Ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το μεσημέρι της Πέμπτης ανακοίνωσε εκτός από τη μείωση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και την πρόθεση της ΕΚΤ να αγοράσει από τον Οκτώβριο τιτλοποιήσεις (Asset Backed Securities) ή ακόμα και κρατικά ομολόγα ύψους 500 δισ. ευρώ.
Αυτές ήταν οι ανακοινώσεις του ιταλού τραπεζίτη αλλά το κυρίαρχο ερώτημα που έχει δημιουργηθεί από τότε είναι ποιοι είναι οι χαμένοι και ποιοι οι κερδισμένοι από τις αποφάσεις αυτές.
Όπως εξηγούν αναλυτές αν η παρέμβαση αρκούνταν μόνο στα επιχειρηματικά δάνεια θα ήταν περιορισμένη και δεν θα ήταν αρκετή για να τονώσει την ευρύτερη ευρωπαϊκή οικονομία. Με την απόφαση όμως το πρόγραμμα να επεκταθεί και στην αγορά τιτλοποιήσεων στεγαστικών δανείων, η ΕΚΤ αναμένεται να ωφελήσει σημαντικότερα την ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως τις χώρες του Νότου, οι τράπεζες των οποίων έχουν μεγάλη έκθεση στους τίτλους αυτούς.
Σε δεύτερο επίπεδο η ανακοίνωση της περαιτέρω μείωσης του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ (αφορά τα επιτόκια για τις καταθέσεις των ίδιων των τραπεζών στην ΕΚΤ) στο -0,20% οδήγησε τα διετή ομολόγα της Γερμανίας, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Δανίας και της Ελβετίας σε αρνητικές επιδόσεις δίνοντας ένα ανέλπιστο «δώρο» σε αυτές τις χώρες.
Ως γνωστόν, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν όταν οι τιμές τους ενισχύονται. Όταν ένα ομόλογο έχει αρνητική απόδοση, αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές που θα το αγοράσουν θα λάβουν κατά τη λήξη του λιγότερα από αυτά που έδωσε για να το αγοράσει. Πρακτικά, πληρώνει το κράτος που το εξέδωσε για να «φυλάξει» τα χρήματά του.
Η απόδοση του 2ετούς ομολόγου της Γερμανίας μειώθηκε κατά 5 μονάδες βάσης, στο -0,072%, έχοντας σημειώσει χαμηλό ημέρας στο -0,084%, που είναι τα χαμηλότερα επίπεδα από το Δεκέμβριο του 2012.
Ενδεικτικό της έκπληξης της αγοράς είναι το γεγονός ότι μόλις έξι από τους 57 οικονομολόγους που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg είχαν προβλέψει αυτή τη μείωση των επιτοκίων.
Σε στάση αναμονής οι οικονομολόγοι
Η αποτελεσματικότητα των μέτρων που ανακοίνωσε ο Μάριο Ντράγκι έχει προκαλέσει διχογνωμία στις τάξεις των οικονομολόγων. Το σημείο στο οποίο συμφωνούν είναι πως με τη μείωση των επιτοκίων και την ανακοίνωση ενός προγράμματος αγοράς τιτλοποιήσεων δανείων και καλυμμένων ομολόγων, η ΕΚΤ έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όπλα της απέναντι στον επίμονα χαμηλό πληθωρισμό και την απογοητευτική ανάκαμψη της Ευρωζώνης. Και θεωρούν ότι το επόμενο βήμα του Mario Draghi δεν μπορεί παρά να είναι ένα ευρύ πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Ενδεικτικό είναι το σχόλιο της Hermes Group: «Πολύ πιο χρήσιμο θα ήταν ένα μπαζούκα απεριόριστης ποσοτικής χαλάρωσης με αγορές κρατικών ομολόγων, το οποίο δεν πυροδοτήθηκε σήμερα. Αλλά ο κύριος Draghi προφανώς χρησιμοποιεί με φειδώ τα όπλα του. Η απροθυμία του να χρησιμοποιήσει όλες του τις σφαίρες δείχνει πόσο άδειο είναι το κουτί με τα εργαλεία πολιτικής του».
Στο ίδιο μήκος κύματος η ING: «Σε μία ακόμα προσπάθεια να τονώσει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης και να αντιμετωπίσει το χαμηλό πληθωρισμό, η ΕΚΤ σήμερα άδειασε σχεδόν εντελώς την εργαλειοθήκη της. Με μία ακόμα μείωση επιτοκίων, ένα πρόγραμμα αγοράς ABS και ένα νέο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολόγων, η ΕΚΤ έχει φτάσει πλέον στο σημείο όπου ένα κανονικό QE, με απευθείας αγορές κρατικών ομολόγων, είναι η μοναδική επιλογή που της απομένει».
Αντίθετα η Citigroup σημειώνει: «Για να είμαστε ξεκάθαροι, η ΕΚΤ είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα που ανακοινώνει μεγάλης κλίμακας αγορές τίτλων και αρνητικά επιτόκια καταθέσεων. Πρόκειται για QE-τούρμπο, που δεν έχουμε ξαναδεί. Δεν πιστεύω ότι το σχόλιο πως τα επιτόκια έχουν φτάσει στο κατώτατο όριό τους θα πρέπει να θεωρείται τόσο σημαντικό”.
Hans W. Sinn: Έρχονται ζημίες για τους φορολογούμενους
Από την πλευρά του ο Hans W. Sinn από το γερμανικό ινστιτούτο Ifo σημειώνει: «Η ΕΚΤ έχει χρησιμοποιήσει τα πυρομαχικά της πάρα πολύ σύντομα και έχει μειώσει τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τώρα βρίσκεται σε μία παγίδα ρευστότητας. Δεν μπορεί να κάνει και πολλά σε αυτή τη θέση. Δυστυχώς, όλα δείχνουν ότι η ΕΚΤ θα αγοράσει ομόλογα. Με το να το κάνει αυτό, θα αναλάβει πιστωτικό κίνδυνο, κάτι το οποίο δεν της επιτρέπεται, αφού αυτό αποτελεί δημοσιονομικό και όχι νομισματικό μέτρο πολιτικής. Κάνοντας κάτι τέτοιο, οι ζημιές της ΕΚΤ θα βαρύνουν τους Ευρωπαίους φορολογούμενους».
Πηγή: protothema.gr