Η διαπραγμάτευση βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Οι όποιες συζητήσεις σε τεχνικό επίπεδο συνεχίζουν να διεξάγονται αντανακλούν περισσότερο τις παλινωδίες των θεσμών και όχι την αναζήτηση λύσεων “με χαρτί και με μολύβι”. Και αυτό παρά τη θετική στάση που τηρεί η ελληνική πλευρά. Η Αθήνα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της και δεν θέλει να επιτρέψει στους ακραίους να τορπιλίσουν τα περιθώρια επίτευξης συμφωνίας. Οι τεχνοκράτες της άλλης πλευράς, όμως, βάζουν στο τραπέζι θέματα τα οποία γνωρίζουν πως δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Είναι να απορεί κανείς μήπως τελικά κάποιοι έχουν βάλει στόχο να διαλύσουν την Ευρωζώνη. Η χθεσινή ενδελεχής έκθεση της ΕΚΤ επισημαίνει πως, σε περίπτωση μη συμφωνίας των δανειστών με την Ελλάδα, το άμεσο κόστος για την Ευρωζώνη θα είναι η απώλεια 180 δισ. ή ως ποσοστό ανάπτυξης το 1,8% της Ευρωζώνης.
Με άλλα λόγια, η ασθενική ανάπτυξη, που με χίλια ζόρια επιδιώκεται επί μία επταετία μετά την κρίση, θα ακυρωθεί, και μαζί της τα υποτιθέμενα και περίτεχνα φιλοτεχνημένα success story. Αντίστοιχα βαριές θα είναι φυσικά οι συνέπειες και για την Ελλάδα. Με τη διαφορά, όμως, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Είναι στο χέρι της Ευρώπης, είναι έως ένα βαθμό στο χέρι και της άλλης πλευράς του Ατλαντικού.
Το θέμα είναι κυρίαρχα πολιτικό και προστίθεται στη γενική προβληματική: Η Βρετανία ανακοίνωσε προχθές επισήμως τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή της στην Ε.Ε. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Ρέντζι το επεσήμανε αμέσως μετά τις εκλογές στην Ισπανία και την Πολωνία. Στην ίδια τη Γερμανία η λιτότητα βάλλεται πανταχόθεν, με συνεχείς απεργίες σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Το γεγονός πως το ελληνικό ζήτημα είναι πολιτικό και με βαριά γεωπολιτική παράμετρο φαίνεται και από το γεγονός ότι συζητείται στους G7 σήμερα και σε συνάντηση των Μέρκελ, Ολάντ και Γιούνκερ τη Δευτέρα.
Σε αυτά τα φόρα θα πρέπει να επιδιωχθεί η λύση του γόρδιου δεσμού και όχι στα εξελάκια των Βρυξελλών. Η Αθήνα πλέον περιμένει και προετοιμάζεται διά παν ενδεχόμενον