Η είδηση της συντριβής της πτήσης GWI9525 της Germanwings στις γαλλικές Άλπεις το πρωινό της 24ης Μαρτίου ήταν φυσικά σοκαριστική ωστόσο, όχι και τόσο μη αναμενόμενη καθώς, κατά τον χρόνο που πέρασε, είχαν προηγηθεί ήδη οκτώ ανάλογα αεροπορικά δυστυχήματα με 1.082 νεκρούς, που σημαίνει πως «κάτι» έχει αρχίσει να αλλάζει στις στατιστικές εκείνες που, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, ήθελαν εξαιρετικά χαμηλές τις πιθανότητες μια πτήση «της γραμμής» να τερματιστεί με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Με ακόμη 144 επιβάτες και έξι μέλη πληρώματος να έχουν χάσει τη ζωή τους στο πέμπτο, λοιπόν, κατά σειρά αεροπορικό δυστύχημα τους τελευταίους 12 μήνες, ένα πόρισμα το οποίο θα δώσει όλες τις απαντήσεις για τα αίτια και τις συνθήκες της τραγωδίας, δεν μπορεί να μην έχει κορυφαίο ενδιαφέρον, τόσο για τις οικογένειες των αδικοχαμένων ανθρώπων όσο και για την παγκόσμια κοινότητα που σήμερα, δείχνει να μην απαντά πλέον με την ίδια βεβαιότητα σε ένα ερώτημα που πριν από μερικά χρόνια, και στη συντριπτική της πλειονότητα, ίσως καν δεν έθετε, στο πόσο δηλαδή τελικά ασφαλές είναι σήμερα ένα αεροπορικό ταξίδι ρουτίνας.
Ένα πόρισμα πλήρες, αδιάβλητο και εμπεριστατωμένο που θα εξηγούσε το πώς, ένα υπερσύγχρονο, αν και κάπως «ηλικιωμένο» Airbus A320 πέφτει ξαφνικά από τον ουρανό και συντρίβεται σε μια βουνοπλαγιά.
Υπάρχουν κάποιες απολύτως συγκεκριμένες θεωρίες των εμπειρογνωμώνων αεροπορικών δυστυχημάτων, ανάμεσα σε αυτές και μια η οποία δείχνει εξαιρετικά πιθανή και αναφέρεται στην περίπτωση του μετεωρίτη που είτε κτυπά απ” ευθείας το αεροσκάφος που θα βρεθεί στην πορεία του, είτε, εκρηγνυόμενος ακόμη και σε απόσταση από αυτό, προκαλεί το φαινόμενο «ΕΜP» δηλαδή του «ηλεκτρομαγνητικού παλμού» ο οποίος, είτε θέτει πλήρως εκτός λειτουργίας όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα του αεροσκάφους, είτε, ακόμη χειρότερα, τα κάνει να δίνουν εσφαλμένα στοιχεία για το ύψος, την ταχύτητα ακόμη και για την ίδια τη θέση του.
Εκείνο όμως που δίνει πλέον μεγάλες πιθανότητες σε μια τέτοια υπόθεση είναι η ανεξήγητα εκρηκτική αύξηση που παρουσιάζει κατά τα τελευταία χρόνια η πτώση μετεωριτών, η οποία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του American Meteor Society, μόνο από το 2005 μέχρι το 2012 έχει δεκαπλασιαστεί και μέχρι το 2014 η καμπύλη εξακολουθεί να ακολουθεί την ίδια γεωμετρικά ανοδική πορεία.
Αξίζει να σημειωθεί, πως έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη συντριβή της πτήσης 447 της Air France στον Aτλαντικό που κόστισε τη ζωή σε 228 συνολικά επιβαίνοντες, η περίπτωση να είχε δεχθεί το Airbus A330-2013 κτύπημα από μετεωρίτη, παραμένει μια πιθανότητα που δεν αποκλείστηκε ως αρχική αιτία για την «ανεξήγητη» κατάρρευση του ηλεκτρικού συστήματος ολόκληρου του αεροσκάφους.
Η συνήθης πρακτική των πραγματογνωμώνων
Κάθε φορά που οι πραγματογνώμονες βρίσκονται μπροστά σε ένα αεροπορικό δυστύχημα, γνωρίζουν καλά πως τα πλέον σημαντικά στοιχεία, πολύ πιο σημαντικά ακόμη και από τις ίδιες τις ηχογραφημένες συνομιλίες των πιλότων θα τα βρουν στο FDR (Flight Data Recorder) ή αλλιώς ADR (Accident Data Recorder), το γνωστό σε όλους λεγόμενο «μαύρο κουτί».
Μέσα στο FDR, εφόσον φυσικά εντοπιστεί και σε κατάσταση που το επιτρέπει, βρίσκονται εγγεγραμμένα και μπορούν να ανακτηθούν, τα δεδομένα από όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα του αεροσκάφους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον αυτόματο πιλότο καθώς και του συστήματος ασφαλείας εισόδου στην καμπίνα διακυβέρνησης, κάτι το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση έδειξε να αποτελεί το «επίκεντρο του ενδιαφέροντος» σε βαθμό μάλιστα που να στήνει και μια ολόκληρη «αφήγηση» γύρω από τα πραγματικά αίτια.
Καθώς όμως όλες αυτές οι ανακτήσεις στοιχείων από το FDR, οι οποίες αξίζει να σημειωθεί πως αποτελούν απλώς ένα μέρος των πολυεπίπεδων ερευνών, απαιτούν ένα όχι μικρό χρονικό διάστημα, εξαιρετικά «περίεργη», και όχι μόνο στην, εν πολλοίς «αδαή», κοινή γνώμη αλλά κυρίως σε όσους με τον έναν ή άλλο τρόπο βρίσκονται κοντά στο γνωστικό αντικείμενο, δείχνει η «βιασύνη» (;) με την οποία, πριν καν κλείσουν δυο 24ωρα από το συμβάν και πριν κλείσει ένα από τον εντοπισμό του μαύρου κουτιού, κάποιοι άρχισαν να μιλούν για «πορίσματα», και, κατά παράβαση κάθε εσωτερικού κανόνα της BEA, (της Εθνικής Υπηρεσίας της Γαλλίας για την Έρευνα και την Ανάλυση της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας) να διαρρέουν στοιχεία στα διεθνή ΜΜΕ, τα οποία φυσικά με εξαιρετικό «ενθουσιασμό» και για ευνοήτους λόγους, μετέφεραν στο κοινό τους.
Με τα πτώματα ακόμη να μην έχουν καν περισυλλεγεί από τις απόκρημνες πλαγιές των Γαλλικών Άλπεων και τα συντρίμμια του μοιραίου Airbus τα οποία αποτελούν πάντοτε πηγή πληροφοριών για τους πραγματογνώμονες, η New York Times, επικαλούμενη ανώνυμο ανώτερο στρατιωτικό Γάλλο αξιωματούχο, δείχνει να έχει… όλες τις απαντήσεις για τα αίτια του τραγικού δυστυχήματος, αναφέροντας πως «ένας από τους πιλότους βρέθηκε κλειδωμένος από τον άλλον έξω από το cockpit και πως αυτό ήταν που προκάλεσε τη συντριβή».
Συγκεκριμένα οι NYT αναφέρουν επί λέξει:
«O άνθρωπος από έξω χτυπάει ελαφρά την πόρτα και δεν παίρνει καμία απάντηση», είπε ο ερευνητής. «Και τότε χτυπάει την πόρτα δυνατότερα και πάλι [δεν παίρνει] καμία απάντηση. Δεν υπήρξε ποτέ καμία απάντηση. Μπορείς να τον ακούσεις να προσπαθεί να γκρεμίσει την πόρτα. […] αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως, μέχρι το τέλος της πτήσης, ο άλλος πιλότος είναι μόνος και δεν ανοίγει την πόρτα».
Η από κάθε άποψη όμως απαράδεκτη και φυσικά εκτός κάθε νομιμότητος αλλά και πρακτικής αυτή διαρροή πληροφοριών, δείχνει να τινάζει στον αέρα όλη την εν εξελίξει έρευνα, υπονομεύοντας εμφανώς το δύσκολο έργο της BEA, μιας υπηρεσίας της Γαλλικής Κυβέρνησης πολιτικής και όχι στρατιωτικής, καθώς ήδη κατάφερε να εδραιώσει και να καταστήσει κυρίαρχο το γνωστό πλέον σε όλους το αφήγημα ενός «ψυχικά διαταραγμένου» συγκυβερνήτη, του Andreas Lubitz ο οποίος… ξαφνικά αποφάσισε να αυτοκτονήσει, παίρνοντας μαζί του και άλλες 149 ζωές αθώων ανθρώπων.
Κάτι τέτοιο όμως, δείχνει εξαιρετικά επικίνδυνο αφού στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά την αντίστροφη ακριβώς από την ορθή διαδικασία και αντί να αναζητηθεί η σύνθεση της εικόνας από τα επί μέρους στοιχεία, να αναζητούνται αυτή τη στιγμή στοιχεία που θα… αποδείξουν την αρχική υπόθεση.
Και καθώς οι NYT της Τετάρτης ήταν υπό έκδοση, ο επικεφαλής της ΒΕΑ, Remi Jouty, σε συνέντευξη Τύπου δείχνει να προσπαθεί να «μαζέψει» τα πράγματα λέγοντας επί λέξει πως«παρότι το μηχάνημα καταγραφής έχει εγγράψει ήχους και φωνές, δεν υπάρχει η παραμικρή εξήγηση για τη συντριβή του αεροσκάφους και πως θα χρειαστούν μέρες ή και εβδομάδες προκειμένου τα στοιχεία αυτά να αποκωδικοποιηθούν».
Δηλαδή να ταξινομηθούν και να συνθέσουν τα πραγματικά δεδομένα που έλαβαν χώρα μερικά δευτερόλεπτα πριν την πρόσκρουση του αεροσκάφους στους ορεινούς όγκους των Γαλλικών Άλπεων. Και συμπλήρωσε χαρακτηριστικά, καταρρίπτοντας στην πραγματικότητα κάθε προηγούμενη βεβαιότητα, η οποία όμως εν τω μεταξύ κατάφερε να εδραιωθεί ως κυρίαρχη:
«Yπάρχει η δουλειά του να κατανοήσουμε τις διαφορετικές φωνές και σε ποιον ανήκει η κάθε μία, τους ήχους αλλά και τους διάφορους συναγερμούς (alarms) που ακούγονται».
Παρά το κορυφαίο ωστόσο γεγονός της ουσιαστικά ανασκευής εκ μέρους της ΒΕΑ και δια στόματος Remi Jouty των πρώτων διαρροών που οδηγούσαν στο «λογικό» συμπέρασμα ενός «αυτόχειρα-δολοφόνου» συγκυβερνήτη, ακριβώς μια ημέρα μετά τη συγκεκριμένη συνέντευξη Τύπου, ο Γάλλος Εισαγγελέας Brice Robin δείχνει να μην λαμβάνει καν υπόψιν του τα λεγόμενα του επικεφαλής της BEA, ο οποίος παίρνει σαφέστατες αποστάσεις από το πρώτο αφήγημα, και αποφασίζει να ξεκινήσει ποινική διαδικασία φτάνοντας μάλιστα στο σημείο και να αποφανθεί ρητώς «ο Andreas Lubitz είχε σκοπό να καταστρέψει το αεροσκάφος».
Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση γεννά πολλά ερωτηματικά για το πώς είναι δυνατόν, ο Εισαγγελέας, να μη λαμβάνει υπ” όψιν του τον επίσημο επικεφαλής της πολιτικής υπηρεσίας BEA και, βασιζόμενος σε διαρροές «ανώτερου στρατιωτικού αξιωματούχου» ο οποίος ως στρατιωτικός δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται, να ξεκινά ποινική διαδικασία και να δηλώνει πως πρόκειται για εγκληματική ενέργεια, προκαταλαμβάνοντας τo όποιο πόρισμα και, το χειρότερο όλων, παίρνοντας την έρευνα από την ίδια την BEA, η οποία πλέον δεν θα έχει τον πρώτο λόγο.
Την ίδια στιγμή, μια αποκάλυψη της τελευταίας στιγμής συσκοτίζει ακόμη περισσότερο την υπόθεση καθώς αφορά μια κάρτα μνήμης η οποία υπήρχε μέσα στο FDR και αυτή τη στιγμή θεωρείται χαμένη, χωρίς κάποιος να γνωρίζει αν έχει δημευθεί και με ποιού εντολή, ή αν βρίσκεται στα χέρια κάποιου ο οποίος την αφαίρεσε για άγνωστους λόγους.
Μέσα σε αυτή την κάρτα μνήμης, φέρονται να υπάρχουν συγκεκριμένες φωνές και συνομιλίες και μια απώλειά της θα αποδυνάμωνε ακόμη περισσότερο το οποιοδήποτε πόρισμα, όποια υπηρεσία τελικά και αν αναλάμβανε να φέρει εις πέρας την έρευνα.
Μετά τις πρώτες πληροφορίες που διέρρευσαν παράνομα στον διεθνή Τύπο και με κορμό κάποια πρώτα στοιχεία που αφορούσαν «ήχους» και «κλείδωμα του συγκυβερνήτη έξω από το πιλοτήριο», τα… υπόλοιπα φαίνεται να τα ανέλαβαν τα ίδια τα ΜΜΕ και η δημιουργική φαντασία των δημοσιογράφων, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις ξεπέρασε κάθε όριο, φτάνοντας στο σημείο να «γνωρίζουν» ακόμη και το τι… σκεφτόταν ο συγκυβερνήτης Andreas Lubitz τις στιγμές που «έριχνε το Airbus στο έδαφος».
Ενδεικτική περίπτωση, ο αρχισυντάκτης της UK Telegraph, Gordon Rayner, ο οποίος αναφέρει:
«Kάτι συνέβη όταν ο κυβερνήτης Sonderheimer άρχισε να συζητά με τον συγκυβερνήτη Lubitz για το πρόγραμμα προσγείωσης. Ο 27χρονος έγινε απότομος στις απαντήσεις του, κάτι που ο κυβερνήτης δεν αξιολόγησε, και αυτό τελικά στάθηκε μοιραίο»
Και εν μέσω όλης αυτής της ακραίας παραπληροφόρησης και έξω από κάθε δημοσιογραφική δεοντολογία, ελάχιστα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με τους αυτόπτες μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν πως άκουσαν μια έκρηξη και είδαν καπνό να βγαίνει από το αεροσκάφος λίγο πριν αυτό συντριβεί στο έδαφος.
Συγκεκριμένα, πιλότος ελικοπτέρου της Γαλλικής Αεροπορικής Βάσης στο Orange η οποία απέχει 30 λεπτά από το σημείο της πρόσκρουσης, δήλωσε πως «δέχθηκε αριθμό αναφορών από αυτόπτες μάρτυρες», οι οποίες, στο σύνολό τους έκαναν λόγο για έκρηξη και καπνούς λίγο πριν την μοιραία επαφή του με το έδαφος.
Ταυτόχρονα, οι καταθέσεις αυτές έρχονται να «κουμπώσουν» απολύτως με μια «λεπτομέρεια» η οποία ωστόσο δεν ακούστηκε πως δηλαδή, κομμάτι της ατράκτου που βρέθηκε στα συντρίμμια, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποκόπηκε πριν την πρόσκρουση, κάτι το οποίο φυσικά δείχνει να πετάει κυριολεκτικά στα σκουπίδια το σενάριο του «αυτόχειρα» Lubitz.
Αλλά η παραπληροφόρηση των διεθνών ΜΜΕ δεν σταματά εδώ:
Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ημερών, ο Andreas Lubitz, από ένας 27χρονος νέος συγκυβερνήτης, ενθουσιώδης με τη δουλειά του, με λαμπρές προοπτικές αλλά και όνειρο να γίνει κυβερνήτης μεγάλων πτήσεων, χωρίς να έχει δώσει κανένα απολύτως σημάδι κατάθλιψης, και σε αντίθεση με όσα κινήθηκαν σε επίπεδο φημολογίας, μετατρέπεται ξαφνικά σε έναν «καταθλιπτικό νάρκισσο με τάσεις αυτοκτονίας αλλά και με… προβλήματα όρασης», από «στοιχεία» τα οποία συνέλεξαν, όχι από το σημείο της τραγωδίας αλλά από το… σπίτι του!
Πώς όμως στήθηκε η ιστορία του «αυτόχειρα συγκυβερνήτη» και από ποιο «στοιχείο» ξεκίνησε;
Δείχνει πραγματικά τραγική η αφέλεια, αν δεν πρόκειται και για κάτι «περισσότερο» αλλά το σενάριο άρχισε να γράφεται από το στοιχείο της πρώτης διαρροής, πάνω στην οποία βασίστηκε και ο Γάλλος Εισαγγελέας που ξεκίνησε την ποινική διαδικασία, στο ότι δηλαδή, τη στιγμή που ο κυβερνήτης κατέβαλλε αγωνιώδεις προσπάθειες να εισέλθει στο πιλοτήριο, το Voice Recorder κατέγραψε την ανάσα του Lublitz, κάτι που «αποδείκνυε πως ήταν ζωντανός και για προφανείς λόγους δεν ήθελε να ανοίξει», έχοντας πάρει,υποτίθεται, τη μοιραία απόφαση να προβεί σε μαζική ανθρωποθυσία.
Ωστόσο, το «στοιχείο» αυτό δείχνει να είναι εκτός κάθε πραγματικότητος και για λόγους που εξηγεί ο Gerarg Arnour, επί 18 έτη πιλότος της Air France αλλά και εκπρόσωπος της Εθνικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ασφάλειας Πτήσεων, ο οποίος, δυο ημέρες μετά το δυστύχημα μίλησε στην εκπομπή «Le Grande Journal» και έκανε λόγο για τα τρία λάθη της ιστορίας που κάποιοι προσπαθούν να στήσουν.
1. Είναι απολύτως αδύνατον να καταγραφεί η ανάσα ενός πιλότου στο Voice Recorder.Kαι ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι το πιλοτήριο του συγκεκριμένου πρώτης γενιάς Airbus 320, είναι τόσο θορυβώδες κατά την ώρα της πτήσης που ακόμη και οι κυβερνήτες για να συνομιλήσουν μεταξύ τους χρησιμοποιούν τα ακουστικά με μικρόφωνο που φέρουν επάνω τους. Σύμφωνα με τον Arnour, με τόσο θόρυβο από τον περιβάλλοντα χώρο του cockpit, μια αναφορά για καταγραφή «ανάσας» κινείται στη σφαίρα του κωμικού.
2. Σύμφωνα με την ίδια ιστορία και όπως αυτή πάει να στηθεί, «οι ερευνητές άκουσαν το «μπιπ» που έκανε το μπουτόν το οποίο πάτησε ο Lubitz για να μπει το αεροσκάφος σε τροχιά καθόδου. Αυτό θα ήταν ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, αν ωστόσο, όπως διαβεβαιώνει ο διακεκριμένος πιλότος της Air France δεν υπήρχε η… «λεπτομέρεια» πως το συγκεκριμένο κουμπί όταν το πατάς δεν κάνει κανέναν ήχο.
3) Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο Arnoux «αναρωτιέται» για το πώς είναι δυνατόν να καταγράφηκε η ανάσα του Lublitz και να μην καταγράφηκε ο δυνατός και οξύς ήχος που προκαλείται κατά την πληκτρολόγηση του κωδικού ασφαλείας όταν κάποιος αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο, στην περίπτωση που δεν του ανοίγει ο άλλος από μέσα.
Στο σημείο αυτό, ο Arnoux έκανε σαφές, πως ο ήχος αυτός της πληκτρολόγησης δεν παύει να βγαίνει ακόμη και αν αυτός που βρίσκεται στο πιλοτήριο έχει βάλει χειροκίνητα το μπουτόν κλειδώματος στη θέση Locked.
O ήχος αυτός, όπως επισημαίνει ο εκπρόσωπος της Εθνικής Επιτροπής Παρακολούθησης Ασφάλειας Πτήσεων, θα αποτελούσε τη μόνη απόδειξη για το ότι ο πιλότος όντως είχε κλειδωθεί απ” έξω, κάτι το οποίο ωστόσο και όπως όλα δείχνουν, ουδέποτε συνέβη.
Αντί γι′ αυτό, στα πλαίσια της «δημοσιογραφικής» φαντασίας δείχνουν να κινούνται αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το CVR κατέγραψε ήχους από τη στιγμή που ο πιλότος, αντί να πληκτρολογήσει τον κωδικό, άρχισε να προσπαθεί να γκρεμίσει την πόρτα ενώ παράλληλα φώναζε «άνοιξε τη γαμημένη την πόρτα». Και όλα αυτά, πάντα μέσα στο εξαιρετικά θορυβώδες του πιλοτηρίου, όπως προαναφέρθηκε.
«Πρέπει νάχουν εξαιρετικά καλή ακοή», είπε ειρωνικά ο 18χρονος Gerarg Arnour, αφήνοντας, όχι απλώς αιχμές για έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρότητας των συγκεκριμένων αναφορών, αλλά και υποψίες για σκοπιμότητα στησίματος μιας ολόκληρης ιστορίας συγκάλυψης.
Μετά από τις συγκεκριμένες δηλώσεις του Arnour, το δημοσιογραφικό ερώτημα που του απευθύνθηκε, ήταν κάτι περισσότερο από εύλογο:
«Aφού έχουν έτσι τα πράγματα, τότε γιατί ο εισαγγελέας άνοιξε φάκελο για ποινικό έγκλημα; Θέλουν κάποιοι να κρύψουν κάτι;»
Η απάντηση του Arnour στο απολύτως εύλογο αυτό ερώτημα, ήταν μονολεκτική και προφανώς «υπηρεσιακή»:
«Disinformation», δηλαδή… «κακή πληροφόρηση».