαν σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία ως ημερομηνία χορήγησης θεωρείται η 24η ημέρα του πέμπτου μήνα από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής περιόδου, από τα κέρδη της οποίας σχηματίστηκαν τα εν λόγω αποθεματικά.
4. Οι ως άνω κρατικές ενισχύσεις κατά το μέρος που δεν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, ανακτώνται εντόκως με την έκδοση σχετικών φύλλων ελέγχου από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά την διενέργεια ελέγχου.
Για τον υπολογισμό των τόκων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012, ως ημερομηνία ανάκτησης των ενισχύσεων θεωρείται η ημερομηνία καταβολής αυτών σε περίπτωση αποδοχής και ταυτόχρονης καταβολής του συνολικού ποσού ή η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής αυτών για το συνολικό ποσό ανάκτησης (ενίσχυση συν τόκοι). Σε περίπτωση μη καταβολής των συνολικών ποσών μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής τους , για το υπόλοιπο θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 6 ΝΔ 356/1974 (ΦΕΚ Α90/1974, Κ.Ε.Δ.Ε.) μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης που είναι η ημερομηνία πραγματικής ανάκτησης της ενίσχυσης.
5. Αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την διενέργεια του ελέγχου και την έκδοση των σχετικών φύλλων ελέγχου της ανάκτησης των εν λόγω ενισχύσεων, είναι η Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου στις εν λόγω επιχειρήσεις σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και όχι τα Ελεγκτικά Κέντρα, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις έχουν ελεγχθεί με οριστικό/τακτικό φορολογικό έλεγχο για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 και ανεξάρτητα από το ποια υπηρεσία διενήργησε τον τακτικό έλεγχο. Αν όμως συμπίπτει να διενεργείται σε κάποια από τις εν λόγω επιχειρήσεις έλεγχος από Ελεγκτικό Κέντρο για τις ίδιες ελεγχόμενες διαχειριστικές περιόδους, τότε το Ελεγκτικό Κέντρο υποχρεούται να διενεργήσει ταυτόχρονα και τον έλεγχο αυτό.
Επισημαίνουμε ότι ο έλεγχος που θα διενεργηθεί με βάσει τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 169 ν 4099/2012, όπως ισχύει, δεν έχει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των συμπληρωματικών στοιχείων της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. (ν.2238/1994), αλλά είναι έλεγχος για ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων.
Αντίγραφα των σχετικών εκθέσεων ελέγχου με συνημμένα τα τυχόν φύλλα ελέγχου που θα εκδοθούν και τα διπλότυπα καταβολής των ποσών της ανάκτησης θα αποσταλούν άμεσα, από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου, στη Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα στοιχεία για τους ελέγχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς απόδειξη της εκτέλεσης της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου της EE.
6. Με τα φύλλα ελέγχου που θα εκδοθούν από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. θα καταλογίζονται σε βάρος των επιχειρήσεων που σχημάτισαν ειδικά αφορολόγητα αποθεματικά άρθρων 2 & 3 του ν.3220/2004 από τα αδιανέμητα κέρδη των οικονομικών ετών 2004 και 2005, το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί καθώς και το ποσό των τόκων που οφείλονται με βάση τη μέθοδο ανατοκισμού, σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία χορήγησης της ενίσχυσης μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης του συνόλου αυτής, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 ανωτέρω.
Ο ανατοκισμός θα γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο V του κανονισμού 794/2004/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 140, 30.4.2004), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 271/2008/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 82, 25.3.2008).
Τα εφαρμοζόμενα επιτόκια και ο τρόπος υπολογισμού αναφέρονται αναλυτικά στο κεφάλαιο Γ’ της παρούσας εγκυκλίου.
7. Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012 όπως ισχύει, για την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης δεν θα επιβληθούν οι κυρώσεις (προσαυξήσεις) που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.2523/1997.
II) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Οι επιχειρήσεις στις οποίες πρέπει να διενεργηθεί έλεγχος ανάκτησης των εν λόγω Κρατικών ενισχύσεων, έχουν ήδη καταγραφεί από την Διεύθυνση Ελέγχων σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και τη Μονάδα Ανταγωνισμού και Κρατικών Ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας. Σε όλες τις Δ.Ο.Υ., οι οποίες έχουν αρμοδιότητα διενέργειας ελέγχων, θα αποσταλούν καταστάσεις που θα αναφέρουν τις επιχειρήσεις που υπάγονται στην ελεγκτική τους αρμοδιότητα και στις οποίες πρέπει να διενεργηθεί έλεγχος. Στις Δ.Ο.Υ. που είναι ενταγμένες στο Ο.Π.Σ. ELENXIS η ανάθεση των υποθέσεων για έλεγχο θα γίνει μέσω του συστήματος αυτού.
Οι αναφερόμενες παραπάνω επιχειρήσεις έχουν χωριστεί σε δύο βασικές κατηγορίες:
1. Αυτές για τις οποίες έχει γίνει ήδη ολική ανάκτηση του συνόλου των εν λόγω κρατικών ενισχύσεων, βάσει των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007 και κατέβαλαν τα ποσά της ανάκτησης σε δόσεις. Στις επιχειρήσεις αυτές δεν θα γίνει κανένας περαιτέρω έλεγχος. Θα γίνει απλώς επανυπολογισμός των οφειλόμενων τόκων βάσει του σχετικού φακέλου που υπάρχει στις Δ.Ο.Υ. και καταλογισμός των διαφορών που θα προκύψουν σε βάρος των επιχειρήσεων σύμφωνα με τα αναφερόμενα παρακάτω.
2. Αυτές για τις οποίες δεν έχει γίνει καμία ανάκτηση ή αυτές που έχει γίνει μερική ανάκτηση των ενισχύσεων βάσει των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007. Για τις επιχειρήσεις αυτές θα διενεργείται έλεγχος σύμφωνα με τα βήματα που αναφέρονται παρακάτω. Διευκρινίζεται ότι μερική ανάκτηση έχουμε και στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση έχει λάβει ενίσχυση και στα δύο οικονομικά έτη (2004 και 2005) και έχει γίνει ανάκτηση της συνολικής ενίσχυσης του ενός έτους, ενώ για το άλλο έτος δεν έχει γίνει ανάκτηση για το σύνολο της ενίσχυσης του έτους αυτού. Στην περίπτωση αυτή για το έτος που έγινε ολική ανάκτηση θα ακολουθείται η διαδικασία της περίπτωσης 1, ενώ για το άλλο έτος θα γίνει έλεγχος για καταλογισμό του ποσού της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί και των τόκων που οφείλονται με βάση τη μέθοδο του ανατοκισμού.
Στη συνέχεια περιγράφεται η διαδικασία που θα ακολουθείται για τον έλεγχο των επιχειρήσεων οι οποίες έλαβαν κρατικές ενισχύσεις με τη σύσταση (σχηματισμό) ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού άρθρων 2 και 3 ν.3220/2004 και τον προσδιορισμό των προς ανάκτηση ποσών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:
Α1. Έλεγχος τήρησης των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 ν.3220/2004.
Αρχικά στις επιχειρήσεις που σχημάτισαν ειδικά αφορολόγητα αποθεματικά από τα αδιανέμητα καθαρά κέρδη τους των οικονομικών ετών 2004 και 2005, είτε και των δύο οικονομικών ετών είτε του ενός μόνο από αυτά, βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του ν.3220/2004, θα διενεργείται έλεγχος ορθής τήρησης των διατάξεων αυτών.
Συγκεκριμένα θα ελέγχεται:
1. Αν οι επιχειρήσεις είχαν δικαίωμα σχηματισμού των εν λόγω ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών. Σημειώνεται ότι δικαίωμα για τη σύσταση ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού άρθρων 2 & 3 ν.3220/2004 είχαν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν.2601/1998.
2. Αν υπολογίστηκε ορθά το ύψος των αποθεματικών που σχηματίστηκαν.
Αν μέσα στην επόμενη τριετία από το χρόνο σχηματισμού του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού πραγματοποίησαν επενδυτικές και λοιπές δαπάνες ισόποσης τουλάχιστον αξίας, από τις προβλεπόμενες στις ίδιες ως άνω διατάξεις, καθώς και αν στο πρώτο έτος της τριετίας δαπανήθηκε για την πραγματοποίηση των δαπανών αυτών, ποσό αξίας τουλάχιστον ίσης με το 1/3 του σχηματισθέντος αποθεματικού. Ως επενδύσεις για την κάλυψη του εν λόγω αποθεματικού νοούνται οι επενδυτικές και λοιπές δαπάνες που αναφέρονται για κάθε κατηγορία δραστηριότητας στην παραγ. 1 του άρθρου 3 του ν.2601/1998. Ειδικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις ως επενδύσεις ορίζονται οι αναφερόμενες στις περιπτώσεις α και β της παραγ. 2 του άρθρου 2 του ν.3220/2004.
Ειδικά για το αφορολόγητο αποθεματικό που σχηματίστηκε από τα αδιανέμητα καθαρά κέρδη του οικονομικού έτους 2005, θα ελέγχεται μόνο αν εντός του έτους 2005 πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις αξίας τουλάχιστον ίσης με το 1/3 του σχηματισθέντος αποθεματικού. Εξετάζεται δε μόνο αυτή η προϋπόθεση διότι οι επιχειρήσεις, ενώ είχαν προθεσμία να ολοκληρώσουν τις επενδυτικές και λοιπές δαπάνες τους μέχρι 31/12/2007, με την ψήφιση των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007, έπαψαν να έχουν το δικαίωμα συνέχισης των ως άνω δαπανών για κάλυψη του αποθεματικού μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του εν λόγω νόμου, ήτοι μετά την 3/12/2007.
Αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του ν.3220/2004 για το σύνολο του σχηματισθέντος από τις επιχειρήσεις ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού ή μέρους αυτού, για το τμήμα του αποθεματικού που δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις, θα καταλογίζεται ο αναλονούν φόρος και οι προβλεπόμενες προσαυξήσεις, με τις γενικές διατάζεις, σε βάρος των επιχειρήσεων. Η ανάκτηση δηλαδή του συνόλου ή του τμήματος της κρατικής ενίσχυσης που δόθηκε με το σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού στις περιπτώσεις που δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που όριζαν οι διατάξεις των άρθρων 2 & 3 του ν.3220/2004 για το σχηματισμό του θα γίνει με τις γενικές διατάξεις.
Αν η ορθή εφαρμογή, των ως άνω διατάξεων έχει ήδη ελεγχθεί από προηγούμενο φορολογικό έλεγχο δεν θα γίνεται νέος έλεγχος, αλλά θα γίνεται σχετική αναφορά στην Έκθεση Ελέγχου που θα συντάσσεται ότι η τήρηση των προϋποθέσεων έχει ήδη ελεγχθεί και θα αναγράφεται η υπηρεσία που διενήργησε τον έλεγχο, η ημερομηνία ολοκλήρωσης του ελέγχου και το πόρισμα αυτού.
Έλεγχος ανάκτησης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγ. 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012 όπως ισχύει, θα γίνεται μόνο για το ποσό της κρατικής ενίσχυσης που αντιστοιχεί στο τμήμα του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού για το οποίο έχουν τηρηθεί οι διατάξεις των άρθρων 2 & 3 του ν.3220/2004, Για το τμήμα αυτό των ενισχύσεων θα γίνεται επιπλέον ο έλεγχος συμβατότητάς τους με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Κεφάλαιο Β’ της παρούσας.
Τέλος, δεν θα γίνεται έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων της παραγ. 9 του άρθρου 2 του ν.3220/2004 σε περίπτωση πώλησης των επενδυτικών αγαθών ή των αναφερόμενων στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγ. 2 του άρθρου 2 του ν.3220/2004 πάγιων στοιχείων μέσα στα τρία επόμενα ημερολογιακά έτη από τη λήξη της τριετίας που προβλέπεται από την παράγ. 2, του ίδιου ως άνω άρθρου, στις περιπτώσεις των δαπανών που εξετάζονται βάσει του πλαισίου των επενδυτικών νόμων 2601/1998 και 3299/2004, δεδομένου ότι αυτός ο έλεγχος καλύπτεται από τον έλεγχο συμβατότητας της ενίσχυσης σύμφωνα με το κεφάλαιο Β, παραγ. 5 της παρούσας. Στις λοιπές περιπτώσεις, θα γίνεται έλεγχος υπό την προϋπόθεση ότι οι δαπάνες δεν έχουν αποκλεισθεί ως μη επιλέξιμες κατά τον έλεγχο που θα διενεργείται σύμφωνα με το κεφάλαιο Β της παρούσας. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή αν η επιχείρηση αντικαταστήσει τα πάγια που πουλήθηκαν, μέσα σε έξι (6) μήνες από την πώλησή τους, με καινούργια πάγια ίσης τουλάχιστον αξίας, τα οποία αποτελούν επενδυτική δαπάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν.3220/2004.
Α2. Έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007.
Δεν θα ελέγχεται, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007. Σύμφωνα όμως με τις διατάξεις της περιπτ. στ’ της παραγ. 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012 όπως ισχύει, τα ποσά που καταβλήθηκαν ή καταλογίστηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 ν.3614/2007 θα αφαιρούνται από το ποσό της ενίσχυσης που θα προκύψει για ανάκτηση σε εφαρμογή των διατάξεων της περιπτ. ε’ της παραγ. 1 του άρθρου 169 ν.4099/2012 όπως ισχύει, τυχόν δε πιστωτικό υπόλοιπο που θα προκύπτει θα επιστρέφεται.
Σε περίπτωση που έχει γίνει ανάκτηση του συνόλου ή μέρους της κρατικής ενίσχυσης που δόθηκε με την σύσταση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού άρθρων 2 και 3 του ν.3220/2004, με τις διατάξεις του άρθρου 47 του ν.3614/2007 και το ποσό της ενίσχυσης που ανακτήθηκε καταβλήθηκε σε δόσεις θα γίνεται επανυπολογισμός των τόκων που οφείλονται σύμφωνα με τις διατάξεις της περιπτ. ζ’ της παραγ. 1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012, μέχρι την ημερομηνία ανάκτησης και η διαφορά τόκων που θα προκύπτει θα καταλογίζεται σε βάρος της επιχείρησης. Ο επανυπολογισμός των τόκων στις περιπτώσεις αυτές γίνεται κυρίως διότι οι τόκοι, βάσει των διατάξεων του ν.3614/2007, δεν είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ.
Παράδειγμα επανυπολογισμού τόκων αναφέρεται στο κεφάλαιο Δ’ της παρούσας.
Σε όσες επιχειρήσεις έχει γίνει ολική ανάκτηση, βάσει των διατάξεων του άρθρου 47 ν.3614/2007, του συνόλου της κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε με τη δημιουργία του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού άρθρων 2 & 3 ν.3220/2004, δεν θα γίνει κανένας περαιτέρω έλεγχος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας στο οικονομικό έτος στο οποίο έγινε η ολική ανάκτηση, παρά μόνο επανυπολογισμός των οφειλόμενων τόκων και καταλογισμός της προκύπτουσας διαφοράς.
A3. Έλεγχος συμβατότητας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περιπτ. γ’ της παραγ.1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012 – Ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de mιnimis).
Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά και εξαιρούνται της ανάκτησης οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας βάσει του Κανονισμού 60/2001/ΕΚ της Επιτροπής (EE L 10, 13.1.2001), λαμβανομένων υπόψη των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 5 του Κανονισμού 1998/2006/ΕΚ της επιτροπής (EE L 379, 28.12.2006).
Ο εντοπισμός και ο έλεγχος των επιχειρήσεων στις οποίες χορηγήθηκαν ενισχύσεις ήσσονος σημασίας και για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση ανάκτησης, έχει ήδη διενεργηθεί από τη Διεύθυνση Ελέγχων σε συνεργασία με τη Μονάδα Ανταγωνισμού & Κρατικών Ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας.
Στις καταστάσεις των προς έλεγχο επιχειρήσεων που θα αποσταλούν στις Δ.Ο.Υ. συμπεριλαμβάνονται και επιχειρήσεις στις οποίες η ενίσχυση που έλαβαν μέσω του σχηματισμού του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού είναι μικρότερη των 100.000,00 ευρώ ή των 200.000,00 ευρώ για επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων ή 3.000,00 ευρώ για επιχειρήσεις του πρωτογενή τομέα. Οι ενισχύσεις αυτές, παρόλο που αρχικά εμφανίζονται να είναι μικρότερες του ορίου των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας, δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις των σχετικών κανονισμών της Επιτροπής, ώστε να γίνουν αποδεκτές ως ενισχύσεις της κατηγορίας αυτής και να εξαιρεθούν της ανάκτησης. Επομένως και σε αυτές θα γίνει έλεγχος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας.
Οι κρατικές ενισχύσεις αυτές δεν εντάσσονται στους προαναφερόμενους κανονισμούς ενισχύσεων ήσσονος σημασίας διότι:
α. Είτε οι επιχειρήσεις έχουν λάβει και άλλες ενισχύσεις ήσσονος σημασίας από άλλους φορείς και συνολικά οι ενισχύσεις που έλαβαν σε περίοδο τριών ετών υπερβαίνουν το ποσό των 3.000,00 ή 100.000,00 ή 200.000,00 ευρώ σωρευτικά αναλόγως του τομέα δραστηριότητας.
β. Είτε οι εν λόγω επιχειρήσεις λόγω αντικειμένου εργασιών δεν μπορούν να ενταχθούν στο καθεστώς των ήσσονος σημασίας ενισχύσεων (π.χ. τομέας αλιείας). Αν για οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής απαιτηθεί οποιαδήποτε διευκρίνιση αυτή θα ζητηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέσω της Διεύθυνσης Ελέγχων από τη Μονάδα Ανταγωνισμού & Κρατικών Ενισχύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης & Ανταγωνιστικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β :
Έλεγχος συμβατότητας της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή της παραγ. 1 του άρθρου 169 του ν.4099/2012 (περιπτ. δ), όπως ισχύει
Λόγω του σημαντικού αριθμού εννοιών και όρων του θεσμικού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων που χρησιμοποιούνται στο Κεφάλαιο αυτό, επισυνάπτεται Παράρτημα Β.2 Ορολογία Κεφαλαίου Β, με ορισμούς και διευκρινήσεις αυτών, στο οποίο γίνεται παραπομπή με τους αριθμημένους δείκτες επί του κειμένου που ακολουθεί
Β.1 Εισαγωγικά
Β.1.1 Όπως ήδη αναφέρεται στο κεφάλαιο «Γενικά» της παρούσας, το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό το οποίο έχει σχηματισθεί από τις επιχειρήσεις βάσει των άρθρων 2 & 3 ν.3220/2004, αποτελεί κρατική ενίσχυση, (1) η οποία οφείλει να είναι συμβατή με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς όπως ίσχυαν κατά το χρόνο χορήγησης της (15) άλλως το ποσό της κρατικής ενίσχυσης θα πρέπει να ανακτηθεί από το Δημόσιο έντοκα.
Το Κεφάλαιο Β της παρούσας, αφορά στον έλεγχο της συμβατότητας της ενίσχυσης με μία ή περισσότερες περιπτώσεις της παραγ. 1δ’ του άρθρου 169 του ν. 4099/2012 όπως ισχύει, καθεμία εκ των οποίων αποτελεί διαφορετικό Πλαίσιο χορήγησης συμβατών με την εσωτερική αγορά κρατικών ενισχύσεων.
Συγκεκριμένα τα Πλαίσια(1) με τα οποία μπορεί να κριθεί συμβατή η ενίσχυση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις σχηματισμού του βάσει του ν. 3220/2004, είναι τα εξής:
– Επενδυτικός νόμος: ν.2601/1998 όσον αφορά τις διατάξεις αυτού που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ως καθεστώς Περιφερειακών Ενισχύσεων(2) – ΝΝ 59/Α/98 (ενισχύσεις σε αρχικές επενδύσεις και λειτουργικές δαπάνες) και ν.3299/2004 επίσης όσον αφορά τις διατάξεις αυτού που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ως καθεστώς Περιφερειακών Ενισχύσεων – Ν573/2004 (ενισχύσεις σε αρχικές επενδύσεις).
Ως έναρξη ισχύος του ν. 3299/2004, ο οποίος αντικατέστησε τον προηγούμενο, ορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσής του, ήτοι η 23-12-2004.
– Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 (3) της Επιτροπής που αφορά στις κρατικές ενισχύσεις σε Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ενισχύσεις σε επενδύσεις και ενισχύσεις για υπηρεσίες από εξωτερικούς συμβούλους).
– Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 68/2001 (4) της Επιτροπής που αφορά στις κρατικές ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση (ενισχύσεις για ειδική επαγγελματική εκπαίδευση).
– Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2004 (5) της Επιτροπής που αφορά κρατικές ενισχύσεις προς Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στον τομέα της γεωργίας(5) (ενισχύσεις για επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων, ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της παραγωγής και εμπορίας γεωργικών προϊόντων ποιότητας).
– Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας(5) μόνον εφόσον αφορούν τη μεταφορά εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος)
– Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1595/2004 (6) της Επιτροπής που αφορά κρατικές ενισχύσεις προς Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στον τομέα της αλιείας (ενισχύσεις για επενδύσεις στον τομέα μεταποίησης και εμπορίας και ενισχύσεις για επενδύσεις στον κλάδο υδατοκαλλιέργειας )
– Εγκεκριμένο από την Επιτροπή Καθεστώς Ν 621/2000(6) – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας 2000 – 2006 (υδατοκαλλιέργεια, μεταποίηση και εμπορία)
Β.1.2 Οι δαπάνες με τις οποίες η επιχείρηση κάλυψε το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό (στο εξής Δαπάνες του Αφορολόγητου Αποθεματικού)(10), οι οποίες από τον προηγηθέντα έλεγχο έχουν κριθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του ν.3220/2004, μπορεί να αποτελούν το σύνολο ή τμήμα ενός ή περισσότερων διακριτών επενδυτικών σχεδίων ή άλλων δράσεων (στο εξής Σχέδια)( * που αυτή πραγματοποίησε. Το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με τα ανωτέρω Πλαίσια διαπιστώνεται σε επίπεδο ενισχυόμενου Σχεδίου.
Για το σκοπό αυτό στο Παράρτημα Β.1 της παρούσας παρατίθενται Υποδείγματα ΕΝΤΥΠΩΝ τα οποία θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση σύμφωνα με τις Οδηγίες που ακολουθούν.
Β.1.3 Πριν από την έναρξη των ελεγκτικών επαληθεύσεων του παρόντος κεφαλαίου θα πρέπει να ζητείται από την κάθε ελεγχόμενη επιχείρηση να υποβάλει:
– Κατάσταση των διακριτών σχεδίων στα οποία εντάσσονται οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού’10) σύμφωνα με τις οδηγίες της παραγράφου Β.2 κατωτέρω, με ανάλυση των εν λόγω δαπανών ανά Σχέδιο και κατηγορία (Υπόδειγμα Α1).
– Υπεύθυνη Δήλωση για την μη ενίσχυση των ίδιων Δαπανών (Δαπάνες Αφορολόγητου Αποθεματικού) καθώς και για τυχόν ενισχύσεις για άλλες δαπάνες των προαναφερθέντων Σχεδίων από άλλα καθεστώτα (Υπόδειγμα Α2)
– Δήλωση σχετικά με το χαρακτηρισμό της επιχείρησης ως Μικρομεσαίας(17) σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Υπόδειγμα A3). Η δήλωση αυτή απαιτείται μόνο στις περιπτώσεις που γίνεται χρήση των ευνοϊκών ρυθμίσεων που προβλέπονται για τις Μικρομεσαίες επιχειρήσεις -στα παραπάνω Πλαίσια.
Β.2 Επιλογή Πλαισίου/Πλαισίων Ενισχύσεων (Παράρτημα Β ΕΝΤΥΠΑ 1, 2 και 3.α)
Β.2.1 Προκειμένου να προσδιοριστούν τα διακριτά Σχέδια και να επιλεγεί το Πλαίσιο (1) βάσει του οποίου θα εξετασθεί η συμβατότητα της ενίσχυσης του Ειδικού Αφορολόγητου Αποθεματικού , πρέπει κατ’ αρχήν οι Δαπάνες του Αφορολόγητου Αποθεματικού (10) να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
I. Ορισμένες από τις Δαπάνες Αφορολόγητου Αποθεματικού, παρότι κρίθηκε ότι πληρούν τις διατάξεις του ν. 3220/2004, μπορεί εξ’ αρχής να μην είναι επιλέξιμες σε κανένα Πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της παραγράφου Β. 1.1 και ως εκ τούτου θα πρέπει εξαρχής να αποκλεισθούν (βλ. ΕΝΤΥΠΟ 1 του Παραρτήματος Β.1 σχετικά με τις πιθανές κατηγορίες μη επιλέξιμων δαπανών). Επισημαίνεται ότι στις ενισχυόμενες δαπάνες του ν.2601/1998 και κατ’ επέκταση του ν.3220/2004 (άρθρο 2, παρ. 2 ν.3220/2004) δεν περιλαμβάνονται δαπάνες που αφορούν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, δαπάνες που συνδέονται με δραστηριότητες του εξαγωγικού κλάδου (δαπάνες που συνδέονται με τις εξαγόμενες ποσότητες, με τη συγκρότηση και λειτουργία δικτύου διανομής κλπ), καθώς και δαπάνες για σχέδια που ευνοούν τα εγχώρια προϊόντα έναντι των εισαγομένων. Ως εκ τούτου, τυχόν σχετικές δαπάνες αποκλείονται εκ των προτέρων από τον έλεγχο βάσει του ν. 3220/2004
II. Οι υπόλοιπες δαπάνες, οι οποίες δεν έχουν αποκλεισθεί κατά τα ανωτέρω, πρέπει να ομαδοποιηθούν (βάσει και της υποβληθείσας από κάθε επιχείρηση κατάστασης) στις παρακάτω Κατηγορίες α έως η, καθεμία από τις οποίες εμπίπτει σε διαφορετικό Πλαίσιο χορήγησης ενισχύσεων.
Κατηγορίες Δαπανών για δραστηριότητες εκτός του τομέα της γεωργίας(5) και αλιείας/υδατοκαλλιέργειας (6)
α) Επενδυτικές δαπάνες, ήτοι δαπάνες οι οποίες αφορούν υλικά και άυλα στοιχεία του ενεργητικού, β) Δαπάνες λειτουργίας που αφορούν σε μετεγκατάσταση εξοπλισμού σε Βιομηχανικές Περιοχές για περιβαλλοντικούς λόγους γ) Δαπάνες παροχής υπηρεσιών από εξωτερικούς συμβούλους.
Κατηγορίες Δαπανών για δραστηριότητες του τομέα της γεωργίας
δ) Δαπάνες για μεταφορά εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων (5) για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ε) Λοιπές δαπάνες για δραστηριότητες στον πρωτογενή γεωργικό τομέα (5) στ) Δαπάνες για δραστηριότητες στον τομέα μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων (5 )
Κατηγορίες Δαπανών για δραστηριότητες στον τομέα της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας
ζ) Δαπάνες για δραστηριότητες στον τομέα της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας
Δαπάνες ανεξαρτήτως τομέα
η) Δαπάνες για επαγγελματική εκπαίδευση
Β.2.2 Στη συνέχεια οι Δαπάνες κάθε Κατηγορίας θα πρέπει να ομαδοποιηθούν με βάση τα συγκεκριμένα διακριτά Σχέδια στα οποία ανήκουν (αποτελούν το σύνολο ή τμήμα του κόστους αυτών) και τα οποία αποτελούν τα Ενισχυόμενα Σχέδια(7) (ένα ή περισσότερα για κάθε Κατηγορία Δαπανών)
Κατά την διενέργεια του ελέγχου τα Ενισχυόμενα Σχέδια(7) και το σύνολο των αντιστοίχων Δαπανών του Αφορολόγητου Αποθεματικού (10) συμπληρώνονται στο ΕΝΤΥΠΟ 2 του Παραρτήματος Β.1
Β.2.3 Τέλος προσδιορίζεται το Πλαίσιο(1) με το οποίο θα μπορούσε να είναι συμβατή η Ενίσχυση(1) των Δαπανών κάθε Σχεδίου εφόσον πληρούνται οι ειδικοί όροι και προϋποθέσεις αυτού.