Θα μπορούσε κανείς να εξάρει την καλή προαίρεση του σοσιαλδημοκράτη αντικαγκελάριου Ζίγκμαρ Γκάμπριελ που δήλωσε στο ZDF πως η οικονομικά ισχυρή Γερμανία μπορεί να υποδέχεται 500.000 πρόσφυγες και μετανάστες ετησίως.
Όταν από την άλλη πλευρά έχει κανείς να αντιμετωπίσει τον ισοπεδωτικό κυνισμό του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε που οριοθετεί την…ευαισθησία του μέχρι εκεί που διακυβεύεται η προτεσταντική εμμονή περί μη κλονισμού του δημοσιονομικού αξιώματος, θα έλεγε κάποιος (βιαστικά) πως ο Γκάμπριελ είναι μια όαση στην έρημο της υποκρισίας των ευρωπαίων αξιωματούχων σχετικά με τις φαραωνικές προσφυγικές ροές και τα τεράστια προβλήματα που εκ των πραγμάτων δημιουργούν.
Όμως, οι «καλές προθέσεις» του Γκάμπριελ έρχονται, εν τέλει, μόνο να επιβεβαιώσουν πόσο απαράσκευη και ανερμάτιστη είναι η ευρωπαϊκή ηγεσία έναντι ενός ζητήματος που και η ίδια σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε, είτε υποδαυλίζοντας εμφυλίους πολέμους στη Συρία ή την Αφρική, είτε καθυστερώντας δραματικά επί χρόνια να παρέμβει εκεί που γεννήθηκε το πρόβλημα.
Διότι, όταν το νούμερο δύο της Γερμανικής ηγεσίας προσφέρεται να υποδεχθεί η χώρα του 500.000 πρόσφυγες ετησίως, αυτό ισοδυναμεί με μια ανοικτή πρόσκληση προς τους ανθρώπους εκείνους που μέσα από τις φωτιές του πολέμου και της φτώχειας επιθυμούν να αναζητήσουν μια θέση στον ευρωπαϊκό «παράδεισο».
Μόνο που οι άνθρωποι αυτοί δεν θα φτάσουν στη Γερμανία «πετώντας» αλλά μέσα από τους διαύλους της τεράστιας «βιομηχανίας» του προσφυγικού trafficking και, φυσικά, με ενδιάμεσους σταθμούς τη Λέσβο, τη Κω ή την Λαμπεντούζα.
Άρα, δίχως την παραμικρή ουσιαστική πρόνοια για το πόσο και το τι πραγματικά μπορεί να αντέξει η χρεοκοπημένη Ελλάδα ή η σε οικονομική δυσχέρεια Ιταλία, ο Γκάμπριελ επιτείνει αντί να επιλύει το προσφυγικό.
Αυτό που παρατηρούμε τις τελευταίες εβδομάδες είναι, δυστυχώς, η ηχηρή επιβεβαίωση της ανυπαρξίας ενιαίας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε οτιδήποτε άλλο πέραν των οικονομικών. Η «ενότητα» της Ευρώπης σταματάει στην επιβολή δημοσιονομικών κανόνων, ενίοτε τόσο σκληρών που, όπως στην Ελλάδα, να προκαλεί ανθρωπιστική κρίση.
Με το προσφυγικό η Ευρώπη αποκάλυψε επίσης πόσο πολιτικά και κοινωνικά ανομοιογενής είναι. Ο κατά Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ –αν και ειπώθηκε ως αστεϊσμός είναι καταφανώς ακριβές- «δικτατορίσκος» πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν έφτασε στο σημείο να κατηγορεί την Ελλάδα για το πρόβλημα, ενώ μόνο εύσημα δεν ζήτησε για το γεγονός ότι οι Ούγγροι αστυνομικοί «δεν πυροβολούν τους πρόσφυγες». Είναι πράγματι Ευρωπαίος ο Ορμπάν ή όλοι οι ομοϊδεάτες του;
Οι δήμαρχοι και αξιωματούχοι στη Γαλλία που – υπό την επίδραση των ρατσιστικών συνθημάτων του Μετώπου της Μαρίν Λεπέν- ζητούν να περιθάλπονται μόνο οι πρόσφυγες που είναι…Χριστιανοί, είναι Ευρωπαίοι; Διέπονται από τα ευρωπαϊκά ιδέωδη χώρες όπως η Δανία, η Πολωνία, η Φινλανδία που αρνούνται να τηρήσουν ακόμα και τον στοιχειώδη κανόνα των ποσοστώσεων στην κατανομή των προσφυγικών ροών. Είναι, εν τέλει, ειλικρινείς οι ηγεσίες της Γερμανίας ή της Γαλλίας που συζητούν αυτή τη στιγμή για να υποδεχθούν (μαζί) περίπου 60.000 πρόσφυγες, όταν μόνο τους τελευταίους μήνες εισήλθαν στην Ελλάδα από τα τουρκικά παράλια περισσότεροι από 250.000;
Ο (Πολωνός) πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ντόναλντ Τουσκ προσπαθεί να καθυστερήσει την σύγκληση Συνόδου Κορυφής για το μεταναστευτικό και, παρά τις επίμονες παρεμβάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου ή της κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι, συντάσσεται με την γραφειοκρατία των Βρυξελλών που επιμένει σε «ασπιρίνες» με εκτακτες εκταμιεύσεις κονδυλίων που, όμως, δεν επαρκούν ούτε για να ανακουφίσουν τα τοπικά προβλήματα που έχουν προκαλέσει οι ροές προσφύγων.
Εν μέσω αυτών μπορεί κανείς να αξιολογήσει θετικά την παρέμβαση της Άνγκελα Μέρκελ περί αναστολής –όσον αφορά τη Γερμανία- των δεσμευτικών κανόνων της Συνθήκης του Δουβλίνου 2, όμως είναι προφανές πως δεν μπορεί ούτε αυτή να επιβάλλει, ακόμα, μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στο πρόβλημα.
Όσον αφορά την Ελλάδα το ζήτημα θα λάβει ακόμα πιο εκρηκτικές διαστάσεις και αποτελεί εκ των πραγμάτων ίσως σημαντικότερο θέμα στην ατζέντα της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές, απ΄ ότι η τήρηση της συμφωνίας του 3ου μνημονίου.
Προκύπτουν ως εκ τούτου τα εξής ζητήματα:
– Η διαχείριση του μεταναστευτικού δεν μπορεί εφεξής να γίνει από πρόσωπα που διακατέχονται από ιδεοληψίες, όπως συνέβη τους προηγούμενους μήνες, ή από έλλειψη σχεδιασμού και οξυδέρκειας, όπως είχε συμβεί τα προηγούμενα χρόνια. Απαιτείται διακομματικός, εθνικός σχεδιασμός και επιστράτευση όλων των αρμόδιων υπηρεσιών και λοιπών δομών του κράτους. Ο υπηρεσιακός υπουργός κ. Γ. Μουζάλας, είναι αλήθεια πως επέδειξε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε λίγες ημέρες απ΄ ότι η προκάτοχός του κυρία Τασία Χριστοδουλοπούλου που «έλαμψε» με την αναβλητικότητά της. Θα ήταν θετικό δείγμα γραφής για τη νέα κυβέρνηση να διατηρήσει στη θέση του τον κ. Μουζάλα και να συγκροτήσει από την πρώτη μέρα μια Εθνική Επιτροπή Μεταναστευτικού με επιστήμονες, υπηρεσιακούς παράγοντες και τεχνοκράτες, οι οποίοι θα έχουν δια του υπουργού άμεση επικοινωνία με τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και τις υπηρεσίες άλλων χωρών.
– Η νέα κυβέρνηση οφείλει να διεκδικήσει πολλά περισσότερα από τις Βρυξέλλες πέραν των κονδυλίων που εξασφάλισε ο αρμόδιος επίτροπος κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος. Ο τελευταίος πρέπει να αξιοποιηθεί εις το έπακρον από την Αθήνα και να αποτελέσει τον δίαυλο για την ενίσχυση της εθνικής προσπάθειας.
– Η νέα κυβέρνηση, τέλος, πρέπει να συνδέσει άμεσα το προσφυγικό-μεταναστευτικό με την κρίση στη χώρα μας και την εφαρμογή του 3ου μνημονίου. Εάν η οικονομικά ισχυρή Γερμανία μπορεί να υποδέχεται 500.000 μετανάστες ετησίως, η χρεοκοπημένη Ελλάδα που αναζητά τρόπους ανάπτυξης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις ευθύνες που γεωγραφικά (λόγω θέσης) και κοινωνικά- ανθρωπιστικά έχει εάν δεν υπάρξουν σχετικές προβλέψεις σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν διαλύεται ο μηχανισμός του κράτους (δημόσια διοίκηση, Υγεία, ανθρωπιστικές δομές, κοινωνική πρόνοια) εξαιτίας των περιοριστικών πολιτικών πως είναι δυνατό μια χώρα να αντιμετωπίσει τις προσφυγικές ροές των εκατοντάδων χιλιάδων που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια. Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να συνδεθεί ως ένα βαθμό η υλοποίηση του 3ου μνημονίου με το μείζον αυτό ευρωπαϊκό θέμα…
Από την Επένδυση