Η Ευρωζώνη για πρώτη φορά τον περασμένο μήνα, λόγω της οικονομικής πολιτικής που έχει υιοθετηθεί και εφαρμόζεται, παρουσίασε αρνητικό πληθωρισμό (αποπληθωρισμό). Η εμπειρία της Ιαπωνίας μας διδάσκει, ότι ο αποπληθωρισμός δεν είναι ό,τι καλύτερο για την οικονομία μιας χώρας. Γι’ αυτό πολλοί μιλάνε για την «χαμένη εικοσαετία» της Ιαπωνίας. Κάτι παρόμοιο δεν θα θέλαμε βεβαίως να δούμε να συμβαίνει στην Ευρωζώνη.
Οι αγορές περιμένουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ανακοινώσει την λεγόμενη ‘ποσοτική χαλάρωση’. Σημειώνεται βέβαια ότι η Ε.Κ.Τ έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια σε μηδενικά επίπεδα και έχει αγοράσει τιτλοποιημένα τραπεζικά δάνεια, καθώς και καλυμμένα (covered) ομόλογα, χωρίς όμως οι κινήσεις αυτές να παράγουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ενώ, η ποσοτική χαλάρωση φαίνεται να έχει αποδώσει στις Η.Π.Α. και σε μικρότερο βαθμό, προς το παρόν, στην Ιαπωνία, στην Ευρωζώνη δεν είναι σίγουρο ότι θα έχει τα ίδια αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη είναι οι τράπεζες και όχι οι αγορές, που αποτελούν την κύρια πηγή πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι ο μηχανισμός μετάδοσης της ποσοτικής χαλάρωσης προς την ιδιωτική οικονομία ίσως να μην αποδειχθεί στην πράξη τόσο αποτελεσματικός.
Οι τράπεζες στην Ευρωζώνη δεν δείχνουν να έχουν διάθεση να χρηματοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό οφείλεται, αφενός μεν στο γεγονός ότι οι ισολογισμοί τους επιβαρύνονται με μεγάλα ποσά επισφαλών δανείων και αφετέρου στο ότι σε ένα υφεσιακό οικονομικό περιβάλλον έντονης λιτότητας και αποπληθωρισμού δεν θάλλουν οι επενδυτικές ευκαιρίες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί να ανταποκριθεί επαρκώς στο ρόλο του επενδυτή, λόγω χαμηλής τραπεζικής δανειοδότησης και λόγω αβεβαιότητας, η στροφή προς τις δημόσιες επενδύσεις μέσω κυρίως της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα γίνεται πιο επιτακτική για την ώθηση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Το σχέδιο Γιούνκερ που προβλέπει επενδύσεις σε υποδομές ύψους περίπου 300 δισ. ευρώ, με μόχλευση, κατατείνει καταρχήν προς την κατεύθυνση αυτή.
Ειδικά χώρες σαν την Ελλάδα έχουν ανάγκη από επενδυτικά προγράμματα με έμφαση σε καίριες υποδομές, όπως ενδεικτικά σε οδικούς άξονες, λιμάνια, σιδηρόδρομους, μεταφορά ενέργειας, επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.α., με απώτερο σκοπό την μακροπρόθεσμη ενίσχυση της παραγωγικότητας της ιδιωτικής οικονομίας συνολικά.
Δεδομένου δε ότι το κόστος δανεισμού της Ευρωζώνης σαν σύνολο, αλλά και ειδικότερα των βορείων χωρών, είναι πάρα πολύ χαμηλό, τέτοιου είδους επενδυτικές δαπάνες θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αποτελούν τον αιμοδότη της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη δε και οι επενδύσεις αμιγούς κοινωνικού χαρακτήρα σε τομείς όπως η παιδεία και η υγεία θα παρήγαγαν ορατά αποτελέσματα άμεσα.
Ένας κεϋνσιανιστής θα το πήγαινε ακόμη πιο μακριά υποστηρίζοντας ότι σε περιόδους μεγάλης ύφεσης ακόμη και μερικές άσκοπες δαπάνες μπορεί τελικά να αποδειχθούν χρήσιμες. Θα χρησιμοποιούσε μάλιστα το παράδειγμα που περιγράφει ο ίδιος ο Κέϋνς στο βιβλίο του «Γενική Θεωρία», με την πρόσληψη εργαζομένων για να σκάβουν τρύπες στο δρόμο, τις οποίες στη συνέχεια θα γεμίζουν. Αν και ομολογουμένως δεν πρόκειται για το πιο παραγωγικό έργο, θα αποτελούσε έναν σίγουρο τρόπο για τη δημιουργία πρόσθετων θέσεων απασχόλησης και την ενθάρρυνση των δαπανών σε περιόδους ύφεσης με υψηλή ανεργία.
Στον αντίποδα των κεϋνσιανιστών, ένας σκεπτικιστής θα εξέφραζε αρχικά αμφιβολίες για το αν τα χρήματα αυτά μπορούν να δαπανηθούν παραγωγικά για να καταλήξει λέγοντας ότι τέτοιου τύπου επενδυτικές δαπάνες είναι ‘γέφυρες στο πουθενά’.
Θα μετερχόταν δε ως επιχείρημα ότι τέτοιου είδους επενδύσεις μόνον βραχύβια οφέλη δύνανται να έχουν, διότι μπορεί μεν να δημιουργούν αυξημένη ζήτηση στο παρόν, αλλά συγχρόνως μεταθέτουν στο μέλλον το πρόβλημα της αύξησης του δημόσιου χρέους, το οποίο θα πρέπει σε κάποιο χρόνο να πληρωθεί είτε με την αύξηση της φορολογίας είτε με την επιστροφή του πληθωρισμού. Ενώ, συγχρόνως εκφράζεται η ανησυχία ότι υπό τις συνθήκες αυτές, τα κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου, σε κάποιο βαθμό και του Βορρά, ίσως σταματήσουν να προωθούν τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Αν και ομολογουμένως σοβαρά, τα ανωτέρω επιχειρήματα των πολέμιων του Κέϋνς είναι δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στο μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, το οποίο ειδικά στις χώρες του Νότου έχει ήδη δημιουργήσει πραγματικό κίνδυνο για μία χαμένη γενιά.
Την ίδια στιγμή οι οικονομίες αυτές λειτουργούν κάτω από τα δυνητικά τους όρια. Στην χώρα μας για παράδειγμα μεγάλο μέρος του φυσικού της κεφαλαίου παραμένει ανεκμετάλλευτο, όπως άλλωστε και το ανθρώπινο δυναμικό. Υπό τέτοιες συνθήκες έχουμε ανάγκη από οικονομικές πολιτικές επέκτασης της ζήτησης ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης.
Συγχρόνως όμως θα πρέπει να θέσουμε τις βάσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ιδίως στον δημόσιο τομέα που θα συμβάλουν στην αποτελεσματικότερη απορρόφηση των επενδυτικών δαπανών, διότι σε αντίθετη περίπτωση όσα χρήματα και αν δαπανηθούν θα σκορπίζονται στα μισά της διαδρομής είτε σε κοστοβόρες γραφειοκρατίες είτε σε πρόθυμους ‘μεσάζοντες’.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχουν Οργανισμοί, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης , οι οποίοι θα μπορούσαν να πρωτοστατήσουν στην οργάνωση αυτής της προσπάθειας και υπό ορισμένες προϋποθέσεις να λειτουργήσουν ως εχέγγυο για τη διασφάλιση ομαλών συνθηκών εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των έτερων προαπαιτούμενων. Βασικό πλεονέκτημα άλλωστε της ύπαρξης Ευρωπαϊκών Οργανισμών που θα κατευθύνουν τέτοιου είδους επενδυτικά προγράμματα είναι η αποτελεσματικότητα στην ολοκλήρωση των έργων, καθώς και η διάχυση του αναπτυξιακού οφέλους στις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης. Θα μπορούσε επίσης να δημιουργηθεί και ένας νέος ανεξάρτητος οργανισμός που θα στελεχωνόταν από τεχνοκράτες και θα αποφάσιζε την σειρά προτεραιότητας των διαφόρων επενδυτικών έργων όχι στην βάση των κρατικών συμφερόντων αλλά στη βάση της αποτελεσματικότητας του κάθε έργου.
Τέλος, στο εύλογο ερώτημα που γεννάται ως προς το εάν επαρκεί για ένα τέτοιας διάστασης επενδυτικό σχέδιο που θα δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, ιδίως για τους νέους, το ποσό των 300 δισ. ευρώ (με μόχλευση), η άποψη μου είναι πως όχι. Θα απαιτηθεί ένα ποσό που πλησιάζει το 1 τρισ. ευρώ.
Το καλό βέβαια για οικονομίες σαν την ελληνική, είναι ότι υπάρχουν πολλές τέτοιου είδους επενδυτικές δαπάνες με πολλαπλασιαστική απόδοση πολύ πάνω του 1.
Η χώρα μας έχει ανάγκη από αναπτυξιακά σχέδια επενδύσεων.
Έχει ανάγκη από ένα ‘New Deal’.
Χωρίς όμως τις αλλαγές που απαιτούνται στο θεσμικό πλαίσιο και το μοντέλο λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών θα είναι πάντα περιορισμένη. Το μεγάλο μακροχρόνιο όφελος της χώρας μας από την συμμετοχή της σε μια τέτοια διαδικασία θα ήταν οι αναγκαιότητα για πολύ σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στους θεσμούς και στις δομές του κράτους.
Τα πελατειακό τόξο Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ είναι αμφίβολο ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο μεταρρυθμιστικό περιβάλλον. Ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί κοινωνικές συναινέσεις που δεν φαίνονται ορατές στο άμεσο μέλλον εάν λάβουμε υπόψη τον έντονο διπολικό λόγο των δύο νέων μονομάχων Ν.Δ-Σύριζα. Απαραίτητη προϋπόθεση για ένα τέτοιο ‘New Deal’ είναι η δυνατότητα χρηματοδότησης με χαμηλό επιτόκιο και αυτό σημαίνει την παραμονή της χώρας στο Ευρώ.
Το ΠΟΤΑΜΙ με το συμπαγές του πρόγραμμα και το νέο ήθος που θα κομίσει στην πολιτική ζωή μπορεί να είναι ένας σταθεροποιητικός παράγοντας σε αυτήν την προσπάθεια. Η φιλοσοφία του για συναινέσεις μπορεί να επιτρέψει την δημιουργία των κοινωνικών συνθέσεων που έχει ανάγκη η χώρα μας
Γι’ αυτό η ανάδειξη του ως Τρίτη Δύναμη είναι πολύ σημαντική.
Πηγή:www.capital.gr