Ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί μία νέα κυβερνητική θητεία υποσχόμενος, μεταξύ άλλων, ότι θα εφαρμόσει το μνημόνιο που υπέγραψε –αν και δεν το υιοθετεί- και πως θα προσπαθήσει να ανατάξει μέρος των αρνητικών και υφεσιακών συνεπειών του. Υπό μία έννοια θα έλεγε κανείς πως κάτι τέτοιο αποτελεί και δικαίωμά και, κυρίως, υποχρέωσή του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου εφάρμοσε κακήν κακώς το μνημόνιο που εκείνος έφερε, ο Αντώνης Σαμαράς εφάρμοσε το μνημόνιο του Παπανδρέου που ξόρκιζε και το δεύτερο της τριμερούς στην οποία συμμετείχε. Δεν θα ήταν, ως εκ τούτου, ιστορικά ορθό να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο μια κυβέρνηση στην οποία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει αντιπολίτευση εκ του ασφαλούς.
Το πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο θα το δείξει η απλή και αμείλικτη εκλογική αριθμητική και η λαϊκή βούληση, σε πείσμα των πολιτικών αποκλεισμών που διατυπώνουν κορυφαία στελέχη του εις αναζήτηση μιας αυτοδυναμίας που δημοσκοπικά και λογικά μοιάζει ανέφικτη.
Όμως, εάν και εφόσον ο κ. Τσίπρας κληθεί να κυβερνήσει ή να συμμετάσχει με το κόμμα του σε μια διακυβέρνηση μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου πρέπει να γνωρίζει πως δεν θα μπορεί να επικαλείται, πλέον, ιδεολογικές εμμονές και πολιτικά αξιώματα που ανάγονται στην περίοδο της αφέλειας και της άγνοιας.
Δυστυχώς, δύο –ανάμεσα σε αρκετές άλλες- περιπτώσεις πολιτικής αντίδρασης του ΣΥΡΙΖΑ μαρτυρούν πως δεν έχουν εξαλειφθεί τα αντανακλαστικά της περιόδου που το κόμμα αποτελούσε βαβέλ συνιστωσών.
Η πρώτη περίπτωση αφορά την επιβολή ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το «παράλληλο πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ –το οποίο ανακοινώθηκε μόλις την περασμένη Κυριακή- περιλαμβάνει το συγκεκριμένο μέτρο ως πρόθεση απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης αφού, όπως λέγεται δημοσίως από στελέχη του, η αύξηση των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων αφορά τους…έχοντες.
Δυστυχώς, την άποψή αυτή, υπερασπίζει και μετριοπαθή στελέχη, όπως ο Δημήτρης Παπαδημούλης.
Πρόκειται καταφανώς για ιδεολογική εμμονή που ανάγεται στην περίοδο της Συριζαϊίκης αφέλειας. Δεν γνωρίζουν, άραγε, εκείνοι που εκπόνησαν το πρόγραμμα (οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αποδίδονται στον πρώην υπουργό Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά…) πως το μέτρο θα προκαλέσει αρκετές χιλιάδες απολύσεις στην ιδιωτική εκπαίδευση; Είναι «έχοντες» οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί που θα προστεθούν στη στρατιά των ανέργων;
Είναι «έχοντες» οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήρια στην Πετρούπολη, στο Χαϊδάρι, στο Βόλο, στη Σπάρτη ή στα Χανιά; Εκείνοι που από το υστέρημά τους προσπαθούν να κάνουν πράξη το δεύτερο –το πρώτο είναι το…κεραμίδι- όνειρο του μέσου Έλληνα «να σπουδάσει τα παιδιά του»;
Είναι «έχοντες» όσοι δια της ιδιωτικής εκπαίδευσης (παραπαιδεία την αποκαλούσαν παλαιότερα) προσπαθούν να συμπληρώσουν το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης που εξαιτίας έλλειψης πόρων, γραφειοκρατικής δομής και συχνών αλλοπρόσαλλων αλλαγών παρέχει η δημόσια παιδεία;
Είναι «έχοντες» οι γονείς των παιδιών στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, στα τεχνικά ΙΕΚ ή ακόμα και σε ιδιωτικά σχολεία που καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό και πρακτικές ανάγκες μιας μέσης ελληνικής οικογένειας;
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που εμπνεύστηκαν το συγκεκριμένο μέτρο δεν έλαβαν καν υπόψη τους το γεγονός ότι αρκετά από τα μεγάλα και γνωστά ιδιωτικά σχολεία, στα οποία φοιτούν γόνοι πλούσιων οικογενειών, είτε επιχορηγούνται από ξένα κράτη, είτε λειτουργούν ως μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και έτσι εξαιρούνται από την αύξηση του ΦΠΑ.
Ανάλογο είναι το παράδειγμα της επένδυσης της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε στην Χαλκιδική.
Με εντολή του ίδιου του κ. Τσίπρα ελήφθη η απόφαση να μην θεωρηθούν σύννομες οι τεχνικές μελέτες της εταιρείας – κάτι που θέτει σε άμεσο κίνδυνο το σύνολο της επένδυσης- για τον προφανέστατο λόγο εξευμενισμού τοπικών στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν δεσμευθεί «να διώξουν τους επενδυτές» και απειλούσαν να αποχωρήσουν προς το κόμμα Λαφαζάνη.
Μπορεί κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ να «κλείνουν το μάτι» στην εταιρεία και να παραπέμπουν σε αλλαγή στάσης μετά τις εκλογές, ωστόσο το μήνυμα κατά των ιδιωτικών επενδύσεων ήταν ηχηρό. Και, μάλιστα, παρά την πρόθεση της εταιρείας να συνομιλήσει με την κυβέρνηση και να αποδεχθεί πρόσθετους όρους και παρά τις αποφάσεις του ΣτΕ για τα περιβαλλοντικά και άλλα ζητήματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας δικαιούται, λοιπόν, να διεκδικήσει μια νέα κυβερνητική θητεία. Και, επιμένω, υποχρεούται να είναι βασικός ή μειοψηφών – αυτό θα το κρίνουν οι πολίτες- μέτοχος στην λύση της 21ης Σεπτεμβρίου, ως υπογράφων το τρίτο μνημόνιο.
Το ερώτημα είναι εάν μπορεί να κυβερνήσει δίχως ιδεολογικές εμμονές. Χωρίς να επιτίθεται στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις που, είτε το θέλουν κάποιοι, είτε όχι, αποτελούν μέρος της ζητούμενης ανάπτυξης που μπορεί να ανατάξει τις συνέπειες της κρίσης.
Απλά πράγματα. Κι αν κάποιοι ισχυρίζονται πως κάτι τέτοιο σημαίνει εκχώρηση της αριστερής ιδεολογίας η απάντηση είναι πως οι ίδιες επιλογές μπορούν να γίνουν από διαφορετικές κυβερνήσεις με διαφορετικό πρόσημο. Συντηρητικό ή προοδευτικό. Προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας ή προς όφελος μόνο των ιδιωτών. Αυτό είναι κάτι που οφείλει να το βρει…
Από την Επένδυση