του Δημήτρη Χριστόπουλου
Διατρέχοντας το πρόγραμμα του συνεδρίου για τα δεκαπέντε χρόνια από την ίδρυση του Συνηγόρου του Πολίτη (Αθήνα, 12-13.11.2013) επιβεβαίωσα τη δυσάρεστη άποψη που έχω σχηματίσει τα τελευταία χρόνια και, κυρίως, από την αρχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα: δυστυχώς, η Αρχή έχει αρχίσει να χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα. Είτε λόγω της κεκτημένης αδράνειας και γραφειοκρατικοποίησης των λειτουργιών έπειτα από μια δεκαπενταετία, είτε λόγω κάποιας «αγοραφοβίας» που εντάθηκε προϊόντος του χρόνου, είτε λόγω της ίδιας της επικαιρότητας, που πλέον τρέχει μανιωδώς, ένα είναι βέβαιο: ότι ο θεσμός που κάποτε έσωζε την τιμή του πειράματος των Ανεξάρτητων Αρχών, πλέον φαίνεται να έχει πλέον χάσει σημαντικό τμήμα του κύρους και του ηθικού του ερείσματος στις προσδοκίες των ανθρώπων. Δεν εμπνέει και λίγο-πολύ ξεχάστηκε. Αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος μπορεί να μου αντιτάξει: Μήπως είσαι άδικος; Δες τόσα πορίσματα στην ιστοσελίδα του Συνήγορου. Δες ότι, παρά την κάμψη των προηγουμένων ετών ο κόσμος ακόμη υποβάλλει αναφορές. Δες τη δουλειά που γίνεται…
Απαντώ: το ότι μια δουλειά γίνεται, δε σημαίνει ότι υπολογίζεται κιόλας. Η καλή μουσική πρέπει και να ακούγεται – αλλιώς, όσο κι αν αξίζει, είναι σαν να μην υπάρχει. Ο Συνήγορος, λοιπόν, ολοένα και ισχναίνει στον δημόσιο λόγο της χώρας. Mου φαίνεται αδύνατον να μην το βλέπει ή να μην το εισπράττει. Και επειδή, αλλιώς, κάτι θα έκανε για να αλλάξει ρότα, πλέον έχω πειστεί ότι και το βλέπει και το επιζητά. Με λίγα λόγια, υπάρχει σοβαρό δομικό πρόβλημα στη στρατηγική και όχι απλώς μια κακοτεχνία. Ταυτόχρονα, γνωρίζω, ασφαλώς, πως ο Συνήγορος δεν μπορεί παρά να αυτολογοκρίνεται σε ένα βαθμό. Το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό λοιπόν.
Στο σημείο αυτό καλούμαστε να εντάξουμε το πρόβλημα που συζητάμε στο πλαίσιό του. Να συνυπολογίσουμε την πολιτική απαξίωση του Συνηγόρου από τη Δεξιά που κυβερνά, καθώς και από το ΠΑΣΟΚ που ενώ κάποτε έπινε νερό στο όνομα των Ανεξαρτήτων Αρχών τώρα μάλλον δεν θέλγεται και πολύ… Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι ο νυν αρχηγός του δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα θεωρούσαμε υπέρμαχο της λογοδοσίας της διοίκησης στο Συνήγορο του Πολίτη –τουναντίον μάλιστα– ενώ παρέλκει να φέρουμε στο μυαλό μας πόσο απαξιωτικά στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας αντιμετώπιζαν ανέκαθεν το θεσμό ήδη όταν ακόμη ήταν στα χάι του. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι συνολικά οι Ανεξάρτητες Αρχές ήταν προϊόντα της «ισχυρής Ελλάδας» του εκσυγχρονιστικού σχεδίου, και ούτως ή άλλως παλεύουν για ένα σωσίβιο στην «ανίσχυρη Ελλάδα» των Μνημονίων. Δεν έχω λύσει σε τι βαθμό το δικαιούνται, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ούτως ή άλλως, λοιπόν, τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα από παλιά, αλλά σε αυτό ο Συνήγορος δεν αποτελεί εξαίρεση.
Μείζον έλλειμμα στρατηγικής
Από την παρουσία του Συνηγόρου στον δημόσιο λόγο της χώρας –ουσιαστικά, από την απουσία του δηλαδή– προκύπτει, κατά την άποψή μου, ένα μείζον έλλειμμα στρατηγικής. Δεν μπορώ αλλιώς να εξηγήσω ότι ένα συνέδριο για τα δεκαπέντε χρόνια του θεσμού το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός κριτικής σκέψης και ανάλυσης των κεκτημένων, των αδυναμιών και των προκλήσεων ενώπιον των οποίων τίθεται η Αρχή στη συγκυρία της εδραιωμένης κρίσης, αναλώνεται στις ίδιες θεματικές με τις οποίες θα έκανε ένα συνέδριο ο ομόλογος θεσμός στον Καναδά σήμερα ή στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια.
Φοβάμαι λοιπόν πως η Αρχή αντιλαμβάνεται το ρόλο της ως ένας in vitro Ombudsman, ο οποίος ενώ η κοινωνία καίγεται, αυτός κάνει πως δυσκολεύεται να νιώσει τη φωτιά. Έτσι μπορεί και να εξηγείται κάπως ότι το συνέδριο για την δεκαπενταετία του θεσμού το άνοιξαν οι υπηρεσιακά αρμόδιες αρχές, δηλαδή ο Πρόεδρος της Βουλής και ο Υπουργός Εσωτερικών, αλλά οι διοργανωτές δεν είχαν την θεσμικά ενδεδειγμένη πολιτική ευαισθησία να σκεφτούν ότι μια τόσο μονομερής εκπροσώπηση θέτει εκ ποδών την εικόνα μιας στοιχειώδους θεσμικής ουδετερότητας. Υπάρχουν εύκολοι και έξυπνοι τρόποι να προβλεφθεί κάποιου είδους εκπροσώπηση και της αντιπολίτευσης σε ένα τέτοιο συνέδριο. Αν όμως το μόνο ζητούμενο είναι να είμαστε τυπικά εντάξει και ουσιαστικά νομιμόφρονες στην κυβέρνηση, τότε φυσικά η επιλογή αυτή ήταν πιθανώς ασφαλής. Ταυτόχρονα, όμως, απολύτως λάθος.
Υπάρχει χώρος για νέο ρόλο
Το ότι ο φόβος φυλάει τα έρμα στον Συνήγορο του Πολίτη μπορεί και να βοηθάει τις σχέσεις του με την κυβέρνηση, καθώς ο θεσμός έχει περιέλθει σε ένα κώμα πολιτικής ακινδυνότητας. Αλήθεια, πόσο καιρό έχει να δημιουργήσει μια «υπόθεση» που απασχόλησε τον δημόσιο λόγο; Ειλικρινά, δεν θυμάμαι… Ωστόσο, σε μια πρωτόγνωρα δύσκολη συνθήκη (και) για την ελληνική δημόσια διοίκηση, η Αρχή έπρεπε να είχε ήδη καταλήξει και να επεξεργάζεται έναν νέο ρόλο. Έναν ρόλο εξωστρεφή, ενεργό, πιο κοντά στους ανθρώπους που υποφέρουν: όχι για να τους παρηγορήσει με λαϊκισμούς, αλλά για να εμπνεύσει το αίσθημα ότι ένα κομμάτι αυτού του διαλυμένου κράτους αφουγκράζεται την οδύνη που βιώνει η κοινωνία σήμερα και παλεύει να της δώσει μια θεσμικά ενδεδειγμένη διέξοδο. Σημαντική υπηρεσία, σε μια στιγμή μη προβλέψιμης πολιτικής όξυνσης και κοινωνικής αγανάκτησης. Μια αίσθηση που χάνεται, και η απώλειά της κοστίζει πολύ.
Ενδεχομένως, η επικοινωνιακή καθίζηση του Συνηγόρου είναι και αποτέλεσμα μιας, καλώς νοούμενης και σίγουρα όχι δυσεξήγητης, ιδιοτέλειας: «Είμαστε άσφαιροι για να μας το ανταποδώσουν». Όμως είμαι βέβαιος ότι ακόμη κι αν η αβλαβής διέλευση του Συνηγόρου από τα στενά των τριών πολιτειακών λειτουργιών φαίνεται να αποκομίζει πρόσκαιρη ωφέλεια, μακροπρόθεσμα είναι εξαιρετικά επιβλαβής για τη θέση του. Παρά τα κεκτημένα, η ζημιά που επιτελείται είναι μεγάλη και η συνέχιση αυτής της κουλτούρας στην Αρχή δημιουργεί ρωγμές που δυνητικά μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στη θεσμική ματαίωση. Ένας Συνήγορος που έχει χάσει τη θέση που του αρμόζει στον δημόσιο λόγο μάλλον βολεύει πρόσκαιρα την εκτελεστική εξουσία στους χαλεπούς καιρούς της μνημονιακής αναδιάρθρωσης. Μακροπρόθεσμα, όμως, τη βολεύει για κάτι πιο κρίσιμο: σαν έρθει η στιγμή, να απαλλάξει ανέξοδα τον ρημαγμένο κρατικό προϋπολογισμό, που απεγνωσμένα ψάχνει πλεόνασμα από μια ακόμα δαπάνη. Διότι αν κανείς δεν σε υπολογίζει και έχεις κάνει πεμπτουσία της δημόσιας παρουσίας σου το να περνάς απαρατήρητος, τότε ούτε τη δουλειά σου κάνεις σωστά για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων και του κράτους δικαίου που εξαρθρώνεται, ούτε το λογιστικό κόστος σου αιτιολογείς και, τέλος, ούτε ασφαλής είσαι: κανείς ασήμαντος δεν μπορεί να περιμένει πολλά. Οι καιροί είναι απολύτως μη προβλέψιμοι και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο επίπονος είναι ο αγώνας για την εδραίωση τόσο εύκολος είναι ο δρόμος της απαξίωσης και της λήθης.
Ο Συνήγορος έχει τη θεσμική μνήμη και τις δυνατότητες να κάνει σοβαρά πράγματα. Δεν υπάρχει άλλος θεσμός που μπορεί να μπορεί τεκμηριώσει συνολικά εξαιτίας τίνων, τι και γιατί πήγε λάθος στην ελληνική δημόσια διοίκηση δεκαπέντε χρόνια τώρα, τεκμηριώνοντάς το με απτά παραδείγματα με αρχή, μέση και τέλος. Και αυτό μπορεί να το κάνει, απεντάσσοντάς το από την τιμωρητική λογική των Μνημονίων και της τρόικας. Έτσι μόνο μπορεί να συμβάλει δημιουργικά σε ένα ζητούμενο βιώσιμο και δίκαιο μοντέλο δημόσιας διοίκησης της χώρας μετά την καταστροφή. Για τον λόγο αυτό, η αξία του είναι μοναδική. Γι’ αυτό είναι διπλά κρίμα που αυτο-ευνουχίζεται.
Κλείνοντας, θέλω να πω ότι μου ήταν αρκούντως δύσκολο να δημοσιεύσω το άρθρο αυτό: ένα κομμάτι της επαγγελματικής μου ζωής το πέρασα στον Συνήγορο, και το κομμάτι αυτό στάθηκε για μένα πολλαπλά σημαντικό. Κι αυτός είναι ένας λόγος που το ζήτημα με ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο. Τα πράγματα, βέβαια, είναι χειρότερα σε άλλες Ανεξάρτητες Αρχές, πλαδαρές καρικατούρες σχολαστικισμού και ηθικισμού σε μια χώρα που καταρρέει (ονόματα δε λέω για να μη γίνω πιο κακός, αλλά νομίζω ότι γίνομαι κατανοητός).
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι η συμβατική ευπρέπεια είναι η πεπατημένη που αντενδείκνυται, κυρίως όταν έχει νόημα να σωθεί κάτι καλό. Καλύτερα, λοιπόν, να χαλάσουμε τις καρδιές μας παρά τον Συνήγορο.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Από το blog Ενθέματα