Πριν από τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τις εξαιρετικές του ντρίμπλες και τα εντυπωσιακά γκολ υπήρξε ο Εουσέμπιο. Ενας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών και αναμφίβολα ο πρώτος που έβαλε την Πορτογαλία στον παγκόσμιο ποδοσφαιρικό χάρτη.
Ο «Μαύρος Πάνθηρας», το «Μαύρο Μαργαριτάρι», ο «Βασιλιάς» υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο σπουδαίους ποδοσφαιριστές που έπαιξαν ποτέ στα ευρωπαϊκά γήπεδα και όχι μόνο.
Στο σύνολο της καριέρας του σκόραρε μεγαλύτερο αριθμός τερμάτων απ ‘ ότι οι συμμετοχές του, κέρδισε αμέτρητα πρωταθλήματα και κύπελλα Πορτογαλίας, ένα κύπελλο Πρωταθλητριών και ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των σταρ που η μοίρα δεν τους άφησε να κερδίσουν ακόμη περισσότερα τρόπαια ενώ το άξιζαν.
Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα (Eusébio da Silva Ferreira, γεννήθηκε στην πόλη Λοουρένσο Μάρκες (Lourenço Marques), το σημερινό Μαπούτο, της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής (σημερινή Μοζαμβίκη), στη γειτονιά Μαφαλάλα, στις 25 Ιανουαρίου 1942. Ήταν το τέταρτο παιδί της Ελίζα. Μεγαλωμένος σε μια εξαιρετικά φτωχή κοινωνία, συνήθιζε να φεύγει από το σχολείο για να παίξει ξυπόλητος ποδόσφαιρο με τους φίλους του σε αλάνες, με αυτοσχέδιες μπάλες ποδοσφαίρου. Ο πατέρας του πέθανε από τέτανο όταν ο Εουσέμπιο ήταν 8 χρονών και έτσι η μητέρα του ανέλαβε αποκλειστικά την φροντίδα των παιδιών της.
Σπόρτινγκ Κλουμπ ντε Λοουρένσο Μάρκες
Με τους φίλους του σχημάτισαν μια τοπική ερασιτεχνική ομάδα ποδοσφαίρου που την ονόμασαν Os Brasileiros (Οι Βραζιλιάνοι), προς τιμήν της μεγάλης ομάδας της Εθνική Βραζιλίας της δεκαετίας του 1950. Οι μπάλες που χρησιμοποιούσαν γίνονταν από κάλτσες και εφημερίδες. Προσπάθησε να μπει, μαζί με μερικούς φίλους του, στις τάξεις της Γκρούπο Ντεπορτίβο ντε Λοουρένσο ντε Μάρκες (Grupo Desportivo de Lourenço de Marques), την αγαπημένη του ομάδα που τροφοδοτούσε με ταλέντα την ομάδα της Μπενφίκα, αλλά απορρίφθηκε, χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο του.[2][3] Στη συνέχεια απευθύνθηκε και κατάφερε να ενταχθεί στην ομάδα της Σπόρτινγκ Κλουμπ ντε Λοουρένσο Μάρκες (Sporting Clube de Lourenço Marques). Ο ίδιος έχει επιβεβαιώσει πως ένας πρώην τερματοφύλακας της Γιουβέντους τον είχε παρακολουθήσει και ενδιαφερθεί για αυτόν, όταν ήταν 15 χρονών: «Όταν ήμουν 15, η Γιουβέντους από την Ιταλία, ήθελε να με αποκτήσει, επειδή ένας από τους σκάουτερ της, ο οποίος ήταν ένας διάσημος Ιταλός τερματοφύλακας της, με είδε και τους είπε ότι υπήρχε ένα αγόρι με δυναμική, που θα ήταν καλό να εκμεταλλευτούν, ενώ ήμουν ακόμα άγνωστος. Η Γιουβέντους έκανε πρόταση αλλά η μάνα μου ποτέ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από κανέναν».
Ο Εουσέμπιο έπαιξε δύο περιόδους με την νεανική ομάδα της Σπόρτινγκ Κλουμπ, ενώ έκανε και μερικές εμφανίσεις με την ανδρική ομάδα[5] κατακτώντας έτσι το Περιφερειακό Πρωτάθλημα Μοζαμβίκης (Campeonato Provincial de Moçambique) και το Πρωτάθλημα του Λοουρένσο Μάρκες (Campeonato Distrital de Lourenço Marques) στην τελευταία του σεζόν, το 1960.
Το 1960, σε ηλικία 18 χρονών, εντάσσεται στην ομάδα της Μπενφίκα με μια μεταγραφή που κόστισε 350.000 εσκούδο Πορτογαλίας. Ο Εουσέμπιο ξεχώριζε για την ταχύτητά του, καθώς μπορούσε να τρέξει τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα, λίγο πιο πάνω από το τότε παγκόσμιο ρεκόρ.
Η μεταγραφή σίριαλ και η παρολίγον απαγωγή του από τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας
Η μεταγραφή ήταν αμφιλεγόμενη, καθώς η Σπόρτινγκ Λοουρένσο Μάρκες ήταν θυγατρική της μισητής αντιπάλου Σπόρτινγκ Λισαβόνας, η οποία αμφισβήτησε τη νομιμότητα της μεταγραφής. Σύμφωνα με τον Εουσέμπιο: «Έπαιζα στην ομάδα τροφοδότη της Σπόρτινγκ στη Μοζαμβίκη, η Μπενφίκα ήθελε να με πληρώσει με ένα συμβόλαιο για να πάω, ενώ η Σπόρτινγκ ήθελε να με πάρει ως ταλέντο για να αποκτήσω εμπειρία χωρίς χρηματική ανταμοιβή. Η Μπενφίκα έκανε μια καλή προσέγγιση. Πήγαν να μιλήσουν με τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και προσέφεραν 1.000 € για τρία χρόνια. Ο αδελφός μου ζήτησε τα διπλά και θα αυτοί τα κατέβαλαν. Υπέγραψαν συμβόλαιο με την μητέρα μου και πήρε τα χρήματα».
Μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου 1960, ο Εουσέμπιο είχε φτάσει στη Λισαβόνα, απ’ όπου εστάλη στο Λάγος, στο Αλγκράβε, καθώς η Μπενφίκα φοβόταν μια επιχείρηση «απαγωγής» του από την Σπόρτινγκ. Η μεταφορά του έγινε με το όνομα Ruth Malosso. Παρέμεινε εκεί για 12 ημέρες, έως ότου σωπάσει η αναταραχή από την μεταγραφή. Ο ίδιος ο Εουσέμπιο σκεφτόταν την επιστροφή του στην πατρίδα του, αλλά η μητέρα του τον έπεισε να παραμείνει στην Πορτογαλία.
Τελικά,όπως αναφέρεται στην wikipedia, η Μπενφίκα κατάφερε να τον καταγράψει στη λίστα της ομάδας της τον Μάιο του επόμενου έτους. Ο Εουσέμπιο έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τα χρώματά της ενάντια στην Ατλέτικο Κλουμπ ντρ Πορτουγκάλ (Atlético Clube de Portugal), σε φιλικό παιχνίδι στις 23 Μαΐου 1961, σημειώνοντας χατ-τρικ στη νίκη με 4-2.Το ντεμπούτο του σε επίσημο αγώνα πραγματοποιήθηκε την 1η Ιουνίου 1961, έναντι στην Βιτόρια Σετούμπαλ, στον επαναληπτικό του 3ου γύρου του Κυπέλλου Πορτογαλίας της περιόδου 1960-1961. Στις 10 Ιουνίου 1961, ο Εουσέμπιο αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο Πρωτάθλημα Πορτογαλίας, την τελευταία αγωνιστική κόντρα στη Μπελενένσες, όπου σκόραρε ένα γκολ στη νίκη της Μπενφίκα με 4-0.
Στις 15 Ιουνίου, η Μπενφίκα έπαιξε στον τελικό της διοργάνωσης Tournoi de Paris ενάντια στη Σάντος του Πελέ. Στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου, με την Μπενφίκα να χάνει με 0-4, ο προπονητής Μπέλα Γκούτμαν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Εουσέμπιο . Αμέσως μετά την πραγματοποίηση της αλλαγής η Σάντος πέτυχε και πέμπτο τέρμα. Ωστόσο, μεταξύ του 63ου και του 80ου λεπτού, ο Εουσέμπιο κατάφερε να σημειώσει 3 γκολ και να κερδίσει ένα πέναλτι, με τον Χοσέ Αουγκούστο όμως να αποτυγχάνει να σκοράρει κατά την εκτέλεσή του. Το παιχνίδι τελείωσε 6-3 για την Σάντος, με τον Εουσέμπιο να γίνεται εξώφυλλο της διάσημης γαλλικής εφημερίδας, L’Equipe.
Η επόμενη σεζόν θα ήταν αυτή κατά την οποία θα άρχιζε να κερδίζει την παγκόσμια αναγνώριση, σκοράροντας 12 γκολ σε 17 αγώνες πρωταθλήματος (παρά το γεγονός πως η ομάδα τερμάτισε στην τρίτη θέση), κατακτώντας το Κύπελλο Πορτογαλίας ενάντια στη Βιτόρια Σετούμπαλ, με τον ίδιο να πετυχαίνει δύο γκολ στον τελικό και κερδίζοντας το Ευρωπαϊκό Κύπελλο κόντρα στην ομάδα της Ρεάλ Μαδρίτης. Στον τελικό μάλιστα, όπου η Μπενφίκα νίκησε την Ισπανική ομάδα με 5-3, ο Εουσέμπιο πέτυχε δύο γκολ για την ομάδα του. Έτσι κατάφερε να τερματίσει στη δεύτερη θέση για το βραβείο της Χρυσής Μπάλας του 1962, στην πρώτη πλήρη του σεζόν ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Με τον Εουσέμπιο, η Μπενφίκα έφτασε μέχρι τους τελικούς του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου και το 1963, το 1965 και το 1968, χωρίς όμως να καταφέρει να το κατακτήσει. Στην ήττα το 1968, από την πρωταθλήτρια Αγγλίας Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Γουέμπλεϊ, και ενώ το σκορ του αγώνα ήταν στο 1-1, έφτασε κοντά στο γκολ στις καθυστερήσεις του αγώνα, με τον τερματοφύλακα της ομάδας του Μάντσεστερ Άλεξ Στέπνεϊ (Alex Stepney) να πραγματοποιεί μια θεαματική απόκρουση στο σουτ που επιχείρησε. Η Γιουνάιτεντ κέρδισε τελικά στην παράταση με 4-1. Ο Εουσέμπιο συνεχάρη ανοιχτά τον Στέπνεϊ για την εμφάνισή του σε όλο το παιχνίδι, σταματώντας για να χειροκροτήσει τον τερματοφύλακα της Γιουνάιτεντ καθώς επανέφερε την μπάλα στο παιχνίδι.
Το 1965 ψηφίστηκε ως Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς (Χρυσή μπάλα), ενώ εκτός από το 1962, κατέλαβε άλλη μια φορά τη δεύτερη θέση, το 1966. Το 1968 ήταν ο νικητής του βραβείου του Χρυσού Παπουτσιού, που απονεμόταν για πρώτη φορά, ως πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη. Το ίδιο κατόρθωμα επανέλαβε πέντε χρόνια αργότερα. Ήταν ο πρώτος σκόρερ της Πρωταθλήματος Πορτογαλίας επτά φορές (1964, 1965, 1966, 1967, 1968, 1970 και 1973), βοηθώντας τη Μπενφίκα να κατακτήσει 11φορές το πρωτάθλημα (1960-1961, 1962-63, 1963-64, 1964-65, 1966-1967, 1967-1968, 1968-1969, 1970-1971, 1971-1972, 1972-1973 και 1974-1975), 5 φορές το Κύπελλο Πορτογαλίας (1961-1962, 1963-1964, 1968-1969, 1969-1970 και 1971-1972) και 1 φορά το Κύπελλο Πρωταθλητριών (1961-1962). Σημείωσε 638 γκολ σε 614 αγώνες φορώντας τη φανέλα της Μπενφίκα, συμπεριλαμβανομένων 319 γκολ σε 313 αγώνες Πρωταθλήματος, 97 γκολ σε 60 αγώνες Κυπέλλου Πορτογαλίας και 57 γκολ σε 76 ευρωπαϊκούς αγώνες (65 παιχνίδια στο Πρωταθλητριών, 7 αγώνες στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 4 αγώνες στο Κύπελλο UEFA).[10]
Το τελευταίο παιχνίδι του με την φανέλα Μπενφίκα ήταν στις 18 Ιουνίου 1975, κατά της Αφρικανικής ομάδας, στην Καζαμπλάνκα.
Ο Εουσέμπιο συνέχισε την καριέρα του στη Βόρεια Αμερική, με δύο ενδιάμεσες περιόδους κατά τις οποίες επέστρεψε στην Πορτογαλία – Το 1976–1977 για να αγωνιστεί με την Μπέιρα-Μαρ (πρώτη κατηγορία) και το 1977–1978 για λογαριασμό της Ουνιάο ντε Τομάρ (δεύτερη κατηγορία).
Στο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου Βορείου Αμερικής (NASL), αγωνίστηκε με τρεις διαφορετικές ομάδες, από το 1975 έως το 1977: με τις Boston Minutemen (1975), Toronto Metros-Croatia (1976) και Las Vegas Quicksilvers (1977). Η πιο επιτυχημένη σεζόν του στο NASL ήταν το 1976, με την Τορόντο Μετρός-Κροάσια, όπου σκοράροντας στον τελικό της διοργάνωσης στη νίκη της ομάδας με 3-0 κατάφερε να κατακτήσει μαζί της τον τίτλο του NASL. Την ίδια χρονιά, έπαιξε δέκα παιχνίδια για Κλαμπ Μοντερρέι του Μεξικού στο Μεξικανικό πρωτάθλημα.
Η επόμενη χρονιά (1977), υπέγραψε στους Λας Βέγκας Κουίκσίλβερς. Με τους τραυματισμούς να τον έχουν καταβάλει κατάφερε να σκοράρει μόνο δύο γκολ όλη τη χρονιά.
Αν και η κατάσταση των γονάτων του στοίχισαν από τον Εουσέμπιο την δυνατότητα να συνεχίσει στο NASL, ο ίδιος δεν ήθελε να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Επέστρεψε αρχικά στην Πορτογαλία για την Ουνιάο ντε Τομάρ και το 1978 επέστρεψε στις ΗΠΑ για την ομάδα New Jersey Americans, που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία της Αμερικανικής ένωσης ποδοσφαίρου (ASL). Αναγκάστηκε τελικά να αποσυρθεί στο τέλος της σεζόν.
Το 1979-1980 αγωνίστηκε για πέντε παιχνίδια με την ομάδα Buffalo Stallions στο πρωτάθλημα Κλειστού Ποδοσφαίρου των ΗΠΑ, Major Indoor Soccer League.
Τον Οκτώβριο του 1963, επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει την ομάδα της FIFA στη «Χρυσή επέτειος» της «Ένωσης Ποδοσφαίρου» στο Στάδιο Γουέμπλεϊ.
Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1979 .
Ο Εουσέμπιο ήταν ο κορυφαίος σκόρερ για την Πορτογαλία, με 41 γκολ σε 64 αγώνες , μέχρι την στιγμή που ο Παουλέτα κατάφερε να σπάσει το ρεκόρ του, στον αγώνα εναντίον της Λετονίας στις 12 Οκτωβρίου 2005. Ο Εουσέμπιο ήταν επίσης ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική Πορτογαλίας, μέχρι ο Ταμαγκνίνι Νενέ φτάσει τις 64 συμμετοχές στον φιλικό αγώνα με την Γιουγκοσλαβία στις 2 Ιουνίου 1984, σπάζοντας τελικά το ρεκόρ του Εουσέμπιο κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος του 1984, στις 20 Ιουνίου εναντίον της Ρουμανίας.
Εκανε το ντεμπούτο του για την ομάδα ποδοσφαίρου της Πορτογαλίας κόντρα στην εθνική Λουξεμβούργου, στις 8 Οκτωβρίου 1961, στον οποίο Πορτογαλία έχασε με 4-2, σκοράροντας το πρώτο γκολ της ομάδας του στον αγώνα.
Με την ομάδα της Πορτογαλίας κατάφερε να συμμετέχει στα τελικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1966, στην Αγγλία. Η ομάδα του έφτασε μέχρι τον ημιτελικό, όπου κλήθηκε να αντιμετωπίσει την διοργανώτρια Αγγλία. Αν και ο Εουσέμπιο κατάφερε να σκοράρει, η Πορτογαλία αποκλείστηκε από τον τελικό της διοργάνωσης με σκορ 2-1. Τελικά νίκησε την ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης στο μικρό τελικό με 2-1 και τερμάτισε 3η. Ο Εουσέμπιο κατά τη διάρκεια αυτού του Κυπέλλου σημείωσε συνολικά 9 γκολ (4 με πέναλτι), αναδεικνυόμενος σε πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης.
Το τελευταίο του παιχνίδι με την ομάδα της Πορτογαλίας ήταν ενάντια στην ομάδα της Βουλγαρίας (2-2) για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1974, στις 19 Οκτωβρίου του 1973.
Εφυγε τα ξημερώματα της Κυριακής σε ηλικία 71 ετών έπειτα από μάχη με την επάρατη νόσο.
Οι μοναδικοί δύο ποδοσφαιριστές που έχουν ονομαστεί ως διάδοχοί του στην ποδοσφαιρική ιστορία της Πορτογαλίας, Κριστιάνο Ρονάλντο και Λοίς Φίγκο, έσπευσαν αμέσως να εκφράσουν τη βαθιά τους θλίψη.
Πηγή: iefimerida.gr