Η νέα μουσική παράσταση του Bertrand Moreau ανεβαίνει στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια και έχει τίτλο «Είμαι Ελληνας»
O Bertrand Moreau γεννήθηκε στη Γαλλία. Από το 2005 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Κι όταν τον ρωτάω πώς αισθάνεται τα τελευταία χρόνια, που βλέπει τη χώρα την οποία επέλεξε να ζήσει να έχει βυθιστεί στην κρίση, μου απαντά σχεδόν αφοπλιστικά: «Όταν αγαπάς κάποιον πολύ, δεν τον αγαπάς λιγότερο όταν αρρωσταίνει. Τον στηρίζεις».
Τον Bertrand τον γνώρισα στις αρχές του 2011. Τότε έμαθα την απίθανη ιστορία του. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, ήταν αδύνατο να συμφιλιωθεί με μία ήσυχη, μονότονη αγροτική ζωή στη γαλλική επαρχία. Ο Bertrand γεννήθηκε για να ταξιδέψει στον κόσμο, να συλλέξει εμπειρίες, να κυνηγήσει το όνειρό του… Το τραγούδι ανέκαθεν ήταν η μεγάλη του αγάπη. Του πήρε όμως χρόνο να την αποδεχτεί. «Το ήξερα. Απλά έκανα ότι δεν το ήξερα. Όμως όσο και να προσπαθήσεις να θάψεις ένα πάθος σου, εκείνο θα βρει τρόπο να έρθει στην επιφάνεια», μου εξομολογείται.
Σπούδασε σομελιέ. Ο σομελιέ είναι ο ειδικός του κρασιού στα εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας. «Ο σεφ της κάβας», όπως λένε κάποιοι παιχνιδιάρικα. Εργάστηκε για πολύ μικρό διάστημα στο Παρίσι. Η αποκαλούμενη «Πόλη του Φωτός» δεν του ταίριαξε καθόλου. Την άφησε για το Λονδίνο, όπου έζησε και εργάστηκε για δύο χρόνια. Στο τέλος αυτής της διετίας έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Για διακοπές. Αθήνα, Ίο και Εύβοια. «Εκεί που είχα φίλους», μου λέει.
Κάπως έτσι ξεκινάει μία ιστορία αγάπης. «Περπατούσα στους δρόμους της Αθήνας και ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Πολύ ωραία αίσθηση. Ήταν η εποχή ακριβώς μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Ελλάδα ήταν στα πάνω της τότε», θυμάται. Μου φαίνεται πολύ παράδοξο που κάποιος μπορεί να βλέπει την Αθήνα τόσο όμορφη, όταν όλοι εμείς σιχτιρίζουμε με την ασχήμια της. «Πιστεύω ότι η Αθήνα δεν είναι τόσο πολύ όμορφη, αλλά είναι απίστευτα γοητευτική. Έχει χαρακτήρα, έχει μια αύρα, μια ζωντάνια… Έχει τους ανθρώπους της», μου επισημαίνει ο Bertrand.
Μερικούς μήνες μετά παίρνει την μεγάλη απόφαση. Έρχεται να ζήσει στην Ελλάδα. Χωρίς να ξέρει γρι ελληνικά. «Είχα πάρει ένα βιβλίο ‘Πώς να μάθετε ελληνικά σε 40 μαθήματα’. Και ήμουν στο αεροπλάνο με το στιλό και έγραφα ελληνικά. Τα γράμματα, τις συλλαβές. Μου φαινόταν σαν παιχνίδι όλο αυτό. Σαν να προσπαθούσα να σπάσω κάποιον κωδικό», μου διηγείται και με πιάνουν τα γέλια.
Σε λιγότερο από ένα μήνα βρίσκει δουλειά ως σομελιέ στη Σπονδή, ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας. Είναι άνοιξη του 2005 και μία νέα ζωή ξεκινάει για τον Bertrand. Τα ελληνικά τα μαθαίνει εντυπωσιακά γρήγορα. Ίσως γιατί, όπως μου λέει, δεν φοβόταν να μιλήσει. Ό,τι ελληνικά ήξερε, τα έλεγε. Ίσως πάλι γιατί αυτή τη χώρα την ένιωσε από την πρώτη στιγμή δική του.
«Μετά από κάποιο διάστημα στην Ελλάδα, η μητέρα μου μου επισήμανε κάτι, που ούτε ο ίδιος είχα προσέξει. Όταν πήγαινα να δω τους δικούς μου, δεν έλεγα ότι θα γυρίσω στη Γαλλία, αλλά ότι θα πάω να δω τους γονείς μου στη Γαλλία και μετά θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είχε γίνει πια το σπίτι μου», μου τονίζει. Κι αυτό δεν αλλάζει. «Δεν μετανιώνω καθόλου που ήρθα να ζήσω στην Ελλάδα. Πολλοί με ρωτάνε ‘εσύ τι κάθεσαι ακόμα εδώ;’. Τους απαντάω ότι εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ είναι οι φίλοι μου. Αν πάω στη Γαλλία, θα τα χάσω όλα».
Και το τραγούδι; Πότε μπαίνει το τραγούδι στη ζωή του; «Το 2008», μου απαντά. «Ξεκίνησα μαθήματα φωνητικής. Λίγο μετά έκανα το πρώτο μου live δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου μπροστά σε κοινό. Η πρώτη μου μουσική παράσταση λεγόταν ‘Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι’ στο Cabaret Voltaire και περιείχε, κατά κύριο λόγο, γαλλικά τραγούδια, αλλά και αγγλικά, jazz και κάποια πιο κλασικά ελληνικά, όπως του Χατζιδάκι. Το ίδιο καλοκαίρι τραγούδησα στη Γαλλική Πρεσβεία».
Επιτέλους κάνει αυτό που αγαπά πιο πολύ από καθετί άλλο στη χώρα που διάλεξε για πατρίδα του. Είναι ευτυχισμένος. Η οικονομική κρίση, που ξεσπάει το 2010, δεν τον πτοεί, αν και τη βιώνει κι αυτός στο πετσί του, όπως όλοι. Συνεχίζει όμως να ονειρεύεται, να δημιουργεί, να φτιάχνει μουσικές παραστάσεις, να τραγουδά.
Τώρα, στην αυγή του 2015, γιορτάζει τα δέκα χρόνια παραμονής του στην Ελλάδα με μία ξεχωριστή μουσική παράσταση. “Je suis Grec”. «Είναι ένα πρόγραμμα με πολλά γαλλικά, αλλά και ελληνικά τραγούδια, όπως μία ενότητα αφιερωμένη στον Χατζιδάκι, αλλά και τραγούδια από το θέατρο. Επίσης υπάρχουν και κάποια αγγλικά τραγούδια, ένα πορτογαλέζικο, ένα γερμανικό του Κουρτ Βάιλ…» μου εξηγεί, προσπαθώντας να μου δώσει το στίγμα του live του.
Τη διαφορά εδώ κάνουν κάποιοι εκλεκτοί καλεσμένοι του. Στο πρώτο live, στις 14 Ιανουαρίου, ο Bertrand μοιράζεται τη σκηνή με τον Haig Yazdjian. «Έχει πολύ γέλιο, που αυτός δεν μπορεί να προφέρει σωστά το δικό μου όνομα και εγώ το δικό του», μου λέει και συνεχίζει: «Είναι πολύ σημαντικό για μένα που ο Haig μου κάνει ποδαρικό. Δεν τον ήξερα προσωπικά. Είχα πάει να τον δω σε ένα live, του το πρότεινα και δέχτηκε».
Στις 28 Ιανουαρίου τη σκυτάλη των guests παίρνει η Λυδία Κονιόρδου, με την οποία ο Bertrand συνεργάζεται και στο θέατρο παίζοντας ένα μικρό ρόλο στο μονόλογο «Ο ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη. «Είναι υπέροχη η Λυδία κι όταν τραγουδάει. Τόσο συγκινητική! Κάθομαι και τη χαζεύω», μου αποκαλύπτει.
Αν και ακόμα δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα,τα live θα συνεχιστούν με την Αργυρώ Καπαρού να είναι η επόμενη καλεσμένη του, εκεί κάπου στις αρχές Φλεβάρη. Έχοντας δει τον Bertrand στη σκηνή, έχοντας αγαπήσει τον ιδιαίτερα θεατρικό τρόπο, με τον οποίο ερμηνεύει τραγούδια, που έχουμε όλοι σιγοτραγουδήσει, μπορώ να σας πω ότι θα είμαι σίγουρα ένας από τους θεατές του “Je suis Grec”. Και το ίδιο προτείνω και σ’ εσάς. Ανεπιφύλακτα.
Info
“Je suis Grec”
Πολυχώρος Τέχνης Αλεξάνδρεια
Σπάρτης 14, Πλατεία Αμερικής
Τετάρτη 14 Ιανουαρίου στις 21.00
Είσοδος: 12 ευρώ (με κρασί ή μπίρα)
Από το protothema.gr