Ο καταζητούμενος από τις ΗΠΑ πρώην συμβασιούχος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) εντουαρντ Σνόουντεν δήλωσε πως οι εκκλήσεις για μεγαλύτερο έλεγχο επί των κρατικών μυστικών υπηρεσιών αποδεικνύουν πως είχε δίκαιο να αποκαλύψει τις μεθόδους και τους στόχους της αμερικανικής κατασκοπείας.
Στο άρθρο του «ενα Μανιφέστο για την Αλήθεια», που δημοσιεύθηκε στο σημερινό τεύχος του γερμανικού περιοδικού Ντερ Σπίγκελ, ο Σνόουντεν τονίζει πως η σημερινή συζήτηση περί των μαζικών παρακολουθήσεων των επικοινωνιών σε πολλές χώρες καταδεικνύει πως οι αποκαλύψεις του βοήθησαν ώστε να σημειωθεί μία ριζική μεταστροφή.
«Αντί να προκαλέσουν ζημιά, η χρησιμότητα στην κοινωνία των νέων αυτών ενημερώσεων του κόσμου είναι απόλυτα σαφής διότι προτρέπουν μεταρρυθμίσεις στην πολιτική, την παρακολούθηση και τους νόμους», σημείωνε ο 30χρονος πρώην απασχολούμενος στην NSA.
«Οι πολίτες θα πρέπει να παλέψουν ενάντια στην συσκότιση της πληροφόρησης για ζητήματα θεμελιώδους σημασίας για το κοινό. Εκείνοι που λένε την αλήθεια δεν διαπράττουν κάποιο έγκλημα», υπερθεμάτισε.
Στο «Μανιφέστο» του, ο Σνόοντεν,που σήμερα ζει στη Ρωσία, όπου του έχει παραχωρηθεί άσυλο, υπογράμμισε πως οι μαζικές παρακολουθήσεις αποτελούν ένα παγκόσμιο πρόβλημα που χρειάζεται παγκόσμια λύση. Όπως πρόσθεσε, τα «προγράμματα εγκληματικής παρακολούθησης» που εξυφαίνουν οι μυστικές υπηρεσίες διακυβεύουν την ιδιωτική ζωή του ατόμου, την ελευθερία της άποψης και την ανοικτή κοινωνία.
Η ύπαρξη της τεχνολογικής δυνατότητας για κατασκοπεία δεν θα πρέπει να καθορίζει την πολιτική, τόνισε ο ίδιος: «έχουμε το ηθικό καθήκον να εξασφαλίσουμε πως οι νόμοι και οι αξίες μας θα περιορίσουν τα προγράμματα παρακολούθησης και θα προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Κατά τον Σνόουντεν, η κοινωνία θα πρέπει να κατανοήσει και να κρατήσει σε λογαριασμό αυτά τα προβλήματα μόνον μέσα από μία ανοικτή, άτεγκτη και καλά πληροφορημένη συζήτηση.
Ο ίδιος επεσήμανε πως πολλές κυβερνήσεις που τώρα αισθάνονται εκτεθειμένες από τις αποκαλύψεις, ήσαν εκείνες που πρώτες απ’ όλους είχαν εξαπολύσει μία «εκστρατεία προγραφών» για να καταστείλουν τον διάλογο, τρομοκρατώντας τους δημοσιογράφους και απειλώντας τους με διώξεις.
«Εκείνην την εποχή το κοινό δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη χρησιμότητα των αποκαλύψεων εκείνων. Οι πολίτες εμπιστεύονταν τις κυβερνήσεις τους ότι θα πάρουν τις ορθές αποφάσεις», έγραψε.
«Σήμερα γνωρίζουμε πως αυτό είναι λάθος και πως μία τέτοια συμπεριφορά δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον», υπογράμμισε στο άρθρο του ο Σνόουντεν.