Καθώς η κυβέρνηση υποκύπτει τελικά σε μία ακόμη “ευθυγράμμιση” με τις απαιτήσεις της Τρόικα, παρά τις προσπάθειες της να αποδοθούν οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις της ως “αντίσταση”, έκλεισε με τον πιο αδιέξοδο τρόπο τα σενάρια περί μίας “ηρωικής” της εξόδου. Η αύξηση της φορολογίας όπως η ιστορία έχει καταδείξει πολλές φορές, σε κρίσιμες στιγμές παίζει καθοριστικό ρόλο για την ανατροπή ή την αλλαγή της εξουσίας. Και η κυβέρνηση το γνωρίζει καθώς ετοιμάζεται για νέα μείωση συντάξεων και αύξηση της φορολογίας. Και δεν είναι τυχαίο που τα μέλη της αρκούνται να “απαντήσουν” στις δημόσιες και μιντιακές εμφανίσεις τους σε αυτό που μοιάζει πια να δέχονται, μία επόμενη κυβέρνηση με άλλο ιδεολογικό πρόσημο, με άλλο πολιτικό προσωπικό, μία κυβέρνηση με άλλους στόχους για την κοινωνία και τη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ καιρό τώρα καλεί τα στελέχη του σε εκλογική εγρήγορση, περισσότερο με αναμονή και λιγότερο με δράση. Δύο εκδηλώσεις όμως που διοργανώθηκαν από δυνάμεις της Αριστεράς με θεματικούς άξονες το Χρέος και τις Τράπεζες – μία στην Αθήνα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μία στη Θεσσαλονίκη στο Εργατικό Κέντρο με διαφορά ενός περίπου μήνα – το περιεχόμενο των ομιλιών τους, η συμμετοχή του κόσμου και η απήχησή τους στα ΜΜΕ συνθέτουν μία πιο σαφή εικόνα για το τι συμβαίνει, αυτή τη φορά στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ.
Δύο υπήρξαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και των δύο εκδηλώσεων: η μεγάλη προσέλευση κόσμου από διαφορετικούς χώρους και ρεύματα της Αριστερά, αλλά και εκτός Αριστεράς και οι ριζοσπαστικές απόψεις που ακούστηκαν από τους ομιλητές και συζητήθηκαν στη συνέχεια με ενδιαφέρον από το ακροατήριο. Στην πρώτη εκδήλωση (Πάντειο, Αθήνα) παρουσιάστηκαν επιστημονικές εργασίες (Μαριόλης, Βατικιώτης, Τόλιος, Lindo, Munevar) σχετικά με το Χρέος και τις Τράπεζες και πολιτική συζήτηση (Λαφαζάνης, Σεφεριάδης, Νταβανέλος, Παπακωνσταντίνου, Λαπαβίτσας) για τα ίδια θέματα. Στη δεύτερη εκδήλωση (Εργατικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη) έγινε μία πολιτική συζήτηση (Λαφαζάνης, Λαπαβίτσας, Τριανταφυλλόπουλος, Τζήμας) για το ίδια θέματα.
Αναμφισβήτητα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, σε μία εποχή που η πολιτική δράση συρρικνώνεται και κατευθύνεται μόνο στην εκλογική διαδικασία, που το κινηματικό έχει ατονήσει και με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά να μη φημίζεται έτσι κι αλλιώς για τις ενωτικές της ικανότητες. Παρόλα αυτά, αυτή τη φορά φαίνεται να τα κατάφερε. Οριοθέτησε το χώρο της συζήτησης με τρόπο ενωτικό και συμμετοχικό, έθεσε με τόλμη τα δύο φλέγοντα θέματα της κεντρικής πολιτικής σκηνής, χρέος και τράπεζες, αποφεύγοντας τον ύφαλο της περιθωριοποίησης, και έδωσε εμπεριστατωμένες, ρεαλιστικές και ολοκληρωμένες απαντήσεις με ριζοσπαστικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Έδειξε με τρόπο ρητό ότι και θέλει και μπορεί. Ή μαλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, ότι όταν θέλει, μπορεί.
Ένα δεύτερο σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η μεγάλη στροφή όχι της θεματολογίας των πολιτικών ζητημάτων, αλλά του περιεχομένου τους. Θέσεις και απόψεις που τα προηγούμενα χρόνια παρά την επιστημονική ή όποια άλλη τους τεκμηρίωση εξαναγκάζοντας στο δρόμο για το πυρ το εξώτερο χωρίς καμία συζήτηση, σήμερα παίρνοντας τον δρόμο της αποδαιμονοποίησης, συζητιούνται με τρόπο ρεαλιστικό ως ενδεχομενικά σενάρια της “επόμενης μέρας”, με έντονο ενδιαφέρον. Μετά από πάρα πολύ καιρό κατεψυγμένων ετοιμοπαράδοτων λύσεων εκ μέρους της κυβέρνησης και της τρόικα, φαίνεται ότι μπορούμε να θυμηθούμε την ενδεχομενικότητα ως συστατικό της πολιτικής κατασκευής και να παραμεριστούν άλλοι όροι που είχαν πάρει μόνιμη θέση στην πολιτική ζωή, όπως το πολύπαθο “φετίχ” και η πολυβασανισμένη “θυσία”. Μία στρατηγική πολιτικής ερμηνείας που μόνο βαθιά χειραγώγηση και ενοχή είχε στη βάση της και αυτήν προώθησε.
Ένα τρίτο σημείο αφορά την επιστροφή της συζήτησης στη “βάση”. Η κουβέντα που τον τελευταίο πολύ καιρό μονοπωλούσε η ηγεσία και τα ανώτατα κλιμάκια, ξαναγύρισε στη “βάση” και βρήκε ενεργούς συζητητές. Καίριο σημείο η συμμετοχή του κόσμου, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, εντός και εκτός κοινοβουλευτικής Αριστεράς, που θέλει να ακούσει κάτι διαφορετικό, αλλά συνεκτικό, ρεαλιστικό και πειστικό. Κυρίως όμως ένας κόσμος που μοιάζει να ξυπνάει από το λήθαργο. Με πνεύμα ζωηρό, κριτικό, απαιτητικό. Ένας κόσμος που δείχνει να θέλει έναν ρόλο που θα τον βγάλει από την απραξία των προηγούμενων ετών, που δεν επιζητά πλέον τις “εύκολες λύσεις”, συζητά και τις δύσκολες και αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα των στιγμών και των επιλογών του. Αυτό ήταν αναμφίβολα ένα ακόμη ενθαρρυντικό μήνυμα.
Η συζήτηση που είχε ξεκινήσει κατά τη διάρκεια της κρίσης για το τι πραγματικά συμβαίνει, είχε ξεκινήσει τότε μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν δύσκολη, σκληρή, γεμάτη αντιπαραθέσεις, είχε συγκρούσεις και εξοστρακισμούς, αλλά γινόταν. Η συζήτηση αυτή έφερε στο ΣΥΡΙΖΑ αύξηση της δύναμής του, αύξηση των εκλογικών ποσοστών του, του έδωσε εκλογικές νίκες για πρώτη φορά σε αυτόν τον βαθμό και την έκταση. Κι ύστερα η συζήτηση σταμάτησε. Έγινε λόγος φορμαλιστικός, με στόχευση προς τη διεύρυνση μέσω κεντρώων προσεταιρισμών, θόλωσε στη συνέχεια απαρνούμενος τον ριζοσπαστισμό του και περιορίστηκε στην πολυχρησία σωστών όρων σε λανθασμένη χρήση ή και το αντίστροφο.
Την κουβέντα αυτή μοιάζει να θέλει να συνεχίσει αυτό το “κριτικό, ενωτικό ρεύμα στα Αριστερά” του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει μίας μεγάλης αλλαγής. Όχι μόνο εκλογικής, αλλά βαθιάς κοινωνικής όπως υποστηρίζει. Το γεγονός ότι εμφανίζεται δυναμικά και κριτικά, ενωτικά και ανοιχτά, όχι παρά αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι τα δημοσκοπικά ευρήματα είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιρετικά υψηλά, είναι προς το παρόν το καλύτερο διαπιστευτήριό του. Αν θα καταφέρει να ενεργοποιήσει ξανά μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, εάν θα πετύχει το ριζοσπαστικό χαρακτήρα ως πρόταγμα ενός αριστερού κυβερνητικού προγράμματος, εάν θα έχει συνέχεια και αποτέλεσμα, ο χρόνος θα δείξει. Με δεδομένο ότι ο πολιτικός χρόνος μετριέται πλέον από όλους το ίδιο, μάλλον δεν θα είναι και πολύς.