Μετά την φαραωνική σε διαπιστώσεις και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα “σύγκρουση” Σαμαρά/ Βενιζέλου και Τσίπρα στη Βουλή, και ο πλέον αδαής αντιλαμβάνεται πόσο αναγκαία είναι μία ουσιαστική συζήτηση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σχετικά με το εγγύς μέλλον περί την ελληνική οικονομία.
Η κυβέρνηση αναλώνεται, προσώρας, σε μία θολή διαβούλευση με την τρόϊκα που εμφανίζει σημεία εμπλοκής, η οποία, όμως, είναι εξαιρετικά αβέβαιο εάν γίνεται για ουσιαστικούς λόγους ή είναι σικέ για να κερδηθεί χρόνος και από τις δύο πλευρές. Η καθυστέρηση σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία και ο κίνδυνος να εξελιχθεί το “ελληνικό πρόβλημα” σε μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα ενόψει ευρωεκλογών είναι δύο μόνο από αυτούς τους λόγους.
Ας δούμε επιγραμματικά τι έχουμε αυτή τη στιγμή στην εσωτερική πολιτική σκηνή:
– Η κυβέρνηση Σαμαρά διατείνεται εδώ και αρκετές εβδομάδες ότι είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πολιτική διαπραγμάτευση με τους δανειστές, στέλνοντας μηνύματα στο εξωτερικό και το εσωτερικό ότι δεν προτίθεται να λάβει νέα δημοσιονομικά μέτρα. Η τρόϊκα, από την πλευρά της, αφήνει να εννοηθεί πως “εφόσον απαιτηθούν -και τα στελέχη της λένε πως μάλλον θα απαιτηθούν- νέα μέτρα, αυτά πρέπει να ληφθούν δίχως αμφισβήτηση”.
– Ο ΣΥΡΙΖΑ αποσαφηνίζει ολοένα και συχνότερα πως η δική του πολιτική διαπραγμάτευση αφορά τη δανειακή σύμβαση, πάντοτε, όμως, στο πλαίσιο της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη [οι δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα ΚΑΙ στο Τέξας ενισχύουν αυτή την πεποίθηση].
Όπως έχω επισημάνει πλειστάκις στο πρόσφατο παρελθόν, οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα μέχρι τις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές θα κριθούν από το “ποιά διαπραγμάτευση” και προς ποιά κατεύθυνση επιδιώκουν να κάνουν οι κ.κ Σαμαράς και Τσίπρας.
Τα επί μέρους σημεία αυτής της αντιπαράθεσης είναι τα εξής:
– Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι θα καταργήσει (μονομερώς) το μνημόνιο, φέρνοντας ένα άρθρο στη Βουλή που θα αναιρεί τον πυρήνα του μνημονίου και τους εφαρμοστικούς νόμους,
– Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να καταργήσει το μνημόνιο, ιδιαίτερα, όπως λέει, πως αυτό τελειώνει τον Μάϊο του 2014, αλλά επιθυμεί να διαπραγματευθεί την αναπτυξιακή προοπτική, την χαλάρωση των δημοσιονομικών όρων και την απομείωση του χρέους μέσω επιμήκυνσης και μείωσης του επιτοκίου δανεισμού και επικαλείται τη συμφωνία της Συνόδου Κορυφής του Νοεμβρίου του 2012 που αναφέρει ότι εφόσον η Ελλάδα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα ενεργοποιούνται ρήτρες περί συνδρομής των δανειστών στο χρηματοδοτικό κενό του προγράμματος.
– Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% το 2014, 2,5% το 2015 και 4,5% το 2016 [μόνο αυτή τη χρονιά αυτό ισοδυναμεί με 10 δισ ευρώ].
– Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η Ελλάδα οφείλει να καταβάλλει, τα επόμενα χρόνια, περί τα 70 δισ σε τόκους και χρεωλύσια. Τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν…
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σαφή:
1. Τι σημαίνει πολιτική διαπραγμάτευση για την κυβέρνηση; Τι ζητά και ποιές είναι οι κόκκινες γραμμές; Τι θα πράξει εάν οι δανειστές αρνηθούν; Θα επιστρέψει στην τυπική εφαρμογή του υφιστάμενους προγράμματος ή θα πάει σε εκλογές με συγκεκριμένο δίλημμα;
2. Πως θα προκύψουν τα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2016; Με τον ίδιο τρόπο, όπως αυτό του 2013, ήτοι υπερφορολόγηση, μειώσεις μισθών και συντάξεων, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και μηδενισμό των δημοσίων επενδύσεων; Αλλιώς πως;
3. Πως θα καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των 70 δισ;
4. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, τι ακριβώς θα διαπραγματευθεί από τη δανειακή σύμβαση; Τι θα κάνει εάν απορριφθεί το αίτημά του για διαγραφή του χρέους κατά 50% τουλάχιστον; Τι θα πράξει εάν απορριφθεί το στρατηγικό αίτημά του για στάση αποπληρωμής τόκων και χρεωλυσίων ώστε να δημιουργηθεί αποθεματικό [περίπου 25 δις λένε στο οικονομικό του επιτελείο] για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ενίσχυση της ζήτησης δια των αυξήσεων σε κατώτατο μισθό και επίδομα ανεργίας, και την ενεργοποίηση δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων με συμμετοχή και του Δημοσίου;
5. Ισχύει, ακόμα, παλαιότερη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ότι εάν υπάρξει άρνηση των δανειστών και σύγκρουση, θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα ζητώντας την λαϊκή ετυμηγορία; Ποιό θα είναι το δίλημμα εάν θεωρείται δεδομένη η παραμονή στην ευρωζώνη;
Όλα τα παραπάνω ζητήματα και ερωτήματα πρέπει να τεθούν σε μία ουσιαστική συζήτηση Σαμαρά- Τσίπρα. Ότι λέγεται τώρα μοιάζει με ψάρεμα σε θολά νερά. Οι πολίτες δεν γνωρίζουν τις θέσεις και τις πραγματικές προθέσεων των δύο αρχηγών. Όλα αυτά είναι και παραπλανητικά και επικίνδυνα.
Σε μία τέτοια συζήτηση θα φανεί εάν υπάρχουν πραγματικά κοινοί τόποι και σημεία σύγκλισης. Εάν, δηλαδή, υπάρχει η δική σου και η δική μου διαπραγμάτευση ή κάτι που μπορεί να αποτελέσει εθνική στρατηγική.
Απλά πράγματα…