Ο όρος perpetual bond είναι άγνωστος για τους περισσότερους, παρά το γεγονός ότι τα εν λόγω ομόλογα πρωτοεμφανίστηκαν πολύ παλιά και συγκεκριμένα το 1752 στη Μεγάλη Βρετανία, ως μορφή κρατικής χρηματοδότησης με στόχο τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους.
Τα επανέφερε στην επικαιρότητα ο Γιάνης Βαρουφάκης, έκανε λόγo γι’ αυτά πριν υπουργοποιηθεί σε διάφορα διεθνή ΜΜΕ, όπως το Bloomberg και τα πρότεινε και χθες κατά τις συνομιλίες που είχε με τον Βρετανό ομόλογό του, George Osborne.
Σύμφωνα με την Investopedia πρόκειται για ένα ομόλογο χωρίς ημερομηνία λήξης και επί το ελληνικότερον ονομάζονται “ομόλογα στο διηνεκές“. Τα perpetual bonds δεν είναι εξαγοράσιμα, αλλά πληρώνουν ένα σταθερό επιτόκιο για πάντα. Δηλαδή, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι επειδή είναι στο διηνεκές δεν υπάρχει αποπληρωμή κεφαλαίου, αλλά μόνο καταβολή τόκων.
Επίσης, όπως εξηγεί σε άρθρο του στο 7imeres.gr, ο οικονομολόγος Δημήτρης Σαντιξής, ο δανειζόμενος έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει το ομόλογο μετά από συγκεκριμένη περίοδο (ιδιαίτερα σε φάσεις μείωσης των επιτοκίων διεθνώς), ενώ προβλέπεται συμβατικά περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου μετά από συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών είχε εκδώσει τέτοια ομόλογα με στόχο να αποπληρώσει μικρότερες εκδόσεις ομολόγων που είχαν χρησιμοποιηθεί για να χρηματοδοτήσουν τους Ναπολεόντειους Πολέμους το 1814. Ορισμένοι οικονομικοί κύκλοι θεωρούν ότι τα perpetuals μπορεί να αποδειχθούν αποτελεσματικά όπλα για τις κυβερνήσεις που θέλουν αν αποφύγουν τα κόστη αναχρηματοδότησης που σχετίζονται με την έκδοση ομολόγων με ημερομηνία λήξης.
Από τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι οι πληρωμές των perpetual bond είναι ανάλογες με τις πληρωμές των μερισμάτων των μετοχών, καθώς και τα δύο προσφέρουν κάποιας μορφής απόδοση για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, άρα, εξηγεί η Investοpedia, είναι λογικό να αποτιμώνται με τον ίδιο τρόπο.
Η τιμή ενός ομολόγου perpetual είναι άρα η πάγια πληρωμή τόκων ή το ποσό του κουπονιού, που διαιρείται με κάποιο σταθερό προεξοφλητικό επιτόκιο που αντιπροσωπέυει την ταχύτητα με την οποία χάνει την αξία του το χρήμα με το πέρασμα του χρόνου (μερικώς λόγω του πληθωρισμού). Ο παρονομαστής του προεξοφλητικού επιτοκίου μειώνει την πραγματική αξία των σταθερών ονομαστικών κουπονιών με την πάροδο του χρόνου. Τελικά η αξία τους μηδενίζεται. Με δεδομένο αυτό, τα perpetual bonds, ακόμα κι αν πληρώνουν επιτόκιο στο διηνεκές, μπορεί να οριστεί μια πεπερασμένη τιμή που με τη σειρά της αντιπροσωπεύει την αξία των perpetuals.
Όπως εξηγεί, πάντως , ο κ. Σαντιξής, η χρηματοδότηση αυτή έχει συγκριτικά υψηλό επιτόκιο, καθώς η έλλειψη χρονικής διάρκειας και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτήν, απαιτούν από την πλευρά των επενδυτών πολύ μεγαλύτερο επιτόκιο. Έτσι αυτό που φαίνεται αρχικά και επιφανειακά πιο βολικό, στην πραγματικότητα, είναι ένας ακριβός τρόπος χρηματοδότησης. Σιγά – σιγά, έπαψαν ουσιαστικά να χρησιμοποιούνται από κράτη, καθώς ήταν φθηνότερο να χρηματοδοτούνται σε συντομότερες περιόδους.
Παράλληλα, οι επενδυτές απέφευγαν μια σειρά από άλλους σοβαρούς κινδύνους π.χ. η πιθανότητα ένα κράτος να μην υπάρχει στο μέλλον. Έτσι, στις πιο προηγμένες και ασφαλείς οικονομίες, επικράτησαν τα ομόλογα συντομότερης διάρκειας, δηλαδή τα τριετή, τα πενταετή, τα δεκαετή και τα τριακονταετή ομόλογα. Πιο πρόσφατες περίοδοι όπου υιοθετήθηκε η λύση των perpetual bonds ήταν στον Καναδά το 1936 κι ένα επίσης μικρό, 100 χρόνων ομόλογο από το Μεξικό, ύψους μόνο 1,6 δισ. δολαρίων το 2014.
Αντιθέτως, τα perpetuals, συνεχίζουν να υπάρχουν ως τρόπος χρηματοδότησης εταιρειών χρησιμοποιούνται σε μέτριες έως δύσκολες οικονομικές συνθήκες, συνήθως σε Ινδία, Ινδονήσια και Κίνα, είναι για ποσά μικρότερα του ενός δισ. δολαρίων και έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό το πολύ υψηλό επιτόκιο, συνήθως άνω του 10%. Με αυτόν τον τρόπο, και οι επενδυτές έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις και οι εταιρείες αποφεύγουν να αποπληρώνουν κεφάλαιο για κάποια δύσκολα για αυτές χρόνια, ευελπιστώντας, και οι δυο πλευρές, ότι σε μερικά χρόνια οι εταιρείες θα ανακαλέσουν τα ομόλογα, κάνοντας αναχρηματοδότηση, σε μια περίοδο μείωσης επιτοκίων στις αγορές. Τότε οι μεν εταιρείες θα πάψουν να πληρώνουν τα υψηλά επιτόκια και θα αποφύγουν την περαιτέρω συμβατική αύξησή τους, ενώ οι επενδυτές από την πλευρά τους, αφού έχουν καρπωθεί τα υψηλά επιτόκια για μια περίοδο, θα αποφύγουν τους διαφόρους κίνδυνους που αυξάνονται συνήθως σε βάθος χρόνου, όπως για παράδειγμα είναι οι χρεοκοπίες.
Πηγή:bankwars.gr