του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» της 31/10/2013, τ.211
Στο πλαίσιο της –σχετικώς νεοπαγούς από πλευράς καθιέρωσης- ετήσιας πανηγυρικής ομιλίας του την 11.9.2013, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο έθεσε και ένα ζήτημα ενδεχόμενης προσφυγής στη διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ). Πρόκειται για τη διαδικασία μέσω της οποίας, όπως εκτίθεται στη συνέχεια, είναι δυνατή η επιβολή συγκεκριμένων κυρώσεων σε κράτος-μέλος, το οποίο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται σαφή κίνδυνο σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. «Αποδέκτης» του μηνύματος Μπαρόζο ήταν, προφανώς, η Ουγγαρία η οποία –όχι μόνον αυτή, είναι η αλήθεια- έχει «επιδοθεί» σε μια σειρά τέτοιων παραβιάσεων, κατά τη θητεία της κυβέρνησης του Βίκτορ Όρμπαν. Αν και, prima faciae τουλάχιστον, η ως άνω προειδοποίηση Μπαρόζο εμφανίζεται δικαιολογημένη, στο βάθος της εξυπηρετεί και μια καθαρώς επικοινωνιακή τακτική αφού χαρακτηρίζεται από μεγάλη δόση υποκρισίας, εφόσον την εντάξει κανείς στο γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Και να γιατί:
Η διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 7 της ΣΕΕ συνιστά, κατ’ ουσίαν, κυρωτικό μηχανισμό σε περίπτωση παραβίασης από ένα κράτος-μέλος της ΕΕ των κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 της ίδιας Συνθήκης θεμελιωδών αξιών, στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα:
Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 2 της ΣΕΕ: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».
Β. Και σύμφωνα με τις διατάξεις του επίσης προαναφερόμενου άρθρου 7 παρ. 1, 2 και 3 της ΣΕΕ: «1. Το Συμβούλιο δύναται, βάσει αιτιολογημένης προτάσεως του ενός τρίτου των κρατών-μελών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του και κατόπιν της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, να διαπιστώσει την ύπαρξη σαφούς κινδύνου σοβαρής παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2. Το Συμβούλιο, προτού προβείς τη διαπίστωση αυτή, ακούει το εν λόγω κράτος-μέλος και δύναται, αποφασίζοντας με την ίδια διαδικασία, να του απευθύνει συστάσεις. Το Συμβούλιο επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι που οδήγησαν στη διαπίστωση αυτή. 2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα μετά από πρόταση του ενός τρίτου των κρατών-μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφού λάβει την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύναται να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αξιών του άρθρου 2, αφού καλέσει το εν λόγω κράτος-μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. 3. Εφόσον γίνει η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 διαπίστωση, το Συμβούλιο δύναται να αποφασίζει, με ειδική πλειοψηφία, την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών ως προς το εν λόγω κράτος-μέλος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης αυτού του κράτους-μέλους στο Συμβούλιο. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας αναστολής στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις φυσικών και νομικών προσώπων»
Η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 7 της ΣΕΕ από τον κ. Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στην προκείμενη περίπτωση της Ουγγαρίας καλύπτει τη «μια πλευρά του λόφου». Ήτοι εκείνη κατά την οποία ένα κράτος-μέλος παραβιάζει, με δική του αμιγώς πρωτοβουλία, της θεμελιώδεις αρχές που κατοχυρώνονται από τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΣΕΕ.
Α. Ουδόλως όμως καλύπτει την «άλλη πλευρά του λόφου». Θάλεγε μάλιστα κανείς εκείνη τη «σκοτεινή πλευρά» που αναδεικνύει, ιδίως τα τελευταία χρόνια, τις αδιαμφισβήτητες ευθύνες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αντίστοιχη –έμμεση βεβαίως- παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 της ΣΕΕ από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή τις ευθύνες, οι οποίες ανακύπτουν όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως δια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναγκάζει, κατ’ αποτέλεσμα, ένα κράτος-μέλος να παραβιάσει βασικές συνιστώσες του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου δια της οδού της επιβολής της εφαρμογής εκ μέρους του μιας δεδομένης οικονομικής, και δη δημοσιονομικής, πολιτικής, επί ποινή –αυτή είναι κατά βάθος η απειλή- εξόδου από την Ευρωζώνη. Ένας τέτοιος κίνδυνος ελλοχεύει, όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, για εκείνα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, που τελούν υπό τα «καυδιανά δίκρανα» απόλυτου οικονομικού ελέγχου «μνημονιακής» νοοτροπίας. Μιας νοοτροπίας η οποία συνιστά «γνήσιο τέκνο» του σύγχρονου γερμανικού οικονομικού σολιψισμού.
Β. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι, δυστυχώς, εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό αυτής της εντελώς ακούσιας, από την πλευρά κράτους-μέλους της ΕΕ, παραβίασης πτυχών των θεσμών των διατάξεων του άρθρου 2 της ΣΕΕ. Και τούτο διότι ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει σήμερα ότι η «μνημονιακή» πολιτική που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από την Τρόικα –κορυφαίο μέλος της οποίας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση δια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία πρέπει να προστεθεί βεβαίως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οπότε μιλάμε για τα δύο τρίτα της Τρόικας- οδηγεί, έστω και εκ πλαγίου, σε παραβίαση όχι μόνο βασικών διατάξεων του Συντάγματός μας. Αλλά και αντίστοιχων διατάξεων του, lato sensu, ευρωπαϊκού δικαίου –με την έννοια της συμπερίληψης και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως «πηγής έμπνευσης» του stricto sensu ευρωπαϊκού δικαίου -οι οποίες κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα. Εν τέλει δε το κράτος δικαίου και τις γενικές ρήτρες της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Στην προαναφερόμενη κατηγορία των θεμελιωδών δικαιωμάτων –θυμάτων της «άνωθεν επιβεβλημένης» «μνημονιακής» πολιτικής εντάσσονται, εντός του πεδίου της ελληνικής έννομης τάξης, πρωτίστως:
1. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει συρρικνωθεί υπερμέτρως π.χ. μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν. 3900/2010 και των εν συνεχεία τροποποιητικών του νόμων.
2. Το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, με την ευρύτερη μορφή του δικαιώματος στην περιουσία, το οποίο ακόμη ακρωτηριάζεται πάνω στην «προκρούστεια κλίνη» του κατά τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011 ΕΕΤΗΔΕ.
3. Το κοινωνικό κράτος δικαίου, με κορωνίδα τις παραμέτρους του εκείνες που αφορούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις εγγυήσεις του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης (“Existenzminimum”).
Σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που σέβεται τις αρχές και τις αξίες, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε από την ίδρυσή της ως την σημερινή μετεξέλιξή της, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καν τέτοια φαινόμενα παραβίασης αυτών τούτων των ανθρωπιστικών και θεσμικών ιδεωδών της με δική της ευθύνη. ‘Η, τουλάχιστον, αν φαινόμενα αυτής της μορφής εμφανίζονται, φυσικά κατ’ εξαίρεση, λόγω συγκυρίας, μια Ευρωπαϊκή Ένωση αντάξια της αποστολής της θα έπρεπε να τα πατάσσει με ειδικώς θεσμοθετημένες αυστηρές κυρώσεις σε βάρος των δικών της οργάνων που τα προκαλούν. Κάτι τέτοιο όμως απέχει σήμερα πολύ από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η επικοινωνιακή υποκρισία των ευρωπαίων «ταγών» απλώς επιταχύνει την γενικευμένη ευρωπαϊκή παρακμιακή πορεία.