Τη Δευτέρα θα απολογηθεί το ζεύγος Γριβέα-Βάτσικα, εκ των βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, το οποίο νωρίτερα οδηγήθηκε ενώπιον του ανακριτή Γιώργου Ανδρεάδη.
Το ζευγάρι είχε συλληφθεί από τις βρετανικές αρχές για την υπόθεση του ΤΤ και είχε αφεθεί ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, ενώ τον Ιούλιο είχε ξεκινήσει η δίκη για την έκδοσή του στην Ελλάδα. Ο Κυριάκος Γριβέας και η σύζυγός του, Αναστασία Βάτσικα παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές η Σκότλαντ Γιαρντ το απόγευμα της Τετάρτης.
Μέσω του συνηγόρου τους Γιώργου Καψή ο Κυριάκος Γριβέας και η Αναστασία Βάτσικα έδωσαν το στίγμα της υπερασπιστικής γραμμής που θα ακολουθήσουν.
Όπως τόνισε ο κ. Καψής το ζεύγος θα αρνηθεί τις κατηγορίες και θα υποστηρίξει ότι τα δάνεια ύψους 17 εκατ. ευρώ που έλαβαν από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο διατέθηκαν για τους σκοπούς και δεν κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμού του ζευγαριού.
ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΙ
Ενώπιον του Εισαγγελέα θα βρεθούν σήμερα στις 10:30 ο Κυριάκος Γριβέας και η σύζυγός του, Αναστασία Βάτσικα. Το ζεύγος Γριβέα παρέδωσε στις ελληνικές αρχές η Σκότλαντ Γιαρντ το απόγευμα της Τετάρτης.
Το ζευγάρι είχε συλληφθεί από τις βρετανικές αρχές για την υπόθεση του ΤΤ και είχε αφεθεί ελεύθερο με περιοριστικούς όρους, ενώ τον Ιούλιο είχε ξεκινήσει η δίκη για την έκδοσή του στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες το ζεύγος Γριβέα – Βάτσικα, παραιτήθηκε της δίκης στο Εφετείο, η οποία αφορούσε το θέμα της έκδοσής στους στην Ελλάδα.
Μάλιστα υπήρχε σε εξέλιξη εδώ και μέρες διαπραγμάτευση των ελληνικών αρχών με τις αρμόδιες αρχές της Βρετανίας ώστε να σχεδιαστεί η επιστροφή του ζεύγους στην Ελλάδα έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
Το ζευγάρι που αντιμετωπίζει κακουργηματικού τύπου κατηγορίες για την υπόθεση των επισφαλών δανείων το Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, είχε ανακοινώσει προ μηνών από το Λονδίνο ότι προτίθενται να έρθουν αυτοβούλως στην Ελλάδα και να εμφανιστούν ενώπιον των ελληνικών εισαγγελικών αρχών, οι οποίες είχαν εκδώσει και το ένταλμα για τη σύλληψή τους.
Το βράδυ το ζεύγος κρατήθηκε στο Μεταγωγών αφού σε βάρος τους εκκρεμούσε το ευρωπαϊκό ένταλμα των ελληνικών αρχών και μέσα στις επόμενες ώρες αναμένεται να οδηγηθούν στον αρμόδιο εισαγγελέα προκειμένου να εκτελεστεί το ένταλμα.
Στη συνέχεια, θα οδηγηθούν στον ανακριτή που ερευνά την υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, κ. Γιώργο Ανδρεάδη, προκειμένου να απολογηθούν για τις κακουργηματικές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Έχουν πάντως το δικαίωμα να ζητήσουν και να λάβουν προθεσμία προκειμένου να προετοιμάσουν την υπερασπιστική τους γραμμή,
Το ζευγάρι είχε δεσμευτεί από τον περασμένο Ιούλιο από το Λονδίνο, ότι προτίθενται να έρθει στην Ελλάδα και να βοηθήσει μάλιστα τις ελληνικές δικαστικές αρχές στην έρευνα που διενεργούν για την υπόθεση του ΤΤ.
Και οι δυο είχαν συλληφθεί τον περασμένο Ιανουάριο στο Μάντσεστερ, βάση του εντάλματος που είχαν εκδώσει οι Ελληνικές δικαστικές αρχές και στη συνέχεια ακολούθησε δίκη σε πρώτο βαθμό για το θέμα της έκδοσής τους στην Ελλάδα.
Η υπόθεση έφτασε και στο βρετανικό εφετείο, δηλαδή σε δεύτερο βαθμό, δίκη από την οποία ωστόσο το ζευγάρι φέρεται να παραιτήθηκε για να εμφανιστεί ενώπιον των ελληνικών αρχών.
Την υπόθεση του ΤΤ, είχε ερευνήσει η επίκουρη εισαγγελέας κατά της διαφθοράς κ.Πόπη Παπανδρέου, η οποία και ζήτησε την άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος στελεχών του ΤΤ αλλά και επιχειρηματιών που είχαν δανειοδοτηθεί από το ΤΤ, το διάστημα που επικεφαλής του ήταν ο κ. Άγγελος Φιλιππίδης εκ των βασικών κατηγορουμένων της υπόθεσης.
Η δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση αφορά ακάλυπτα και χωρίς εξασφαλίσεις δάνεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που δόθηκαν από το 2006 ως το 2011.
Η έρευνα στηρίχθηκε σε πόρισμα της Τραπέζης της Ελλάδος που αναδεικνύει ποιοι επιχειρηματίες έλαβαν δάνεια χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις.
Στο σχετικό πόρισμα της η εισαγγελέας αναφέρει ότι για την υπόθεση της δανειοδότησης των επιχειρηματιών «υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενοχής των υπευθύνων (διοικήσεων) της τράπεζας, για το έγκλημα της απιστίας, και των ωφεληθέντων από τις πράξεις αυτές επιχειρηματιών, για άμεση συνέργεια στις πράξεις απιστίας, καθώς και για νομιμοποίηση προϊόντων προερχόμενων από εγκληματικές πράξεις (ξέπλυμα)».