Τάφοι των βαμπίρ μας αποκαλύπτουν τις προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες για τις ασθένειες.
Μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν, η άγνοια για την αποσύνθεση του σώματος και τις ασθένειες προκαλούσε τρόμο. Οι νεκροί επιστρέφουν και πίνουν το αίμα των ζωντανών.
Το 1846, ένας άνδρας πέθανε από φυματίωση στο Κονέκτικατ. Στα επόμενα έξι χρόνια δύο από τα παιδιά του πέθαναν από την ίδια ασθένεια. Όταν ασθένησε άλλο ένα του παιδί δύο χρόνια αργότερα, για την οικογένεια και τους φίλους του υπήρχε μια εξήγηση μόνο: Τα νεκρά παιδιά τρέφονταν με το αίμα του άρρωστου αδερφού τους. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την κατάσταση του ασθενή ξέθαψαν τα πτώματα των νεκρών και τα έκαψαν.
Ασφαλώς δεν πρόκειται για το μοναδικό περιστατικό. Το 1874 ένας πατέρας ξέθαψε το πτώμα της κόρης του και έκαψε την καρδιά της και το 1875 έκαψαν τους πνεύμονες ενός θύματος «κατανάλωσης», όπως ονομαζόταν τότε η φυματίωση.
Η πρακτική να ξεθάβουν πτώματα, να τα καίνε ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να απομακρύνουν την ασθένεια ήταν πολύ διαδεδομένη σε πολλές Δυτικές Χώρες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα για να εμποδιστούν τα βαμπίρ, που πέθαναν από κάποια ασθένεια, να επιβουλεύονται τη ζωή των ζωντανών από τον τάφο τους!
Οι σύγχρονοι βρικόλακες δεν είναι όμως έτσι αν και πίνουν ακόμη αίμα. Πρόκειται για σέξι, λαμπερούς έφηβους ή νεαρούς ενήλικες αν και στην ιστορία από την Αρχαία Ελλάδα, στους Ανατολικοευρωπαίους και τους Αμερικανούς υπήρξαν θύματα ασθενειών που ήθελαν να παραμείνουν στη ζωή ακόμη και από το μακρινό υπερπέραν……
Έτσι οι επιζήσαντες συγγενείς, κυρίως στα χωριά προσπαθούσαν να τους κρατήσουν στους τάφους τους, κάπως σαν να θέτουν εμπόδιο στην εξάπλωση της ασθένειας που είχαν οι βρικόλακες.
Τον περασμένο χρόνο Βούλγαροι αρχαιολόγοι βρήκαν δύο σκελετούς στα στήθη των οποίων υπήρχαν καρφωμένες σιδηρόβεργες προφανώς μια ‘τυπική’ θεραπεία βαμπίρ. Περίπου 100 τέτοιοι σκελετοί βρέθηκαν σε ολόκληρη την Βουλγαρία και χρονολογούνται περίπου 200 χρόνια πριν.
Ακόμη και φέτος, το καλοκαίρι ερευνητές στην Πολωνία ξέθαψαν σκελετούς με το κεφάλι γυρισμένο ανάποδα πιθανόν σε μια προσπάθεια των νεκροθαφτών να αποτρέψουν μια μελλοντική ‘ανάσταση’ σύμφωνα με μύθο που θέλει το βαμπίρ να μην ζωντανεύει όταν βρίσκει το κεφάλι του ανάποδα.
Σε ένα ιταλικό χωριό ένας ύποπτος μελλοντικός βρικόλακας βρέθηκε με ένα τούβλο στο στόμα του.
Φαίνεται ότι ο μύθος επέζησε στους αιώνες λόγω της άγνοιας για την μετά θάνατο ζωή. Οι παγανιστές Σλάβοι δεν γνώριζαν φυσικά για την αποσύνθεση αλλά και αρκετά χρόνια αργότερα οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί η αρχική νεκρική ακαμψία εξαφανίζεται με την μετέπειτα ευλυγισία των άκρων οπότε ένα πτώμα φαίνεται πιο ζωντανό από ότι πριν. Ομοίως τα σπλάχνα που στραγγίζουν από αίμα μπορεί να έδιναν την εντύπωση σε έναν απλοϊκό χωρικό ότι πρόκειται για ‘ζωντανό’ αίμα ή τα σάβανα που πολλές φορές ‘καρφώνονταν’ στα δόντια του πτώματος, να αποτελούσαν ενδείξεις μεταθανάτιας ζωής. Ακόμη και στην Οδύσσεια υπάρχει περιστατικό όπου σε μια οπτασία αναφωνούν ‘ ανθρωποφάγος’.
Οι μύθοι αυτοί φυσικά ταξίδεψαν στον Νέο Κόσμο. Έτσι κατά την διάρκεια της επιδημίας φυματίωσης τον 19ο αιώνα, οι Νέοι Άγγλοι παρατήρησαν ότι οι συγγενείς των θυμάτων αδυνάτιζαν και εξαϋλώνονταν μετά τον θάνατο του αγαπημένου τους, η πρόδηλη εξήγηση ήταν ότι οι πεθαμένοι σηκώνονταν από τους τάφους τους για να τους πάρουν τη ζωή. Σε μια πόλη του Κονέκτικατ η λύση ήταν να ξεθάβουν τα υπολείμματα και τα οστά των σωμάτων και να τα τοποθετούν σε σταυροειδή διάταξη με το κρανίο από επάνω.
Η Σκωτσέζα συγγραφέας Emily Gerard πρωτοδημοσίευσε ένα άρθρο της για τους μύθους, τις δεισιδαιμονίες και τις πρακτικές των Ανατολικοευρωπαίων για τους βρικόλακες ήδη το 1885, με τίτλο ‘ Τρανσυλβανικές προκαταλήψεις’. Αυτά τα ακούραστα πνεύματα, έλεγε, δεν είναι κακά, όμως η εμφάνισή τους είναι άσχημη και θεωρούνται οιωνοί αρρώστιας ή κακοτυχίας. Σε μια κλίμακα ανώτερη φαίνεται ότι βρίσκονται τα βαμπίρ, δαιμονικά όντα, ή νοσφεράτου, στα οποία πίστευαν όλοι οι Ρουμάνοι χωρικοί τόσο απόλυτα όσο πίστευαν στην κόλαση και τον παράδεισο.
Ο Δράκουλας, του Bram Stoker, το 1897, που βασίστηκε και στην έρευνα της Gerard, όπως και η αντίστοιχη ταινία το 1931,εδραίωσε την ζωντανή (ενθουσιώδη) , αιμοσταγή όψη των βαμπίρ όπως τα γνωρίζουμε σήμερα σε μια πιο ποπ αντίληψη τρόμου….Ήταν φανερό από τότε ότι τα βαμπίρ άρχισαν να γίνονται περισσότερο μύθος παρά επικείμενη υπαρκτή απειλή.
Η εφημερίδα Guardian έγραψε για μια επανέκδοση του μυθιστορήματος του 1897, ότι ο Κόμης Δράκουλας δεν μπορεί να πεθάνει κανονικά, αλλά περιδιαβαίνει τους αιώνες ως ζωντανός-νεκρός τρεφόμενος με αίμα από το λαιμό ζωντανών και τους κάνει επίσης βαμπίρ με το δάγκωμα τους. Τέτοιοι μύθοι δεν υπήρχαν στο παρελθόν….με το μυθιστόρημα και την ταινία άρχισαν να εμφανίζονται. Η εφημερίδα αν και εξήρε το συγγραφικό ταλέντο του Stroker, αμφισβήτησε την επιλογή της θεματογραφίας του γιατί έσπειρε τον τρόμο…..σε μια άλλη κατεύθυνση……