Το τελευταίο χρονικό διάστημα και υπό την πίεση της σφόδρα πιθανής εκλογικής αναμέτρησης εξαιτίας της αδυναμίας της παρούσας Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση πλειοδοτούν σε αισιοδοξία σχετικά με το τέλος των μνημονίων και την έξοδο από την κρίση.
Η αισιοδοξία αυτή δεν εδράζεται σε πραγματικά στοιχεία. Όταν ακόμα και η ισχυρή (;) γερμανική οικονομία βρίσκεται για δεύτερο τρίμηνο σε κάμψη και όταν Γαλλία και Ιταλία αδυνατούν να καταθέσουν πειστικούς προϋπολογισμούς, διερωτάται κανείς πόθεν προκύπτει η βεβαιότητα ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αντλήσει δανεισμό από τις αγορές (οι οποίες μόλις πρόσφατα μας υπέβαλαν σε ένα βίαιο και εκβιαστικό stress test) και, κυρίως, πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει το μοντέλο της εξοντωτικής υπερφορολόγησης και της εσωτερικής υποτίμησης.
Κι αν αυτό αφορά την υπερχειλίζουσα κυβερνητική αισιοδοξία άλλο τόσο ανησυχούν οι σώφρονες για το μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ που οδηγεί σε μία αβέβαιη σύγκρουση με τους δανειστές.
Είναι, δε, αδιανόητο το γεγονός ότι, παρότι ψιθυριστά αναγνωρίζεται, δεν τίθεται προς συζήτηση εκείνο το σκέλος της δανειακής σύμβασης που αφορά τα εξωφρενικά και ανέφικτα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών.
Η τελευταία έκθεση του (ανεξάρτητου) Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής είναι μία ακόμα «βόμβα» στα θεμέλια της περιρρέουσας αισιοδοξίας που, όμως, αντί να νουθετεί περνά αδιάφορη για το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο και την ομάδα οικονομικής πολιτικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τι αναφέρει η έκθεση; Ότι το ζήτημα του «τέλους των μνημονίων» όπως τίθεται από κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δημιουργεί «ανεδαφικές προσδοκίες» ενώ ακόμα τονίζεται ότι «η ελληνική επιλογή για έξοδο στις αγορές χωρίς νέο πρόγραμμα» δεν στηρίζεται «σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος».
Πέραν, δε, όλων αυτών ουδεμία δημόσια συζήτηση διεξάγεται σχετικά με το νέο οικονομικό μοντέλο που έχει ανάγκη η χώρα. Αρκούν, άραγε, οι συνεχείς φαραωνικές προσεγγίσεις για την αύξηση της τουριστικής κίνησης ή την προσδοκία κάποιων ξένων επενδύσεων όταν κανένα απολύτως βήμα δεν γίνεται προς την απόκτηση εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής και μιας ελαφράς βιομηχανίας;
Την απάντηση σε όλα τα παραπάνω θα αναζητήσουν, προφανώς, οι ειδικοί. Βασική, όμως, προϋπόθεση αποτελεί η άμεση αποκατάσταση του εσωτερικού πολιτικού περιβάλλοντος ώστε να διεξαχθεί η δημόσια συζήτηση και να επιτευχθεί ένα μίνιμουμ πλαίσιο συνεννόησης –και όχι απαραίτητα συναίνεσης, όπως ουτοπικά και υπονομευτικά αναμένουν ορισμένοι.
Η αναζήτηση της περίφημης πολιτικής σταθερότητας δεν θα καταλήξει πουθενά εάν οι κ.κ Σαμαράς και Τσίπρας συνεχίσουν να διαπληκτίζονται …δια αντιπροσώπων με βαριές κατηγορίες για «επικείμενη εθνική καταστροφή», «κλειστά ΑΤΜ τραπεζών» και «επιστροφή στη δραχμή».
Δημοσκοπικά μπορεί να τους ωφελεί η πόλωση μέσω της αναβίωσης ενός νέου δικομματισμού, η χώρα, όμως, άγεται και φέρεται σε ένα ταραχώδες ευρωπαϊκό περιβάλλον και χάνει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις νέες ισορροπίες και τα νέα μπλοκ επιρροής που δημιουργούνται.
Ο υπογράφων έχει συχνά επισημάνει την ανάγκη νέων συμβολισμών.
Μια πρωτοβουλία του πρωθυπουργού, για παράδειγμα, να καλέσει σε μία ενημερωτική συνάντηση τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ (στην οποία, βεβαίως, θα ανταποκρινόταν δίχως προαπαιτούμενα και επικοινωνιακά πυροτεχνήματα), θα είχε σταθεροποιητικό αποτέλεσμα.
Ή μια σύσκεψη πολιτικών αρχηγών (όσων το επιθυμούν) υπό τον απερχόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας με ατζέντα τις διαβουλεύσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Αλλιώς, η αισιοδοξία θα επιστρέψει μπούμερανγκ σε μια κοινωνία που εξοντώνεται και σε μια πραγματική οικονομία που παραλύει…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Επένδυση που κυκλοφορεί…