Μετά το πετυχημένο εκλογικό αποτέλεσμα για τον Σύριζα θέλω να μιλήσω ως φίλος για το μεγαλύτερο κόμμα του τόπου, ως ο άνθρωπος που διατύπωσε τη θέση ότι «τίποτα δεν μπορεί να γίνει στη χώρα χωρίς τον Σύριζα», αλλά και τίποτα το ουσιαστικό και αποτελεσματικό «δεν μπορεί να κάνει ο Σύριζα χωρίς τους άλλους», χωρίς «εμάς τους υπόλοιπους». Η ανάλυσή μου έχει ως αφετηρία ότι ναι μεν ο Σύριζα διαθέτει μια αριθμητική και πολιτική πρωτοκαθεδρία αλλά δεν έχει ακόμα αποκτήσει την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία. Στην ανάλυση που κάνω, δεν με ενδιαφέρει τόσο η αξιολόγηση αν τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν καλά ή όχι, που ήταν, όσο το ποια είναι τα προς υπέρβαση προβλήματα προκειμένου να υπάρξει μια σταθερή πλειοψηφία για αλλαγή στη χώρα και να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση Σωτηρίας. Εξίσου με ενδιαφέρει και προτείνω μια διαφορετική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος. Ανάγνωση από την οποία προκύπτει και το από πού θα αντληθούν κύρια δυνάμεις συγκρότησης της αναγκαίας πλειοψηφίας.
Η ζωή με δίδαξε ότι υπάρχουν τρία είδη κριτικής: α) Τα καλά λόγια και η κολακεία, δύο διαφορετικά πράγματα, τα μαθαίνει κανείς άμεσα. Ο καλάγαθος, αλλά και ο τόσο διαφορετικός κόλακας ότι έχουν να πουν το λένε άμεσα στον ενδιαφερόμενο. Τον κακό λόγο, την ύβρη, την μαθαίνει κανείς επίσης έγκαιρα, κατά κανόνα από τρίτους που του την μεταφέρουν. Το τρίτο είναι είδος δυσεύρετο. Συχνά απουσιάζει. Πρόκειται για τον κριτικό δημιουργικό λόγο. Η κριτική από φίλο που θέλει να βοηθήσει. Ένα φίλο που ποτέ δεν μίλησε για τα προβλήματα που προκύπτουν εν μέσω μάχης. Που δεν είναι, όμως, ούτε στρουθοκάμηλος να παριστάνει ότι δεν αντιλαμβάνεται αυτό που διαπιστώνει στη διάρκεια της μάχης και δεν μιλώ για αυτά στην ώρα τους. Η δύναμή της αριστεράς όλων των αποχρώσεων πρέπει να είναι η κουλτούρα του διαλόγου, της δημοκρατικής κριτικής, της αφομοίωσης των αλλαγών.
Θα μου επιτραπεί, λοιπόν, σε αυτό το κείμενο να κάνω συντροφική κριτική στον Σύριζα με πρόθεση να βοηθήσω στη συγκρότηση ενός μεγάλου δημοκρατικού-πατριωτικού ρεύματος ανατροπής της Ολιγαρχίας και Διαπλοκής, της απομάκρυνσης της Τρόικας, της υπέρβασης της «αποικίας χρέους». Να μιλήσω για εμάς τους άλλους που αν και φίλοι του, δεν είμαστε «Σύριζα», συμπορευόμαστε σε κάθε μάχη και σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, αλλά, ταυτόχρονα δεν κλείνουμε τα μάτια μας στο γεγονός ότι ένα τμήμα από τον «δικό μας» κόσμο έχει πίκρα, ακόμα και θυμό, απέναντι στον Σύριζα. Ότι αρκετοί συνδέουν απογοήτευση με ελπίδα. Προσμονή με φόβο για την επόμενη στιγμή που συγκεκριμένοι άνθρωποι από τον Σύριζα θα μιλήσουν για πράγματα που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν.
Έλλειμμα ηγεμονίας – ύπαρξη εφεδρείας
Ηγεμονία σημαίνει ότι ένας πολιτικός φορέας διαθέτει ιδιαίτερες δυνατότητες στην επιστημονική ανάλυση, στην διεύρυνση του πολιτισμού εντός του κινήματος και στην κοινωνία, ορθολογική και τολμηρή ικανότητα ανάλυσης, δυνατότητα και βούληση οργάνωσης συμμαχιών. Διαμόρφωσης ενός μπλοκ πλειοψηφίας με αποδοχή του ιδιαίτερου ρόλου του. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο κατά τα άλλα, σε πολλά, ισχυρός Σύριζα που έχει ως επικεφαλή τον πλέον ταλαντούχο πολιτικό της γενιάς του – η πράξη εξάλλου είναι κριτήριο της αλήθειας- έκανε δύο θεμελιακά λάθη: πρώτον δεν οργάνωσε ως προς τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές την ηγεμονία του, πριν από όλα συμμαχίες στους τόπους όπου αρθρώνεται το κοινωνικό. Δεύτερον δεν οργάνωσε αυτό που ονομάζω θεματολογική συμμαχία: Δεν πάντρεψε το κοινωνικό με το πατριωτικό.
Οι δύο αυτές ελλείψεις, τις οποίες εξηγώ στη συνέχεια αναλυτικά, είχαν ένα διττό αποτέλεσμα. Πρώτον, αρκετοί ψηφοφόροι του Σύριζα του 2012 δεν πήγαν να ψηφίσουν. Κατά κανόνα πολίτες που επεδίωξαν να συνεργαστούν –όχι να ενταχθούν- με τον Σύριζα, και οι οποίοι «εκδιώχθηκαν» από τις τοπικές οργανώσεις του ως έχοντες «αρνητικό παρελθόν». Σε οργάνωση του λεκανοπεδίου αποκλείστηκαν δημοκράτες – πατριώτες από κάθε μορφή συνεργασίας με το «επιχείρημα» ότι «πρώτα θα πρέπει να πάνε να κάνουν αφισοκόλληση». Το αποτέλεσμα ήταν άλλοι να πάνε σπίτια τους και άλλοι να συνεργαστούν με άλλα ψηφοδέλτια. Ορισμένες οργανώσεις, του Σύριζα, ευτυχώς οι σαφώς λιγότερες, καθώς και συγκεκριμένη τάση στο εσωτερικό δεν είχε κανένα πρόβλημα συνεργασίας με πολίτες και υποψήφιους προερχόμενους από την δεξιά, και καλά έκαναν, αλλά είχαν πρόβλημα με αριστερούς πατριωτικών αντιλήψεων.
Το παρήγορο είναι ότι μεγάλο τμήμα αυτών των «προσφύγων», όπως ορθά τους λέει ο Σ.Λυγερός, που «αποβλήθηκαν», δίνουν σε μεγάλο ποσοστό στο Σύριζα και μια δεύτερη ευκαιρία. Πιθανόν δε, αυτή η δεξαμενή, μετά τη μείωση ως εξαΰλωση της Ανταρσύας, του Σχεδίου Β, της ΔΗΜΑΡ, και της συνέχισης συρρίκνωσης της επιρροής του ΚΚΕ, να είναι η ισχυρότερη εφεδρεία του Σύριζα, όλων μας. Απέναντί της πρέπει να αλλάξουν ορισμένες πρακτικές.
Μη ηγεμονικές Πρακτικές
Ποια ήταν αυτή η πρακτική; Αν δεν κάνω λάθος από τους 65 περίπου αντιπεριφερειάρχες των ψηφοδελτίων του Σύριζα μόνο ο ένας, στην Αττική, προερχόταν από χώρο πέραν του Σύριζα. Στους περιφερειάρχης ισχύει το ίδιο: ένας στους δεκατρείς. Ακόμα χειρότερα στους δήμους. Δεν υπάρχει ούτε ένας ισχυρός δήμος που να μην είχε επικεφαλής στέλεχος του Σύριζα. Η λογική που πρυτάνευσε ήταν ότι ο Σύριζα αποφασίζει και καλούνται όλοι οι υπόλοιποι να τον στηρίξουν. Σε αυτούς που καλούνταν να ακολουθήσουν αυτό φάνταζε συχνά ως εκβιασμός και σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι πολιτική συμμαχίας, ούτε οργάνωση ηγεμονίας, αλλά προσπάθεια οικειοποίησης του αποτελέσματος του 2012 ως ένα είδος λάφυρο. Έτσι είδαμε τον αυτοδιοικητικό ψηφοδέλτιο του Σύριζα στην Καβάλα, στην ιστορική αυτή πόλη για την αριστερά μιας και εδώ εξέλεξε τον πρώτο δήμαρχό της, να βγαίνει πέμπτο στην κατάταξη με μόλις 7% ή στην Δράμα ο υποψήφιος δήμαρχος να λαμβάνει όσα και μια παρέα προοδευτικών νεαρών που αυθόρμητα βρήκαν διέξοδο σε ένα αυτοτελές ψηφοδέλτιο, να λαμβάνει επίσης 7%. Ανάλογα, στην Αλεξανδρούπολη το ψηφοδέλτιο της Οργάνωσης του Σύριζα έλαβε 5%, ενώ ακόμα και μετεκλογικά διατυπώνονταν απειλές διαγραφής σε όποιον έκφραζε αριστερή-πατριωτική γραμμή (το γιατί επικαλούμαι παραδείγματα από την Μακεδονία –ανάλογα υπήρξαν σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδας- ο αναγνώστης θα το καταλάβει στη συνέχεια). Δεν υποστηρίζω ότι ο Σύριζα δεν κατάφερε να πάρει δήμους. Υποστηρίζω, όμως, ότι ένα τμήμα των οργανώσεων του Σύριζα αντιμετώπισε τις δημοτικές εκλογές ως αποκλειστικό «δικαίωμα» διαχείρισης του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών του 2012. Ως δικαίωμα αποκλεισμού κάθε τρίτου στη διαδικασία επιλογής υποψήφιων δημάρχων, περιφερειαρχών και των αντίστοιχων συμβούλων. Επρόκειτο και είναι μια γραφειοκρατική αντίληψη για τις εκλογές και δείγμα αδυναμίας και ανασφάλειας και όχι ηγεμονίας.
Ασφαλώς και υπήρξαν τα αντίθετα και πολύ θετικά φαινόμενα. Δεν είναι τυχαίο, επί παραδείγματι, ότι ο μεγαλύτερος Δήμος που κέρδισε ο Σύριζα είναι η Λάρισα. Εκεί ευτυχώς δεν έγινε ότι στα προηγούμενα παραδείγματά μου και έγινε αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει ο Σύριζα πανελλαδικά: διαμορφώθηκε ένα ρεύμα υπό την ηγεμονία του Σύριζα. Συγκροτήθηκε ένα μέτωπο όλων των δημοκρατικών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Διαμορφώθηκε, λοιπόν, μια κοινή δημοτική κίνηση που με δημοκρατικές διαδικασίες επέλεξε με δημόσια εκλογή δύο γύρων τον υποψήφιο δήμαρχο! Αυτό το παράδειγμα καλό ήταν να γενικευτεί.
Τα πρόσωπα και η επιλογή τους
Μεγάλο ρόλο στις εκλογές, ιδιαίτερα τις τοπικές, παίζουν τα πρόσωπα. Δίπλα στα θεματικά μέτωπα και τις συμμαχίες είναι ένας τρίτος βασικός παράγοντας. Οι επιλογές της Αττικής και της Αθήνας συγκίνησαν χιλιάδες πολίτες και τους παρακίνησαν σε ενεργό συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Στην πρώτη ξηλώθηκε ο πολιτικά πλέον συνδεδεμένος με μεγάλα συμφέροντα περιφερειάρχης. Αυτό έγινε χάρη στο γεγονός ότι η Ρ. Δούρου είχε τα προσόντα και την προσωπικότητα για μια τέτοια μάχη. Δεν συνέβη το ίδιο με σειρά άλλων περιπτώσεων. Συχνά ξεχάστηκε ο κανόνας ότι δεν κάνουμε όλοι για όλα. Πολύ καλός/καλή βουλευτής ή ευρωβουλευτής μπορεί να μην κάνει για δήμαρχος ή περιφερειάρχης. Χαρακτηριστικά, σε σημαντική για την αριστερά περιφέρεια, η υποψήφια υποστηριζόμενη από τον Σύριζα έλαβε τους μισούς ψήφους και ποσοστό από εκείνο των αντίστοιχων υποψηφίων δημάρχων στις μεγάλες πόλεις της ίδιας περιφέρειας.
Και στους πιο δύσκολους μετεμφυλιακούς καιρούς η αριστερά νικούσε στις τοπικές εκλογές όταν έδινε τη μάχη με όρους κοινωνίας και όχι γραφειοκρατίας ή μικροκομματικών αντιλήψεων, όταν αυτό το έκανε με σημαντικές προσωπικότητες. Τα κατάφερνε δε, είτε διότι υποστήριζε ευρύτερες προσωπικότητες, όπως τον παλιό πρύτανη του πολυτεχνείου Κιτσίκη καθώς και τον Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας, είτε διότι ανεδείκνυε νέα ταλέντα, όπως έγινε στην περίπτωση της ΑΘήνας. Σε καμιά περίπτωση η αριστερά δεν χειριζόταν τις επιτυχίες της με τη λογική μικρομάγαζου. Λογική που καταγράφτηκε σε αρκετούς. Πρόκειται δε, για μια λογική η οποία αντιστρατεύεται τις δημόσια διατυπωμένες επιλογές της ηγεσίας του Σύριζα.
Συνοψίζω: ο Σύριζα, όπως έκανε σε αρκετές περιπτώσεις, όφειλε να οργανώσει παντού με τη βοήθεια όλων μας (που δόθηκε στο μέγιστο περιορισμένο βαθμό που διαθέτουμε), ηγεμονικές διαδικασίες επιλογής προσώπων, δηλαδή μαζικές και ανοικτές και όχι, όπως έγινε σε αρκετούς δήμους με την «εκβιαστική» λογική ότι μια μικρή παρέα μέσα σε μια τοπική οργάνωση του Σύριζα διάλεγε με βάση τις στενές (το λέω πολύ ευγενικά) προσωπικές τους αντιλήψεις μέτριους υποψήφιους και προσπαθούσε να τους επιβάλλει στην οργάνωση, παρά το ότι συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις, μειώνοντας τον βαθμό δημιουργικής δράσης των μελών του ίδιου του Σύριζα. Μια λογική που προκάλεσε μέχρι και εχθρότητες από τους πλέον φυσιολογικούς τοπικούς συμμάχους του Σύριζα και οδήγησε σε ήττες.
Εκείνοι που σκέφτηκαν στενά το ζήτημα των τοπικών εκλογών, που κινήθηκαν αντίστροφα από ότι στην Αττική, τη Λάρισα, την Αθήνα, δεν έλαβαν (ή δεν ήθελαν να λάβουν) υπόψη τους, ότι μια κυβέρνηση Σωτηρίας θα έχει να αντιμετωπίσει πολλούς εχθρούς και καλό θα ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση και οι περιφέρειες να είναι συνεργάσιμες σε μια νέου τύπου προοδευτική πολιτική ριζοσπαστικών αλλαγών.
Το πατριωτικό ζήτημα και η Αποικία χρέους
Δίπλα στην γραφειοκρατική-σεκταριστική λειτουργία ορισμένων οργανώσεων και την μη επιλογή των κατάλληλων υποψηφίων που να εκφράζουν τις τοπικές κοινωνίες και μια συμμαχική αντίληψη, ένας άλλο θεμελιακός παράγοντας που δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Σύριζα και σε μας όλους, που χώρισε κατά κάποιο τρόπο την Μακεδονία (ιδιαίτερα την Ανατολική) και την Θράκη από την υπόλοιπη Ελλάδα είναι το πατριωτικό ζήτημα. Σημειώνω ότι ο μέσος όρος ψήφων στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές σε αυτές τις περιοχές ήταν σε ορισμένους νομούς 6% και 11% αντίστοιχα, δηλαδή, μόλις το 1/4 και το 1/3 αντίστοιχα του υπόλοιπου της χώρας. Να είμαι σαφής, μια κυβέρνηση αλλαγής δεν μπορεί να κυβερνήσει αν έχει να αντιμετωπίσει μια χώρα διασπασμένη και γεωγραφικά, ιδιαίτερα αν αυτή η γεωγραφία είναι συνοριακή και διασχίζεται από πολλαπλά ειδικά προβλήματα.
Στον Σύριζα υπάρχουν πολλές δυνάμεις, εκπροσωπούμενες στο εσωτερικό του δυσανάλογα από την κοινωνία και τους ψηφοφόρους του, που θεωρούν ότι οι αγώνες του 21ου αιώνα είναι μονοσήμαντα κοινωνικοί και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα δικαιώματα ειδικών ομάδων του πληθυσμού. Η μάχη που κάνουν αποτελεί συχνά συνεισφορά στον δημοκρατικό αγώνα του λαού μας και δικαιούται του σεβασμού και υποστήριξη όλων μας. Στον Σύριζα υπάρχουν και δυνάμεις που αρνούνται τη σημασία των πατριωτικών αγώνων και πιστεύουν σε θεωρίες της δεκαετίας του ’20 του προηγούμενου αιώνα σύμφωνα με τις οποίες η μόνη μάχη που υπάρχει είναι αυτή ανάμεσα σε τάξεις και δεν αναγνώριζαν μετασχηματισμένες μορφές αυτής της πάλης. Όλες αυτές τις θεωρήσεις τις σέβομαι ακόμα και όταν εμφανίζονται με «αντιπατριωτικό» λόγο ή λανθασμένα ταυτίζουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό και εγκαταλείπουν τα ζητήματα εθνικής και εξωτερικής πολιτικής στη δεξιά και την ακροδεξιά. Κατά τη γνώμη μου, όμως, κάνουν σοβαρά λάθη ιδιαίτερα στη σημερινή καμπή αγώνων και δείχνουν να μην κατανοούν τη διαλεκτική σχέση δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας.
Σέβομαι τον καθένα που απορρίπτει τον πατριωτισμό στο όνομα του απόλυτου της κοινωνικής πάλης. Βέβαια διαφωνώ. Δεν σέβομαι, όμως, καθόλου, εκείνους και εκείνες τις απόψεις που αυτοπροσδιορίζονται ως αντεθνικιστές ή ακόμα και «αντιπατριωτικές», αλλά στην πραγματικότητα –έστω και αν δεν το κατανοούν- καλούν την Ελλάδα να παραδοθεί αμαχητί στον εθνικισμό τρίτων. Διότι όταν κάποιος υποστηρίζει ότι το «Καστελόριζο δεν έχει ΑΟΖ» και δεν κάνει κουβέντα για τις συνεχείς παραβιάσεις από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου των θαλασσών, τότε δεν μάχεται τον εθνικισμό εν γένει, αλλά μόνο τον εν δυνάμει ελληνικό, αφού έμμεσα στηρίζει τον τουρκικό εθνικισμό και επεκτατισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, κάτω από την «μη πατριωτική μάσκα» κρύβεται η ανεκτικότητα στον εθνικισμό του τρίτου, του γείτονα.
Δυστυχώς στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα, στις μέρες περί το Πάσχα προέκυψε ένα δύσκολο ζήτημα που αντιμετωπίστηκε μονόπλευρα και σε βάρος μιας πατριωτικής αντίληψης. Πρέπει να πω ότι μεγάλο τμήμα της δημοκρατικής-πατριωτικής αριστεράς που την γνωρίζω καλά, θύμωσε εκείνες τις ημέρες και απογοητεύτηκε. Γνωρίζουμε όλοι τι συνέβη. Το ζήτημα για εμένα έχει δύο πτυχές:
α) είναι η «τουρκική μειονότητα συμπαγής» ή υπάρχουν τρεις διαφορετικές μουσουλμανικές μειονότητες οι οποίες προσδιορίζονται από διαφορετική εθνολογική καταγωγή, γλώσσα και πολιτισμό; Σύμφωνα με όλες τις συνθήκες, και η αριστερά υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο, ισχύει το δεύτερο. Ακόμα χειρότερα, οι δύο μικρότερες μειονότητες και χωρίς μητέρα πατρίδα από πίσω, οι πομάκοι και οι ρομά, σε αντίθεση με εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως τουρκογενείς και έχουν «δεύτερη μητέρα – πατρίδα», ζουν κάτω από τη διπλή καταπίεση: της ελληνικής αντίδρασης και της ισχυρότερης ομάδας που αυτοπροσδιορίζεται ως τουρκογενής. Αυτές τις δύο ομάδες, μειονότητες μέσα στη μειονότητα οφείλει η αριστερά να τους δίνει έναν δρόμο αυτονόμησης και χειραφέτησης.
Εξάλλου να θυμίσω, ότι στο όνομα του «εκ βορρά κινδύνου» στην εποχή του ψυχρού πολέμου δεν ήταν άλλη από την CIA που προώθησε τη θέση να θεωρούνται οι πομάκοι ως μη πομάκοι, αλλά τουρκογενείς. Όπως, επίσης, να υποχρεούνται να μαθαίνουν τούρκικα που ναι μεν δεν ήταν γλώσσα τους, αλλά ήταν γλώσσα της νατοϊκής και «σύμμαχου» Τουρκίας.
Στις φετινές εκλογές ανακάλυψα ότι στην Ελλάδα έχουμε και μια ειδικού τύπου αριστερά: εκείνη που πιστεύει ότι οι μειονότητες μέσα στις μειονότητες πρέπει να υποτάσσονται στη μεγαλύτερη ομάδα. Όλες δε οι τρεις ομάδες να συνεχίσουν «συμπαγώς» να εξαρτώνται από το Τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής το οποίο επιθυμεί να λειτουργεί ως κράτος εντός του κράτους. Αντίθετα με μια τέτοια αντίληψη, προσωπικά πιστεύω ότι η υπέρβαση αυτής της κατάστασης απαιτεί πολλαπλές πολιτικές ενίσχυσης των δικαιωμάτων των μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Ελλάδα και απεξάρτησής τους από το αυταρχικό και βαθύτατα εθνικιστικό τουρκικό κράτος/προξενείο.
Τα πιο πάνω είναι αλφαβητάρι στις διεθνείς σχέσεις και στο διεθνές δίκαιο. Υπάρχουν, όμως, κάποιοι, που δεν κατανοούν ότι οι διεθνείς σχέσεις, όπως και το διεθνές δίκαιο, αποτελούν μια ξεχωριστή συνεκτική επιστήμη με σαφείς εμπειρίες και ερμηνευτικά σχήματα. Ότι, επίσης, η διεθνής διπλωματία αποτελεί έναν θησαυρό εμπειριών, κανόνων, τρόπων ενέργειας και αντίδρασης. Πιστεύουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι ένα παιχνίδι αντεθνικισμού. Ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις σε αυτήν. Ότι δεν υπάρχουν δικαιώματα και συμφέροντα στις διεθνείς σχέσεις και ότι όλα μπορούν να αναχθούν στις δια-ομαδικές και διαπροσωπικές σχέσεις.
Ακόμα χειρότερα, οι ίδιοι που πιστεύουν όλα τα πιο πάνω, πιστεύουν, επίσης, ότι οι Ρομά δεν πρέπει να έχουν ξεχωριστά συμφέροντα. Έτσι καταγράψαμε ακραίες αθλιότητες ως προς τους χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν σε γυναίκα βασανισμένη από τα 13 της, που έφτιαξε κόντρα σε όλους τους εκβιασμούς και τις απειλές έναν σύλλογο για τις Ρομά (ή αλλιώς τσιγγάνες, που μόνο τουρκογενείς δεν είναι, η ιστορική τους καταγωγή είναι από τις Ινδίες) και έναν παιδικό σταθμό για τα παιδιά τους. Σήμερα δε, δίνει εξετάσεις για να πάρει στα 37 της απολυτήριο Γυμνασίου. Αυτή την Γυναίκα, που την ύπαρξή της δεν την γνώριζα μέχρι την αποπομπή της από τα ψηφοδέλτια του Σύριζα, προσπάθησαν τμήματα της αριστεράς να την ξεφτιλίσουν και διαπομπέψουν δημόσια με τρόπο που προσωπικά ντρέπομαι. Την εμφάνισαν ψευδώς, ίσως κάποιοι και συνειδητά ψευδώς, ως «χρυσαυγίτισα». Μα εάν η Χρυσή Αυγή στήριζε τη μάχη μιας τέτοιας Γυναίκας θα ήταν ΧΑ; ή αντίστροφα, μπορούσε μια Γυναίκα με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά να ενταχθεί στην φασιστική και ρατσιστική ΧΑ; Και λέω Γυναίκα, διότι αυτό που με εξέπληξε αρνητικά περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν και είναι η προσβλητική σιωπή των φεμινιστριών της αριστεράς. Την ίδια Γυναίκα την είπαν μέλος του Δικτύου 21, οι ψεύτες, όταν αυτό το δίκτυο διαλύθηκε πριν καν η ίδια φτάσει στην εφηβεία. Ακόμα, με τρόπο που θύμιζε τον πιο σκοτεινό σταλινισμό έγινε προσπάθεια να εμφανιστεί αυτή η νέα Γυναίκα περίπου ως κυπιτζού στο όνομα δύο γεγονότων: πρώτον ότι πήρε λεφτά από το ελληνικό κράτος προκειμένου να γίνει ο παιδικός σταθμός των Ρομά. Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι στην αριστερά που την διεκδίκηση του δικαιώματος μόρφωσης των Ρομά το θεωρεί ύποπτο; Και γιατί δεν λέει το ίδιο για τα παραμάγαζα που στήνει το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής; Δεύτερον, επειδή η Γυναίκα αυτή πήγε σε διεθνείς οργανισμούς να καταγγείλει τις σε βάρος των Ρομά αθλιότητες του τουρκικού προξενείου! Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι δεν καταπιέζονται οι Ρομά στην Ξάνθη (και ασφαλώς και καταπιέζονται και σε άλλες περιοχές από άλλες ομάδες ανθρώπων και αυτό πρέπει, επίσης, να καταγγέλλεται); Ή ότι αυτό δεν πρέπει να λέγεται γιατί σπάμε «το συμπαγές» των τουρκογενών; Και εντέλει, τι σχέση έχουν αυτού του τύπου οι επιθέσεις απέναντι σε μια γενναία γυναίκα με μια σύγχρονη αριστερά!
Η υπόθεση της Σαμπιχά στην Ξάνθη αιτιολογήθηκε και με μια δεύτερη γραμμή στήριξης: να μην χαθούν οι ψήφοι που κέρδισε στην περιοχή η ριζοσπαστική αριστερά στις εκλογές του 2012. Εμείς ως Πράττω, και εγώ προσωπικά, προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε ότι με τον διασυρμό της Σαμπιχά το αποτέλεσμα θα ήταν ακριβώς το αντίστροφο. Θα χανόντουσαν οι διαφοροποιημένοι ψήφοι ανάμεσα στους μουσουλμάνους και θα υπήρχαν μεγάλες απώλειες από τους θυμωμένους αριστερούς δημοκράτες-πατριώτες. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την άποψη μου. Ο Σύριζα είχε τοπικοαυτοδιοικητικά ένα αποτέλεσμα μικρού κόμματος ενώ στις ευρωεκλογές έχασε πάνω από το μισό της δύναμής του (στην Ξάνθη πήρε 17,49% με απώλεια 21,07! από το 2012). Με τούτα και εκείνα, το Προξενείο κατάφερε να μαζέψει στα ορεινά χωριά της μειονότητας «συμπαγώς» πάνω από το 90% και να βάλει ταυτόχρονα στο «τσεπάκι του» τις μειονότητες μέσα στην μειονότητα που απελπισμένες έβλεπαν να εγκαταλείπονται όχι μόνο από το ελληνικό κράτος αλλά και από την αριστερά.
Η υπόθεση Σαμπάχ είναι ένα «παράδειγμα» του προβλήματος που αναφέρω. Υπάρχει, όμως, και η μεγάλη εικόνα: αρκετοί στη σημερινή αριστερά συμπεριφέρονται όπως εκείνοι οι αριστεροί στην κατοχή που αρνιόντουσαν τη σημασία της ίδιας της κατοχής και της ανάγκης εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Τον μαρξισμό και την αριστερά τα γνώρισαν στις μητροπόλεις του καπιταλισμού στις οποίες αυτός ο αγώνας ουδέποτε έπαιζε άμεσο ρόλο παρά μόνο εξ’ αντανακλάσεως. Συχνά οι αναλύσεις τους φτάνουν στο ακραίο παράδοξο, να αρνούνται το ρόλο του ξένου παράγοντα στην κρίση, την ίδια τη λειτουργία της τρόικας και γενικότερα της εποπτείας της χώρας. Μεταφυσικά πιστεύουν ότι όποιος υπογραμμίζει την μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους απαλλάσσει την ντόπια Ολιγαρχία. Συνήθως δεν έχουν κάνει καν τον κόπο να διαβάσουν τις περί αποικίας χρέους αναλύσεις. Τις συμπυκνώνω: μέσα στην κρίση, η Ελληνική Ολιγαρχία θα ήταν ήδη ηττημένη, αν δεν έκανε αυτό που έκανε πολλάκις στην ιστορία της: εξαιτίας του γεγονότος ότι ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων βαίνει σε βάρος της, καταφεύγει στις πλάτες του ξένου παράγοντα προκειμένου να αντλήσει από εκεί ισχύ, επιχειρήματα, διεθνή ατμόσφαιρα εκφοβισμού. Να περνά τα αιτήματά της μέσω του ξένου παράγοντα και να μη τα θέτει προς έγκριση στους μηχανισμούς που συμπυκνώνουν τον εσωτερικό συσχετισμό ισχύος. Η θεωρία της αποικίας χρέους, δεν είναι άρνηση της θεμελιακής σημασίας της κοινωνικής πάλης, αλλά δείχνει πώς σε αυτή εμπεδώνεται, εμπλέκεται και παρεμβαίνει ο ξένος παράγοντας. Το πώς από την άλλη, αυτή η εμπλοκή συνδέει τον κοινωνικό αγώνα με εκείνο της δημοκρατίας και τα πατριωτικά καθήκοντα σωτηρίας της κοινωνίας και της πατρίδας εντός της οποίας ζει και κινείται η κοινωνία.
Είναι φανερό ότι χωρίς το πάντρεμα του πατριωτισμού με την δημοκρατική μάχη, χωρίς την κατανόηση των ιδιαίτερων προβλημάτων στην Μακεδονία και Θράκη ο Σύριζα θα έχει μεγάλα προβλήματα να συλλέξει κι σταθεροποιήσει την απαραίτητη πλειοψηφία για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης Σωτηρίας.
Σύγκλιση στο κέντρο ή επαναφορά ψήφων
Αν εξετάσει κανείς το εκλογικό αποτέλεσμα, από μια πρώτη ματιά ο Σύριζα δεν έχει επαρκείς και σταθερούς συμμάχους. Είτε διότι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί στα αριστερά αρνούνται τη συμμαχία, είτε διότι είναι σχετικά μικροί. Αντίθετα στα δεξιά υπάρχουν ορισμένες δυνάμεις που μπορούν να στηρίξουν το Μνημονιακό Κόμμα. Όμως, αυτή η πρώτη ματιά είναι βαθιά λανθασμένη και απλουστευτική. Το ίδιο το θεμέλιό της είναι αδύναμο. Στηρίζεται, δηλαδή, στην κλασσική θεωρία της πολιτικής τυπολογίας, σύμφωνα με την οποία υπάρχει στο κέντρο μια ενδιάμεση μάζα ψηφοφόρων η οποία μετακινείται άλλοτε προς τα δεξιά και άλλοτε προς τα αριστερά και η οποία είναι η διεκδικούμενη ομάδα προκειμένου να αποκτήσει κανείς πλειοψηφία. Στη βάση αυτού του συλλογισμού, ή έχοντάς τον ως άλλοθι, προέκριναν σοσιαλιστικά και συντηρητικά κόμματα να συγκλίνουν προς το κέντρο που αποδείχτηκε ότι ήταν το «νεοφιλελεύθερο κέντρο» των μεγάλων συμφερόντων.
Στην τυπολογία των πολιτικών συστημάτων υπάρχει και μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση ως προς τη μετακίνηση των ψηφοφόρων: όταν τα κόμματα δείχνουν ασυνέπεια και ταλάντευση ως προς τις επιθυμίες των δικών τους ψηφοφόρων, ή δεν κάνουν αυτό που επιδιώκουν οι ψηφοφόροι, τότε τους χάνουν, είτε σε άλλα κόμματα, ή, που είναι το πιο σύνηθες, οι τελευταίοι επιλέγουν την αποχή. Σε αυτή την περίπτωση, αντί τα κόμματα να συγκλίνουν προς έναν νοητό και ανύπαρκτο κέντρο, οφείλουν να επιδιώξουν να κερδίσουν τις εκλογές επανακατακτώντας και κινητοποιώντας τους πλησιέστερους σε αυτά εκλογείς. Κλασσικό παράδειγμα έχει μείνει η δεύτερη εκλογή του Μπους του νεώτερου.
Η πρώτη εκλογή Μπους είχε γίνει χάρη στο αμερικάνικο σύστημα εκλεκτόρων, στους οποίους οι ρεπουμπλικάνοι είχαν πλειοψηφία παρότι δεν την είχαν στο ίδιο το εκλογικό σώμα. Στην δεύτερη εκλογή Μπους, οι δημοκράτες έλαβαν 4.000.000 παραπάνω ψήφους απ’ ότι 4 χρόνια πρωτύτερα, αλλά έχασαν με μεγάλη διαφορά, διότι οι ρεπουμπλικάνοι κινητοποίησαν 10.200.000 επιπλέον ψηφοφόρους. Ήταν χρονιά μεγάλης πόλωσης και ψηφοφόροι που απείχαν στις προηγούμενες εκλογές προσήλθαν να ψηφίσουν. Ιδιαίτερα χριστιανοί ευαγγελιστές είχαν «επιτέλους πιστέψει» στην πίστη του Μπους και συμμετείχαν δραστήρια στις δεύτερες εκλογές σε αντίθεση με ότι είχαν κάνει τις πρώτες. Το συμπέρασμα απλό για μια τέτοια περίπτωση: οι ψήφοι και η πλειοψηφία δεν βρισκόταν στον «μεσαίο χώρο» αλλά στην υποστήριξη θεματικών που επανέφεραν πολίτες από την στάση της αποχής σε εκείνη της υποστήριξης ή οι οποίες πείθουν να επανακάμψουν (εκτιμώ, επί παραδείγματι ότι 1,5% από το 6% του ΚΚΕ προέρχεται από απογοητευμένους με τον Σύριζα οι οποίοι παλαιότερα ανήκαν στο ΠΑΣΟΚ).
Εάν μετρήσει κανείς με προσοχή τις ψήφους του Σύριζα και γνωρίζει τις μετακινήσεις πανελλαδικά και ανά περιφέρεια, τότε θα διαπιστώσει ότι το πρώτο κόμμα της χώρας κέρδισε περίπου 150.000 με 200.000 νέες ψήφους αρκετοί εκ των οποίων προέρχονται και από τη ΝΔ. Επειδή οι ψήφοι του ήταν 150.000 λιγότεροι από την προηγούμενη φορά μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι δεν στηρίχτηκε από 300.000 με 350.00 ψηφοφόρους (περίπου 7%) του 2012. Αυτοί στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι πρώην πασόκοι οι οποίοι στήριξαν τον Σύριζα στις εκλογικές μάχες του 2012. Πασόκοι κατά κανόνα εξαρχής αντιμνημονιακοί, δημοκράτες και στους οποίους το ζήτημα των συνεργασιών και του πατριωτισμού παίζει μεγάλο ρόλο. Είναι παλιοί πασόκοι που έκαναν ήδη εδώ και χρόνια το άλμα προς τον Σύριζα. Αλλά «αυτά που είδαν» τους απογοήτευσαν. Δεν έγιναν δεκτοί σε οργανώσεις του Σύριζα, αντιμετωπίστηκαν ακόμα και εχθρικά. Απογοητεύτηκαν, επίσης, με τη στάση (υπαρκτή ή μη) του Σύριζα στα θέματα που ονομάζουν ως «εθνικά», ιδιαίτερα με ότι έγινε στην Θράκη.
Από την Θράκη και τις κακές επιδόσεις στον πρώτο γύρο των εκλογών του Μαΐου ο Σύριζα έχασε 5-6% των ψήφων. Μεγάλο τμήμα αυτών των ψήφων συμπίπτει με το προαναφερθέν 7%. Κατά συνέπεια, για να κερδίσει την κυβερνητική εξουσία ο Σύριζα, πρέπει να επιδείξει μεγαλύτερη ζέση προς τις συμμαχίες και να συνδέσει με συνέπεια το κοινωνικό με το δημοκρατικό-πατριωτικό. Και να θυμάται πάντα: οι ψηφοφόροι δεν πάνε σε ένα κόμμα για τους ίδιους λόγους για τους οποίους θα τους ήθελε εκείνο. Η δε ικανότητα να λύνει μια πολιτική δύναμη τέτοιες παραδοξολογίες είναι στοιχείο ηγεμονίας και πολιτικής σοφίας.
Η πιο πάνω εκτίμηση προκύπτει και από τη σύγκριση ανάμεσα στα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο των εκλογών για την ΤΑ στις 18 Μαΐου και στις ευρωβουλευτικές στις 25 του ίδιου μήνα. Είναι φανερό ότι στις 18.5 ο Σύριζα ψηφίστηκε ποσοστιαία από τον ίδιο αριθμό με εκείνο του Μαΐου του 2012. Μόνο που η σύνθεση ήταν σε ένα βαθμό διαφορετική: Στην Β. Ελλάδα όπου τα εθνικά ζητήματα παίζουν μεγαλύτερο ρόλο έλαβε κατά Μ.Ο. περί τα 10% δηλαδή σχεδόν το μισό του πανελλαδικού. Ανάλογα έγινε και στις 25.5 πάλι στις ίδιες περιοχές. Χαρακτηριστικά: εάν δεν συνυπολογίσουμε τα αποτελέσματα της Μακεδονίας στις ευρωεκλογές (σαφώς καλύτερα από ότι στις δημοτικές και περιφερειακές) ο Σύριζα βρίσκεται πανελλαδικά 2% (ευχαριστώ τον σ. Σ. Διομήδη για αυτόν τον τελευταίο υπολογισμό) πιο πάνω πλησιάζοντας το 30% και με μεγαλύτερο ποσοστό από τις εκλογές του 2012.
Κατά συνέπεια, συμπερασματικά, ο Σύριζα πρέπει να ξεπεράσει τις πολιτικές αδυναμίες ορισμένων οργανώσεών και να προχωρήσει στη συνεργασίας του με την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και των υπόλοιπων οργανώσεών που κινούνται στις γραμμές του, χωρίς γραφειοκρατικά κριτήρια και αποκλεισμούς, δημοκρατικά, πατριωτικά, αριστερά, κοινωνικά μαχόμενα.