Αναδημοσίευση από την Επένδυση:
Θα περίμενε κανείς πως μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, μετά την δεδομένη αποτυχία στο πρώτο μνημονιακό πρόγραμμα με τους «πολλαπλασιαστές» που σκαρφίστηκαν οι «ειδικοί» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μετά την …συμπάθεια της Άνγκελα Μέρκελ στις «θυσίες των Ελλήνων» και μετά τα πρωτογενή πλεονάσματα που επέτυχε η ελληνική κυβέρνηση, η τρόϊκα θα έδινε, στο Παρίσι, την συγκατάθεσή της για μία ήπια έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα δημοσιονομικής ασφυξίας.
Δεν συμβαίνει, όμως, κάτι τέτοιο.
Μπορεί ο κ. Αντώνης Σαμαράς να αναζητά εναγωνίως μια επιβράβευση της πειθήνιας μεταφοράς στα καθ’ ημάς του γερμανικού δημοσιονομικού προτεσταντισμού και μια στοιχειωδώς ισότιμη μεταχείριση με εκείνη που είχε το Βερολίνο έναντι της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, παραβλέπει, ωστόσο, εκείνο που από το 2010 και εντεύθεν διαπνέει τα προγράμματα που εφαρμόζονται στην Ελλάδα: δηλαδή, την ακλόνητη απόφαση του διδύμου Μέρκελ- Σόϊμπλε να χρησιμοποιούν τη χώρα μας ως «πειραματικό υπόδειγμα».
Για το γερμανοευρωπαϊκό ιερατείο η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι, απ΄ ότι φαίνεται για πολύ καιρό ακόμα, πεδίο ασκήσεων αυτών των εμμονικών πολιτικών αλλά και της «ιδεολογικής» αντιπαράθεσης ανάμεσα στην «σχολή της Ουάσιγκτον» (ΔΝΤ) και το βερολινέζικο δημοσιονομικό Bauhaus.
Εάν αυτό ισχύει για τον «επιμελή» κ. Σαμαρά, είναι βέβαιο ότι θα ισχύσει και για την σφόδρα πιθανολογούμενη –ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις- κυβέρνηση του κ. Αλέξη Τσίπρα. Ακόμα κι αν ο τελευταίος βρεθεί με νωπή και ισχυρή λαϊκή εντολή και με αρραγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία –πράγμα διόλου βέβαιο-, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν προτίθεται να «θυσιάσει» στο γερμανικό δόγμα της βορειοευρωπαϊκής «καθαρότητας» που επέβαλε σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αδιαφορώντας ακόμα και για το εάν αυτό θα προκαλέσει αργά ή γρήγορα την διάλυση της ευρωζώνης και την άνοδο των δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού (Μαρί Λεπέν, Podemos, Γκρίλο κ.ά).
Η αντίδραση μερίδας των εκπροσώπων των αγορών σε όσα άκουσαν από τους κ.κ Γ. Σταθάκη και Γ. Μηλιό στο Λονδίνο ενισχύει αυτή την εντύπωση.
Τεράστια ευθύνη, βεβαίως, για όλα αυτά έχουν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά. Η ελληνική πλευρά ουδέποτε «επικοινώνησε» στο βορειοευρωπαϊκό κοινό τις συνέπειες των προγραμμάτων διάσωσης. Όσα, για την αποτυχία αυτών των προγραμμάτων και την πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση, κατά καιρούς επισημαίνουν με μελανά χρώματα, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO), ο ΟΟΣΑ, διεθνή fora αλλά και μεγάλα μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αντιμετωπίστηκαν ενοχικά και υποτιμήθηκαν από την ελληνική πλευρά.
Τώρα είναι, ίσως, αργά. Γι’ αυτό, ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας.
Εάν για την παρούσα κυβέρνηση ο κίνδυνος είναι να υποχρεωθεί σε μια απαξιωτική παράταση του μνημονίου μόνο και μόνο για να της χαριστεί ένα μικρό χρονικό διάστημα μέχρι την προεδρική εκλογή ή τις πρόωρες εκλογές (αφού η έννοια του «πολιτικού ρίσκου» είναι στα μυαλά των κυβερνώντων ισχυρότερη από εκείνη του «κοινωνικού κόστους»), για μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ο κίνδυνος της σύγκρουσης φαίνεται ολοένα και πιθανότερος.
Ακόμα και η αυτοδυναμία Τσίπρα δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλές διαπραγματευτικό ατού. Η Άνγκελα Μέρκελ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει αμαχητί την πολιτική επένδυση που έχει κάνει στην Ελλάδα και δεν θα δεχθεί να διασυρθεί υποχωρώντας στις (λογικές και δίκαιες) απαιτήσεις ανατροπής της υφεσιακής λιτότητας.
Η ανάγκη ενός «εθνικού σχεδίου διαπραγμάτευσης» που θα περιλαμβάνει και το μείζον ζήτημα του χρέους (για το οποίο η παρούσα κυβέρνηση έχει ρίξει λευκή πετσέτα) είναι περισσότερο από προφανής. Εθνικό σχέδιο, όμως, απαιτεί και εθνικού τύπου σχεδιασμό. Απαιτεί ενημέρωση σε βάθος του ελληνικού λαού και όλα τα εναλλακτικά σενάρια στο τραπέζι. Από το θετικότερο έως το πλέον αρνητικό.
Αλλιώς, η όποια επόμενη κυβέρνηση μπορεί να βρεθεί στα καυδιανά δίκρανα της κοινωνικής οργής…