E, ναι το είχαμε αυτό το δίλημμα. Τώρα που για την Σώτη Τριανταφύλλου, τον Πέτρο Τατσόπουλο και τον Χρήστο Χωμενίδη έχουν γραφτεί περισσότερες σελίδες κι από όσες έχουν κληροδοτήσει οι ίδιοι μέχρι στιγμής στην ελληνική πεζογραφία, τί νόημα έχει να ακολουθήσουμε τη μόδα; Ισως πάλι αυτό να είναι το νόημα. Ότι ως πολιτιστικοί συντάκτες τους ξέραμε λόγω των βιβλίων τους πολύ προτού ο δημόσιος βίος τους, οι επιλογές κι οι παρεμβάσεις τους να τους αναδείξουν σε αδιαμφισβήτητα pop idols-που λέει και ο… Ηλίας Κανέλλης. Αλλωστε αυτό δεν είναι τελικώς και οι τρεις, ανεξαρτήτως (θετικού ή αρνητικού, εσείς διαλέγετε) ιδεολογικού προσήμου; Οι πιο αναγνωρίσιμοι και πολυσυζητημένοι συγγραφείς της σύγχρονης Ελλάδας – ακόμα κι αν η αρνητική ή θετική φήμη τους προέρχεται από τις δημόσιες τοποθετήσεις τους και πολύ λιγότερο ή και καθόλου από την πεζογραφία τους. Αυτό είναι και το πρόβλημα που όμως δεν φαίνεται να απασχολεί τους ίδιους ιδιαιτέρως: Ότι οι περισσότεροι τους γνωρίζουν για άλλους λόγους απ’ ό,τι θα ήταν το προβλεπόμενο. Ότι αρκετοί απ’ όσους τους συζητούν, γνωρίζουν τις θέσεις τους και είναι σε θέση να τις σχολιάσουν, θα δυσκολεύονταν ωστόσο να αναφέρουν τον τίτλο έστω και ενός από τα βιβλία τους.
Απ’ την άλλη δεν είμαι και σίγουρη ότι αυτό δεν το επεδίωξαν κι οι ίδιοι. Να είναι περισσότερο δημόσια πρόσωπα απ’ ό,τι άνθρωποι των γραμμάτων. Να συζητιούνται περισσότερο για ό,τι λένε παρά για ό,τι γράφουν. Είχαν άλλωστε και οι τρεις, παρ’ ότι εμφανίστηκαν με χρονική απόσταση μίας δεκαετίας στα ελληνικά γράμματα (το ’80 ο Τατσόπουλος, το ’91 η Τριανταφύλλου, το ’93 ο Χωμενίδης) τουλάχιστον ένα κοινό μεταξύ τους: Μία μιντιακή άνεση στα όρια του ερωτισμού και μία πικάντικη παραδοξότητα (ήδη από τότε, κυρίως στον τρόπο που ζούσαν και σε ό,τι εξέφραζαν και λιγότερο στα γραπτά τους) που ευνοούσε την, ερήμην τους καταρχάς, προώθησή τους στις κορυφές του εναλλακτικού life-style. Διότι αυτή είναι η αλήθεια. Το επίσημο life-style το εξέφρασε φυσικά ο Πέτρος Κωστόπουλος και τα περιοδικά του, παραλλήλως όμως ανθούσε, προεξαρχόντων των σοβαρών εντύπων και εφημερίδων, ένα εναλλακτικό είδος που έσπευδε κι αυτό με αναλόγως ασθματικό τρόπο να εντοπίσει το καινούριο στην Τέχνη, εν προκειμένω και να το αναδείξει σε μείζον θέμα προτού να αποφασίσει το κοινό εάν όντως πρόκειται για τέτοιο.
Τατσόπουλος, Τριανταφύλλου και Χωμενίδης είχαν τα προσόντα. Ο πρώτος κουβαλούσε κάτι από τη γοητευτική «αλητεία» ενός νέο-νουάρ των Εξαρχείων, της κατανάλωσης αλκοόλ και διαννόησης στα πέριξ μπαράκια, της εξ αριστερών αποκαθήλωσης του Μεταπολιτευτικού ιάμβου, της έξυπνης ατάκας που γειτνίαζε κάποτε με τον κυνισμό, της γκέλας στο γυναικείο φύλο – αυτό δηλαδή που επιβεβαίωσε και ο ίδιος πρόσφατα. Η Τριανταφύλλου πάλι έφερνε κάτι από τον φρέσκο αέρα της αμερικανικής ελευθεριότητας των 70’ς, ένα sex, drugs and rock n roll που συνδυαζόταν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της αναγεννησιακής ευρυμάθειας – διαθέτει άλλωστε κι ένα βιογραφικό εντυπωσιακών σπουδών σε ολωσδιόλου διαφορετικούς τομείς. Ήταν από μόνη της ένα κοσμοπολίτικο road movie που μπορούσε να μιλάει με την ίδια άνεση για τον Γκοντάρ και για αμερικανούς ποιητές που μας ήταν ακόμα άγνωστοι και με την ίδια άνεση να φεύγει για να εξερευνήσει κάποια γωνιά του Πλανήτη. Ο νεώτερος, ο Χωμενίδης, ήταν άλλο πράγμα. Με γνωστές αριστερές καταβολές έμοιαζε περισσότερο με κάτι καλοσιδερωμένους συμμαθητές μας που επειδή δεν μπορούσαν να κατακτήσουν τα κορίτσια με την ροκ παραβατικότητα που μετράει στο σχολείο, είχαν εξασκηθεί στο ταλέντο του τσουχτερού χιούμορ, του διαρκώς αμφίσημου μειδιάματος, μίας καθαρόαιμα αστικής αμφισβήτησης των πάντων που κάποτε γλιστρούσε στον εξυπνακισμό κι ενός αναπάντεχου θάρρους που όποτε χρειαζόταν γινόταν και θράσος τόσο ώστε να βγάζει άλλοτε με ενδιαφέροντα τρόπο κι άλλοτε μόνο προβοκατόρικα την γλώσσα σε ό,τι θεωρείτο κατά καιρούς ιερό και όσιο. Ανάλογα στοιχεία είχαν και τα βιβλία τους φυσικά.
Επιπλέον είχαν κι οι τρεις αυτή, την, όχι απολύτως προσδιορίσιμη λαμπερή «αύρα» που αρέσει στα Μ.Μ.Ε. Τα τελευταία τους κατεδίωξαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει με άλλους ομοτέχνους τους οι οποίοι μπορεί να είναι ακόμα καλύτεροι συγγραφείς (όπως π.χ. από τους μεγαλύτερους ο Γιώργος Συμπάρδης κι από τους νεώτερους ο Χρήστος Χρυσόπουλος), αλλά δεν είχαν την διάθεση ή τα προσόντα για να φλερτάρουν με την δημόσια εικόνα τους.
ΣΤΟ ΑΠΑΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΩΝ Μ.Μ.Ε.
Ο κόσμος των Μ.Μ.Ε. είναι όμως ως γνωστόν μία ωραία χρυσή λεωφόρος που σε οδηγεί στο άπατο πηγάδι. Εάν δεν τον τροφοδοτήσεις, παύει να ενδιαφέρεται για εσένα. Εάν του πεις συνεχόμενα «όχι» σε βάζει στην άκρη – στην καλύτερη περίπτωση μέχρι το επόμενο βιβλίο σου. Αλλά τι γίνεται όταν έχεις μάθει να πρωταγωνιστείς σ’ αυτόν; Απλώς κάποια στιγμή αρχίζεις να παίζεις με τους όρους του. Βγαίνεις σε πάνελ, παίρνεις ραδιοφωνική εκπομπή, χρήζεσαι τηλεοπτικός παρουσιαστής, αποκτάς στήλη σε περιοδικό, αρθρογραφείς, σχολιάζεις περί παντός επιστητού, ενίοτε αναλαμβάνεις ως εξέχουσα προσωπικότητα τιμητικές δημόσιες θέσεις, εμβαπτίζεσαι στην επικαιρότητα και μετά αρχίζεις και πνίγεσαι στα θολά νερά της. Από κάποια στιγμή και πέρα η ιστορικότητα ως λογοτεχνικό αίτημα και η επικαιρότητα ως μιντιακό παύουν να τέμνονται. Αυτοακυρώνεσαι ως λογοτέχνης και μετατρέπεσαι σε μιντιακή περσόνα. Αν έχεις βεβαίως και τα εφόδια, εξασκείσαι ακόμα περισσότερο στην ατάκα που θα κάνει θέμα και στην, αν χρειάζεται εμπρηστική, διαφοροποίηση που θα σε κανει είδηση…
Κοντά σ’ όλα αυτά ήρθε γρήγορα να τους συναντήσει και η κατεξοχήν τέχνη της πλάνης. Η πολιτική. Καταξιωμένοι ήδη ως δημόσια πρόσωπα πρώτα πήραν θέση ακόμα και δια της λογοτεχνίας σε όσα σημαντικά πολιτικά γεγονότα ζούσε ο τόπος. Δεν είναι τυχαίο ότι για την ιστορία της 17 Νοέμβρη π.χ. Τατσόπουλος και Χωμενίδης εξέδωσαν βιβλία («Ο ουρανός στο κεφάλι μας, η δίκη της 17 Νοέμβρη» ο πρώτος με τα σχετικά άρθρα του στα «ΝΕΑ» και το μυθιστόρημα «Το σπίτι και το κελλί» ο δεύτερος). Ούτε είναι τυχαίο ότι ενεπλάκησαν με την άσκηση της πολιτικής είτε δια της πλαγίας οδού (είναι π.χ.γνωστό ότι ο Χωμενίδης ενω δεν εκτιμούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου πράγμα που γίνεται σαφέστερο και στο μυθιστόρημά του «Ο κόσμος στα μέτρα του», έγραφε μία περίοδο τους λόγους του Γιώργου Παπανδρέου), είτε δια της ευθείας (μην ξεχνάμε ότι σήμερα ο Τατσόπουλος είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο Χωμενίδης παραιτηθέν μέλος της Κ.Ε.της ΔΗΜΑΡ και η Τριανταφύλλου εκ των φανατικών-για να μην πω υστερικών- υποστηρικτών της κίνησης των «58» για την ανασύσταση της, δήθεν, κεντροαριστεράς).
Ωραία. Και ποιό είναι το κακό σε όλα αυτά; Καθένας κρίνει μόνος του. Κακό είναι ότι ενισχύουν την υποψία ότι το κίνητρό τους δεν είναι παρά ένας παθολογικός ναρκισισμός που παραφουσκωμένος γενναιόδωρα από τα Μ.Μ.Ε. τους σπρώχνει συχνά να υπερβαίνουν το μέτρο. Τί δουλειά είχε ο Χωμενίδης στο εποπτικό συμβούλιο της… εντελώς αμφιλεγόμενης και πολλαπλώς αμφισβητούμενης ΝΕΡΙΤ, τα «οράματα» της οποίας ήδη αδειάζουν κι αυτόν και τις δεσμεύσεις του; Σκέφτηκε η Τριανταφύλλου τί εικόνα παρουσίαζε όταν αναμαλλιασμένη ούρλιαζε «αυτά είναι χυδαία» απευθυνόμενη στον Κατρούγκαλο από το πάνελ του Πρετεντερη; Και τέλος πάντων γιατί πρέπει να ανάγεται σε μείζον ζήτημα η άποψή της π.χ. για την κατάργηση της επετείου του Πολυτεχνείου; Δεν ξέρει ο Τατσόπουλος ότι όχι μόνον η ένταξη σ’ ένα κόμμα και η βουλευτική ιδιότητα, αλλά η ένταξη σε οποιοδήποτε σύνολο ιεραρχικής κλίμακας σημαίνει ότι δεν προτάσσεις την απολύτως προσωπική σου γραμμή – διαφορετικά τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Ούτε αυτά θα με ενοχλούσαν τόσο εάν δεν είχα την αίσθηση ότι οι τρείς αυτοί άνθρωποι γενικώς παίζουν. Παίζουν με την εικόνα τους, με τα μίντια, με την έξαψη των παθών, με τους ρόλους τους. Κυρίως όμως παίζουν με τον πολιτικό λόγο παίρνοντας όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ ό,τι τροφοδοτούσε συχνά τη λογοτεχνία: Την παρατήρηση του άλλου – ενώ εκείνοι σε μία τόσο πικρή εποχή όχι μόνο δεν φαίνεται να παρατηρούν πραγματικά όσους δοκιμάζονται, αλλά είναι και περισσότερο από ποτέ στραμμένοι στο εγώ τους. Και την επιθυμία καταννόησης τελικώς του ίδιου σου του εαυτού. Ποιός ειναι ο Χωμενίδης; Πάντως όχι το Σοφό παιδί. Ποιά είναι η Σώτη; Πάντως όχι η ηρωίδα του Σάββατο βράδυ στην Ακρη της Πόλης. Ποιός είναι ο Τατσόπουλος; Πάντως όχι η φωνή της βαθιάς, οδυνηρής αλλά απολύτως ισορροπημένης εσωτερικότητας στην Καλοσύνη των ξένων. Πήδηξαν κι οι τρείς από το ράφι για να πέσουν στο καζάνι με την σούπα. Και δυστυχώς ακόμα και τώρα προσπαθούν πάση θυσία να σκαρφαλώσουν στην κουτάλα. Κρίμα.
Από το e-tetRadio.gr