Εμμεση απάντηση σε όσους μιλούν για ενδεχόμενο Grexit έδωσε ο Μάριο Ντράγκι. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μιλώντας στην Handelsblatt τόνισε: «Διάλυση της ευρωζώνης; Αυτό δεν θα γίνει. Γι’ αυτό δεν υπάρχει Plan B». Ακόμη, απηύθυνε εκ νέου έκκληση στους πολιτικούς να εφαρμόσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για να στηρίξουν την εύθραυστη και άνιση ανάκαμψη της ευρωζώνης, ενώ υπογράμμισε πως θεωρεί πως ο κίνδυνος αποπληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ είναι περιορισμένος.
«Διεξάγουμε τεχνικές προετοιμασίες για να προσαρμόσουμε το μέγεθος, την ταχύτητα και τη σύνθεση των μέτρων μας από τις αρχές του 2015, στην περίπτωση που είναι απαραίτητο να αντιδράσουμε σε μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλού πληθωρισμού», δήλωσε ο Μάρτιο Ντράγκι και σημείωσε πως τα επιτόκια του ευρώ κινούνται εδώ και πολύ καιρό σε χαμηλά επίπεδα και πως αυτό είναι πιθανό να παραμείνει έτσι για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ τάσσεται υπέρ της σταθεροποίησης των δημοσιονομικών των χωρών της Ευρωζώνης, «διότι η υπερχρέωση οδήγησε την Ευρώπη σε αδιέξοδο» και συμβουλεύει τις χώρες υπό κρίση να μην εγκαταλείψουν την εξυγίανση των προϋπολογισμών. Διευκρινίζει ωστόσο ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διαμορφωθεί κατά τρόπο φιλικότερο προς την ανάπτυξη. «Οι δαπάνες για επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν», ιδίως στους τομείς της έρευνας, της παιδείας και της ψηφιακής ατζέντας, ενώ πρέπει να μειωθούν άλλα έξοδα, όπως και οι φόροι.
Σε ό,τι αφορά τα ευρωομόλογα, ο Μάριο Ντράγκι δηλώνει ότι «για αυτό χρειάζεται κανείς την εμπιστοσύνη στον εταίρο» και προσθέτει: «Το να το ρωτά κανείς αυτό τώρα είναι η λάθος ερώτηση τη λάθος στιγμή. Ένα τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί». Ερωτώμενος πάντως εάν η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη σε κρίση ή την έχει ξεπεράσει, ο επικεφαλής της ΕΚΤ προτιμά να μιλάει «για μια μακρά περίοδο αδυναμίας», αλλά αποκλείει το ενδεχόμενο διάλυσης της Ευρωζώνης. «Αυτό δεν θα συμβεί. Για αυτό δεν υπάρχει και Σχέδιο Β», τονίζει. Ζητά πάντως περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα πιο ευέλικτες αγορές εργασίας, λιγότερη γραφειοκρατία και χαμηλότερους φόρους.