Μπορεί να ακούγεται εξωφρενικό, αλλά στη χώρα όπου μετά τρία χρόνια μνημονιακής «θεραπείας» το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί στο 180% του ΑΕΠ καλλιεργείται η εντύπωση πως το πρόβλημα έχει περίπου τακτοποιηθεί! Αυτό ισχυρίζεται φυσικά η κυβέρνηση. Εφ’ όσον η χρηματοδότηση της τρόικας τελειώνει το 2014, η Ελλάδα θα ξαναβγεί υπερήφανα στις αγορές επιδεικνύοντας το πρωτογενές της πλεόνασμα.
Ακόμη κι αν το δεχτούμε, παραμένει όμως το αγκάθι του «χρηματοδοτικού κενού», η κύρια πηγή του οποίου είναι η λήξη χρεολυσίων άνω των 40 δισ. τα επόμενα δύο χρόνια. Για να καλυφθεί πλήρως το ποσό αυτό, φαίνεται ότι θα χρειαστεί επιπλέον τροϊκανή χρηματοδότηση. Το ύψος της οποίας, αν και σαφώς μικρότερο από αυτό των δύο Μνημονίων, κάθε άλλο παρά αμελητέο προβλέπεται να είναι – και σίγουρα πάνω από 10 δισ. Σε κάθε περίπτωση, επιπλέον χρηματοδότηση σημαίνει νέα μέτρα, τα οποία στην ουσία έχουν ήδη δρομολογηθεί και μόνο καταστροφή μπορούν να προσθέσουν στο υπάρχον τοπίο ερειπίων.
Η ιδέα ότι η Ελλάδα με το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος της μπορεί να αντλήσει ποσά αυτής της τάξεως στις αγορές στερείται σοβαρότητας. Το συμπέρασμα είναι απλό: πέρα από άδικο και ταξικό, το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Δυστυχώς όμως, ακόμη και δυνάμεις που συμφωνούν με αυτή τη διαπίστωση δείχνουν να υποτιμούν την έκταση του προβλήματος. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι ναι μεν η επόμενη διετία θα είναι δύσκολη, αλλά ότι μετά το πέρας της η εξυπηρέτηση του χρέους θα κινηθεί σε ανεκτά επίπεδα, γύρω στα 8 δισ. το χρόνο. Αυτό το ποσό αφορά όμως μόνο τα χρεολύσια και όχι τους τόκους που αντιπροσωπεύουν μια επιβάρυνση παρόμοιας τάξης. Συνολικά λοιπόν η εξυπηρέτηση του χρέους θα κινείται ίσως και στα 15 δισ. το χρόνο, ήτοι 6% του ΑΕΠ. Πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους είναι ουτοπικά. Αρα παραμένει το πρόβλημα της αδυναμίας αναχρηματοδότησης στις αγορές μιας χώρας με δυσανάλογα υψηλό δημόσιο χρέος.
Το αδιέξοδο είναι, λοιπόν, δεδομένο και η μόνη λύση είναι το δραστικό «κούρεμα» με όρους ευνοϊκούς για τον οφειλέτη, άρα κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας. Ο στοιχειώδης ρεαλισμός και η συσσωρευμένη διεθνής εμπειρία επί του θέματος λένε ότι, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, απαιτούνται μονομερείς κινήσεις από την πλευρά του. Μόνο η απειλή, και αν χρειαστεί η προσφυγή στη στάση πληρωμών μπορούν να κάμψουν την αντίσταση των πιστωτών -επί του προκειμένου των ευρωπαϊκών οργανισμών που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων- και να αντιστρέψουν έναν ασύμμετρο συσχετισμό.
Αυτή η κίνηση όμως με τη σειρά της θέτει άμεσα το ζήτημα του νομίσματος και αυτό για τρεις, τουλάχιστον, λόγους:
– Γιατί η ΕΚΤ μπορεί να εκβιάσει απειλώντας με διακοπή της παροχής ρευστότητας, όπως έκανε με την Κύπρο.
– Γιατί η ενδεχόμενη στάση πληρωμών σημαίνει κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, που πρέπει άμεσα να εθνικοποιηθεί και να αποκτήσει δυνατότητα άσκησης αυτόνομης χρηματοπιστωτικής πολιτικής.
– Γιατί, τέλος, όλος ο μηχανισμός της ΟΝΕ είναι καθοριστικής σημασίας για την ίδια τη δημιουργία της υπερσυσσώρευσης χρέους.
Ας επιμείνουμε λίγο στο τελευταίο σημείο, που παραπέμπει στο δομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι αν και η διόγκωση του χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) παραπέμπει στους μηχανισμούς της χρηματιστικοποίησης και στο κόστος της διάσωσης των τραπεζών μετά την κρίση του 2008, τα υπερχρεωμένα κράτη βρίσκονται στην περιφέρεια και οι πιστωτές στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.
Ο λόγος είναι ότι αυτές οι χώρες είχαν τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών λόγω της απώλειας ανταγωνιστικότητας, τη στιγμή που η Γερμανία παρουσιάζει πρωτοφανή πλεονάσματα. Αυτή η μηχανή παραγωγής αποκλίσεων έχει αλέσει την περιφέρεια, αλλά έχει επίσης προκαλέσει προβλήματα, και μάλιστα εντεινόμενα, σε μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, που βγαίνουν χαμένες από τον ανταγωνισμό με τη Γερμανία.
Μετά το δόγμα του σοκ που εφαρμόστηκε στις χώρες της περιφέρειας με τα Μνημόνια, η υπό γερμανική ηγεμονία Ε.Ε. πιέζει ασφυκτικά τους άλλους «χαμένους» της ΟΝΕ να υποστούν με τη σειρά τους -με ηπιότερη έστω μορφή- τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της συντριβής του εργατικού κόστους και των δημόσιων δαπανών.
Μοναδική ορθολογική απάντηση σε αυτόν τον εφιάλτη είναι το ξήλωμα της «χρεοκρατίας», η διαγραφή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του χρέους και η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών. Και είναι πλέον εμφανές ότι η αξιοπιστία μιας τέτοιας πρότασης προϋποθέτει ότι μονομερείς κινήσεις και εν ανάγκη η έξοδος από το ευρώ αντιμετωπίζονται ως σοβαρά και διαχειρίσιμα ενδεχόμενα και όχι ως προμηνύματα της συντέλειας του κόσμου.
Ελευθεροτυπία, 14 Οκτωβρίου