Από το 2010 που η Ελλάδα χρεοκόπησε, το δημόσιο χρέος είναι το κύριο αν όχι το αποκλειστικό θέμα συζήτησης. Είναι αλήθεια βεβαίως ότι η διόγκωσή του είναι η αιτία που οδήγησε την Ελλάδα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Επίσης αλήθεια είναι ότι οι χειρισμοί που έγιναν τη διετία 2009-2010 ήταν οι χειρότεροι δυνατοί: οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες όχι μόνο δεν προσπάθησαν να ανακτήσουν την αξιοπιστία της χώρας λαμβάνοντας έγκαιρα μέτρα, αλλά έφτασαν στο σημείο να προκαλέσουν την τιμωρητική οργή των δανειστών προβάλλοντας την Ελλάδα ως διεφθαρμένη χώρα. Επί πλέον, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που έκανε και την αρχική δανειακή συμφωνία (δεν χρησιμοποιώ τον όρο διαπραγμάτευση), δεν κατάφερε ή δεν θέλησε να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η Ελλάδα αντιπροσώπευε τότε σημαντικό «συστημικό» κίνδυνο. Έτσι χωρίς καν να προβάλει ένα εθνικό σχέδιο ως βάση συζήτησης με τους δανειστές, δέχτηκε ένα έτοιμο «κουστούμι» που ήταν βεβαίως ραμμένο στα μέτρα τους.
Ποιά είναι η κατάσταση σήμερα;
Σήμερα βρισκόμαστε στο 2015 που σίγουρα δεν είναι 2010. Έκτοτε οι δανειστές φρόντισαν να βρεθούν σε μια απολύτως καλύτερη θέση: Πρώτον, μηδένισαν τον κίνδυνο των τραπεζών τους, αφού τη διετία 2010-2011 φρόντισαν να ξεφορτώσουν τα «τοξικά» ελληνικά ομόλογα, και δεύτερον μετέτρεψαν το αρχικό χρέος σε ενυπόθηκο και κρατικό, υπαγάγοντάς το παράλληλα σε αγγλικό δίκαιο. Από την άλλη μεριά μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας έχει καταστραφεί, πάνω από το ¼ του εργατικού δυναμικού της χώρας είναι εκτός παραγωγής και το 1/3 τουλάχιστον του ελληνικού πληθυσμού είναι πτωχοποιημένο. Οι «θυσίες» αυτές – που δεν κατανεμήθηκαν δίκαια και σίγουρα θα ήταν μικρότερες αν είχαν γίνει στοιχειωδώς καλύτεροι χειρισμοί – είχαν και κάποια αποτελέσματα:
1. Τα «δίδυμα ελλείμματα» που αποτελούσαν την αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής οικονομίας έχουν μηδενιστεί (δημοσιονομικό και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών). Αυτό βεβαίως δεν έγινε με τον επιθυμητό τρόπο, δηλαδή μέσω ανάπτυξης, αλλά με δραματική περιστολή της οικονομικής δραστηριότητας την οποία προκάλεσε η υπερφορολόγηση (χωρίς πάταξη της φοροδιαφυγής) και η μείωση των δημόσιων δαπανών (χωρίς εξορθολογισμό και εκ βάθρων εκσυγχρονισμό του κράτους). Ο μηδενισμός των ελλειμμάτων – εφ’ όσον είναι διατηρήσιμος – δημιουργεί κάποιους βαθμούς ελευθερίας, δεν αίρει όμως το βασικό μέσο πίεσης της τρόικας που είναι η διακοπή της χρηματοδότησης των ελληνικών τράπεζών από την ΕΚΤ. (σ.σ. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, μας υποχρεώνει de facto σε επιστροφή σε εθνικό νόμισμα.)
2. Έχει γίνει ήδη ένα πρώτο κούρεμα του δημόσιου χρέους: Δεν μιλάμε βεβαίως για το PSI, που έπληξε κυρίως τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά για τη σημαντική μείωση των επιτοκίων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Ένα δεύτερο κούρεμα σε όρους παρούσας αξίας έχει γίνει επίσης με την ήδη σημαντική επιμήκυνση του χρέους, το οποίο πλέον είναι ένα από τα πιο μακροπρόθεσμα στην Ευρώπη (μέση διάρκεια 17 έτη).
Τί πρέπει να γίνει τώρα;
Σήμερα που δεν είμαστε στο 2010, αλλά στο 2015, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθμίσουμε τα πράγματα με βάση το τώρα, δηλαδή αφετηρία μας δεν μπορεί να είναι αυτό που θα θέλαμε χτες, αλλά με βάση αυτό που ισχύει στο παρόν.
Τώρα πλέον το ελληνικό δημόσιο χρέος ανήκει κυρίως σε χώρες και όχι σε ιδιώτες. Αυτό σημαίνει ότι πολιτικά το «άμεσο κούρεμα» είναι πρακτικά αδύνατο. Στις παρούσες συνθήκες αυτό που θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε, είναι μια γενναία επιμήκυνση του υφιστάμενου χρέους που να φτάνει τουλάχιστον σε ορίζοντα 30ετίας. Αυτή θα πρέπει να συνοδευτεί από μια συμφωνία για τα επιτόκια που θα πρέπει να γίνουν σταθερά, παραμένοντας τουλάχιστον στα παρόντα χαμηλά επίπεδα. Επίσης θα πρέπει να γίνει με ελάχιστους όρους για την ελληνική πλευρά και όχι με μια σύμβαση που θα ποδηγετεί πολιτικά τη χώρα για δεκαετίες. Συμπληρωματικά η Ελλάδα πρέπει τέλος να συμμετέχει στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης («τύπωμα χρήματος») που αναγκαστικά έρχονται και στην Ευρώπη, αναχρηματοδοτώντας μέσω της ΕΚΤ μέρος του χρέους της.
Ένα δεύτερο ελληνικό αίτημα θα ήταν η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών να γίνει αναδρομικά από τον ESM (όπως π.χ. έγινε και με την Ισπανία) με αντίστοιχη μείωση του δημόσιου χρέους. Το αίτημα αυτό είναι απολύτως εύλογο και πολιτικά ισχυρό για δύο λόγους: Πρώτον, επιζητά την εφαρμογή ενιαίας πολιτικής για όλες τις χώρες της Ευρώπης, αφού προφανώς δεν νοείται να ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεύτερον, είναι μια ευκαιρία για τους Ευρωπαίους να μειώσουν το (μη βιώσιμο τουλάχιστον σε ονομαστικούς όρους) ελληνικό χρέος με μια επιλογή πολιτικά ορθή.
Ακόμη κι αν μας χάριζαν το χρέος…
Αυτές θα μπορούσαν να είναι κάποιες ελάχιστες ρυθμίσεις για το χρέος. Το σημαντικότερο όμως που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι το χρέος δεν είναι το πρόβλημα, αλλά το σύμπτωμα. Το πρόβλημα είναι να αλλάξει η χώρα τις δομές της και η κοινωνία τη νοοτροπία της, ώστε να περάσουμε πλέον στη φάση της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό όμως δεν γίνεται (μόνο) περιμένοντας ξένες επενδύσεις. Χρειάζεται μια πολιτική πραγματικών μεταρρυθμίσεων – και όχι ταμειακή διαχείριση της κρίσης που κυρίως έως τώρα έγινε. Επίσης χρειάζεται και ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο το οποίο θα έπρεπε να το βάλουμε στο τραπέζι της συζήτησης με τους δανειστές. Δυστυχώς στα πλαίσια του προσχηματικού δημόσιου διαλόγου που διεξάγεται και σε αυτές τις εκλογές, καμία συζήτηση δεν γίνεται για αυτά τα θέματα. Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: αν αύριο μας χαρίσουν όλο το χρέος, η χώρα έχει γυρίσει πραγματικά σελίδα; Για παράδειγμα, έχουν γίνει οι απαραίτητες θεσμικές αλλαγές, όπως ας πούμε η κατάργηση «του νόμου περί ευθύνης υπουργών»; Έχουν εξορθολογιστεί οι δομές του ελληνικού κράτους; Έχει παταχθεί η φοροδιαφυγή και υπάρχει πλέον ένα σταθερό και δίκαιο φορολογικό σύστημα; Έχει παταχθεί η διαφθορά; Έχει δημιουργηθεί ένα φιλικό πλαίσιο για την επιχειρηματικότητα; Υπάρχει ένας εθνικός σχεδιασμός για την προώθηση της ανάπτυξης στους τομείς που η ελληνική οικονομία έχει πλεονεκτήματα; Δυστυχώς τίποτε από τα παραπάνω δεν συζητιέται στα τηλεοπτικά πάνελ. Μήπως οι πολιτικοί μας θεωρούν ότι όλα αυτά έχουν γίνει ήδη ή μήπως τελικά αυτό που δεν άλλαξε καθόλου είναι η δική τους νοοτροπία;…