Συνεννόηση για να διαφωνήσουμε και όχι να συμφωνήσουμε με την τρόϊκα (μια άλλη πρόταση)…
Του Σεραφείμ Π. Κοτρώτσου
Η εξασφάλιση μιας συμφωνίας με την τρόϊκα δεν θα έπρεπε να αποτελεί, πλέον, ζητούμενο για την κυβέρνηση.
Από το «Παρίσι 1» στο «Παρίσι 2», οι δανειστές έδειξαν τις πραγματικές τους προθέσεις: είτε γιατί δεν εμπιστεύονται το ελληνικό πολιτικό σύστημα, είτε γιατί η παρουσία τους στην Ελλάδα υπαγορεύεται από έναν γενικότερο γεω-πολιτικό σχεδιασμό αλλά και ως μήνυμα προς άλλους πιθανούς «ανυπάκουους» της ευρωζώνης, Κομισιόν και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν αποφασίσει να παρατείνουν το μνημονιακό πλαίσιο αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες της ύφεσης, της πτωχοποίησης και του αποπληθωρισμού.
Το γεγονός ότι οι Βρυξέλλες –δηλαδή το Βερολίνο- επιφύλαξε προνομιακή μεταχείριση στη Γαλλία και την Ιταλία (που έχει χρέος πάνω από 2 τρις) και δέχθηκε μη ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, επιβεβαιώνει ότι οι δανειστές αντιλαμβάνονται την Ελλάδα ως «ειδική περίπτωση».
Η κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου εκχωρεί καθημερινά ολοένα και περισσότερα και διασύρεται, στην προσπάθειά της να πείσει την τρόϊκα να έρθει στην Αθήνα. Ακόμα κι αν αυτό συμβεί (μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχαν ληφθεί σχετικές αποφάσεις), ο κ. Αντώνης Σαμαράς θα έχει υποκύψει σε πλείστα θέματα: από την αύξηση του ΦΠΑ στις διανυκτερεύσεις στον τουρισμό, που υπονομεύει το μοναδικό αναπτυξιακό μας όπλο, μέχρι τη μείωση των κύριων συντάξεων από τα 487 στα 320 ευρώ, όπως αποκαλύφθηκε από το e-mail που έστειλε το υπουργείο Απασχόλησης στους ελεγκτές.
Απέναντι σ’ αυτή την εμμονική και προφανώς πολιτική στάση της τρόϊκας διαμορφώνεται –για όσους μπορούν να βλέπουν πέρα από τη μύτη τους- ένα ενδιαφέρον πλαίσιο εσωτερικής συνεννόησης. Συζητούμε φλύαρα, το τελευταίο διάστημα, την ανάγκη συναίνεσης για να συμφωνήσουμε με την τρόϊκα. Μήπως θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο; Να αναζητηθεί, δηλαδή, ένα εσωτερικό πολιτικό μορατόριουμ και ένα πλαίσιο συνεννόησης για να διαφωνήσουμε με τους δανειστές;
Η λογική είναι απλή:
– Οι δανειστές πιέζουν για να αποσπάσουν μια συμφωνία στη βάση ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό. Η κυβέρνηση διατείνεται πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όμως, οι συζητούμενες πολιτικές αποβλέπουν στη συνέχιση της υπερφορολόγησης και των εκτάκτων (μη μόνιμων και μη διαρθρωτικών) μέτρων. Στον προϋπολογισμό του 2015 προβλέπονται επιπλέον φόροι 1,5 δις ευρώ και εξετάζονται νέα μέτρα με συντριπτική αύξηση έμμεσων φόρων, ήτοι έμμεσης περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων που ναρκοθετεί την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που μπορεί να επιφέρει ψήγματα ανάκαμψης. Η απάντηση σ’ αυτό είναι μόνο ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει υπό τη δαμόκλειο σπάθη της βίαιης αντίδρασης των αγορών και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο των φαραωνικών και ανέφικτων πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί.
– Η ανάγκη άμεσης εκπόνησης αυτού του σχεδίου και η επίσης επιτακτική ανάγκη αναθεώρησης των πλεονασμάτων οδηγεί, μαθηματικά, σε δύο ζητούμενα: χρόνος και πολιτικές συγκλίσεις.
Για να συμβούν τα παραπάνω, η χώρα πρέπει να προσέλθει ενωμένη στους δανειστές και να ζητήσει αναθεώρηση των συμφωνιών (κυρίως ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα των επομένων ετών), αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (μέσω και του ΕΣΠΑ) για να κινηθεί η οικονομία, θωράκιση των τραπεζών και ρευστότητα στην αγορά και άμεση έναρξη της διαπραγμάτευσης για το χρέος ως μήνυμα σταθερότητας προς τις αγορές.
Οι κ.κ Σαμαράς και Βενιζέλος δεν μπορούν να τα επιτύχουν μόνοι τους. Η λύση θα μπορούσε να είναι, πρώτον, συναινετική εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, συμφωνία για αναστολή των διαπραγματεύσεων με την τρόϊκα, προσφυγή στη λαϊκή εντολή και δέσμευση των πολιτικών δυνάμεων για τη συγκρότηση, αμέσως μετά, εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας για μία νέα συμφωνία με τους δανειστές για όλα –του χρέους συμπεριλαμβανόμενου.
Κάτι τέτοιο –ακόμα και με ιδιοτελείς πολιτικούς όρους- διευκολύνει και την κυβέρνηση Σαμαρά και θέτει ένα πλαίσιο συνεννόησης που οφείλει να ακολουθήσει η βάσιμα πιθανολογούμενη επόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, βεβαίως, πρέπει όλοι να κάνουν ένα βήμα πίσω…