Ορθόν το σαφές.
Και το άρθρο του αναπληρωτή υπουργού Δημόσιας Τάξης Γιάννη Πανούση –που τελεί, πλέον, υπό την πολιτική εποπτεία του υπουργού Δικαιοσύνης, μετά την «εισβολή»- μη εισβολή στο προαύλιο της Βουλής– εμπεριέχει ορθά επιχειρήματα, πλην, όμως, πάσχει από την διαδεδομένη στην κυβέρνηση «δημιουργική ασάφεια».
Ως προς τούτο: ο κ. Πανούσης είναι ο αρμόδιος υπουργός. Δική του ευθύνη είναι η εφαρμογή των νόμων και η επιχειρησιακή χρήση της Αστυνομίας, εάν κάποιος δεν του το επιτρέπει οφείλει να το επισημάνει και να παραιτηθεί. Θεωρητικές προσεγγίσεις από τον πολιτικό υπεύθυνο δεν νοούνται παρά μόνο σε «νεκρό» χρόνο, όχι την ώρα των αποφάσεων και της δράσης.
Τι συμβαίνει, όμως, πέραν τούτου.
Η κυβέρνηση (της Αριστεράς) βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου που έχει ως βασικό σκοπό να δοκιμάσει τις αντοχές της και, κατά πάσα πιθανότητα, να επιβεβαιώσει το «δόγμα» ότι το κ(Κ)ράτος είναι το ίδιο και είναι ο «εχθρός», είτε διοικείται από τα αστικά κόμματα, είτε από ένα αριστερό κόμμα.
Το κ(Κ)ράτος είναι ίδιο ως ΝΔ, ως ΠΑΣΟΚ και ως ΣΥΡΙΖΑ, διότι εάν το κράτος δεν είναι ίδιο και, σήμερα, υπό την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει αλλάξει ή μπορεί να αλλάξει, τότε η έννοια της «αντικρατικής (αντικαθεστωτικής) πάλης» παύει να έχει το ιδεολογικό πρόσημο που είχε.
Ο αντιεξουσιαστικός χώρος λειτουργεί συχνά με στερεότυπα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ ως διακυβέρνηση απειλεί να καταλύσει κάποια εξ αυτών των στερεοτύπων. Η ανοχή που επιδεικνύει, για παράδειγμα, σε καταλήψεις και άλλες ενέργειες έκνομες ή στις παρυφές της νομιμότητας, το” Συριζοκράτος”, τείνει να προκαλέσει ρωγμές στην αντιπαράθεση εξουσία- αντι/εξουσία.
Οι αντιεξουσιαστές δοκιμάζουν, λοιπόν, τις αντοχές του ΣΥΡΙΖΑ ως κράτος και τον προκαλούν να δράσει ως τέτοιο. Να θέσει, δηλαδή, σε λειτουργία του μηχανισμούς της εξουσίας, της καταστολής συμπεριλαμβανομένης, ώστε να μην τεθεί σε αμφιβολία το «δόγμα» της αντικρατικής πάλης.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ –ή έστω ένα τμήμα αυτού- νοιώθει την αμηχανία της μετάβασης από έναν χώρο πολιτικού ακτιβισμού που αντιμετώπιζε με συμπάθεια τον αντιεξουσιαστικό χώρο σε μία κυβερνώσα Αριστερά που ως κυβερνώσα οφείλει να εγγυηθεί μεταξύ άλλων και την ασφάλεια των πολιτών.
Όταν, φυσικά, αυτή πραγματικά τίθεται σε αμφισβήτηση. Και το “πραγματικά” αφορά τον εικονικό επικοινωνιακό πόλεμο που εντέχνως στήνει η Ν.Δ με πολεμική ρητορική περί “βεβήλωσης του Αγνώστου Στρατιώτη” και “χώρας υπό κατάληψη”. Ξεχνώντας, προφανώς, ο κ. Σαμαράς, το όργιο της αστυνομικής βίας, με τις “ζαρντινιέρες”, τη δράση παρακρατικών, τους “ψεκασμούς” των πολιτών στο μετρό, ακόμα και τις ιταμές επιθέσεις εναντίον των Μίκη Θεοδωράκη και Μανώλη Γλέζου σ’ αυτό το ίδιο σημείο που κάποιοι, προχθές, σήκωσαν ειρηνικά ένα πανό.
Είναι δύσκολο το εγχείρημα. Υπάρχουν ιδεοληψίες, πολιτικές και ανθρώπινες σχέσεις και στερεότυπα που δυσκολεύουν την κυβέρνηση.
Εκείνο, ωστόσο, που θα έπρεπε να κατανοήσουν στο Μέγαρο Μαξίμου, την Κουμουνδούρου και όπου αλλού είναι το γεγονός ότι το περίπου 37% των πολιτών που ψήφισαν Τσίπρα στις 25 Ιανουαρίου και το πάνω από 70% που εξακολουθούν να στηρίζουν τον πρωθυπουργό δεν είναι ούτε αντιεξουσιαστές, ούτε ακτιβιστές, ούτε μέλη των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ.
Θέλουν ανοικτά τα πανεπιστήμια, θέλουν ελεύθερη πρόσβαση στο κέντρο της Αθήνας, θέλουν ηρεμία.
Είναι πολίτες που απαιτούν από την κυβέρνηση να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη νομιμότητα με τον ίδιο τρόπο που απαιτούν σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές.
Άρα, καθένας εκ των υπουργών, στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και η Πρόεδρος της Βουλής, οφείλουν να εκπροσωπήσουν πρωτίστως τους πολίτες εν συνόλω και όχι μερικώς το 4% του παλαιού ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως όχι στέλνοντας τα ΜΑΤ με τόνους χημικών να «πνίξουν» το κέντρο της Αθήνας και να ξυλοκοπήσουν ανυποψίαστους πολίτες αλλά ούτε και με την καφενειακή ανοχή που, όπως όλα δείχνουν, αποθρασύνουν εκείνους που προσπαθούν να επιβεβαιώσουν ότι ιδεολογικά εξακολουθούν να υπάρχουν και επί αριστερής διακυβέρνησης.
Εδώ σε θέλω κάβουρα…