Προφανώς, οι συσχετισμοί και οι αναλογίες καταλήγουν σε προσβολή της Ιστορίας και σε μία ανίερη παραπολιτικού τύπου προσέγγιση των εξελίξεων. Όμως, όταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ καλεί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της “καλής” κεντροδεξιάς να διαφοροποιηθούν από την κυβερνητική πολιτική των μνημονίων και της μετά-μνημόνιο εποχής (όπως αυτή διαγράφεται) έχει στο μυαλό του ένα πράγμα: την “Δημοκρατική Συμπαράταξη” που συγκρότησε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1989.
Πολιτικά με την πλάτη στον τοίχο τότε ο Ανδρέας εμπνεύστηκε ένα υπερβατικό σχήμα που στον πυρήνα του είχε την ιδέα της συνένωσης πολιτικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ήταν ένα σχήμα που χωρούσε κυριολεκτικά τα πάντα, από τον Ιωάννη Μπούτο και τον Μανώλη Γλέζο έως τον Γεράσιμο Αρσένη και τον Αντώνη Μπριλλάκη.Την ίδια περίοδο η συστράτευση με το ΠΑΣΟΚ του άλλοτε «πρωθυπουργού του βουνού» Μάρκου Βαφειάδη προσέφερε στον Ανδρέα μία πολιτική ασπίδα έναντι των κατηγοριών που εξαπολύονταν εναντίον του και προσέφεραν ανάσες σε ένα ΠΑΣΟΚ που εμφάνιζε σημάδια προϊούσας σήψης λόγω σκανδάλων και εσωκομματικών συγκρούσεων μεταξύ της “αντίληψης Σημίτη” και της “λαϊκιστικής” εκδοχής του “Τσοβόλα δώς τα όλα”.
Η «Δημοκρατική Συμπαράταξη» προσχώρησε αμέσως στο ΠΑΣΟΚ, ενώ στη μονοεδρική της Λευκάδας ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ κατέβηκαν με ενιαίο ψηφοδέλτιο, στερώντας έτσι από τη ΝΔ μια υπερπολύτιμη έδρα (την οποία είχε κερδίσει στις εκλογές του Ιουνίου).
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς, σήμερα, ότι υπάρχουν αναλογίες μεταξύ της Τζάκρη και του Μπριλλάκη, ή άλλων βουλευτών που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ με τον Αρσένη, ή κεντροδεξιών με τον ευπατρίδη Ιωάννη Μπούτο. Επ’ ουδενί. Και μόνο η σκέψη αποτελεί προσβολή και πολιτική οπερέτα.
Όμως, το εγχείρημα Τσίπρα, ξεπερνώντας τις συγκρίσεις αξιών, εποχών και προσώπων, έχει ακριβώς αυτή τη λογική. Την υπέρβαση του ακτιβιστικού ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών και την μετάλλαξή του σε ένα κόμμα-κίνημα όπου οι αντιθέσεις αποκτούν λογική συνύπαρξης προ του κοινού στόχου.
Η διαχωριστική γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο δεν παύει να υφίσταται αλλά, οπωσδήποτε, δεν έχει την αίγλη που είχε μέχρι πριν μερικούς μήνες.
Τι απομένει; Η πολιτική διαχείριση μιας πιθανής σύγκρουσης με τους δανειστές και η αναζήτηση ενός νέου εθνικού προτάγματος.
Το έχουμε ξαναπεί. Ο Σαμαράς δείχνει να θέλει να συγκρουστεί και να επιτύχει αλλαγές στην εφαρμοζόμενη πολιτική με αναπτυξιακή κατεύθυνση. Ο Τσίπρας πιστεύει -και θέλει να πιστέψουμε- ότι μπορεί να πάει δυο τρία βήματα παρακάτω. Αυτό το παρακάτω, όμως, όπως η κατάργηση του μνημονίου και η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μία μετωπική αντιπαράθεση με το imperium του Βερολίνου. Κι εκεί ή ακολουθεί άτακτη υποχώρηση ή προσφυγή στο λαό μέσω δημοψηφίσματος.
Γι αυτό χρειάζεται μία νέα “Συμπαράταξη” ο Τσίπρας. Να συσπειρώσει με νεο-κινηματικό τρόπο την εκλογική του βάση στο εσωτερικό και να βελτιώσει το “εθνικό” του προφίλ στο εξωτερικό. Είναι το ισόβαρο των δηλώσεων του Τέξας. Λέει -προς τα έξω- “μην φοβάστε εγώ θέλω να μείνω στην ευρωζώνη” και, ταυτόχρονα, αναζητά στο εσωτερικό συμμάχους που θα δημιουργούν την αίσθηση μιας πλατιάς κινητοποίησης.
Κάποιοι θα υποστηρίξουν πως η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται παρά μόνο ως φάρσα. Θα είναι φάρσα μία τέτοια προσπάθεια του Τσίπρα; Θα το δείξει ο καιρός.
Από το 1989 μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στο μύλο της πολιτικής μας ιστορίας. Και οι πολίτες ίσως να μην είναι δεκτικοί σε τέτοια εγχειρήματα. Ίσως, τελικά, η ασφάλεια της στασιμότητας που προσφέρει ο Σαμαράς να αποδειχθεί ισχυρότερο ελατήριο.Ή, ίσως, η “αντιγραφή” να είναι, όντως, τέχνη. Αν γνωρίζεις να αντιγράψεις καλά. Ίδωμεν…